Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό

Αποτελέσματα για: "Ζ"

Βρέθηκαν 3 Λήμματα [1 - 3]

ζαχαρο-

  • το ουσιαστικό ζάχαρη ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • ζαχαροκάλαμο, ζαχαρότευτλο, ζαχαρούχος, ζαχαροπλάστης, ζαχαροπλαστείο.

ζωο-1

  • το ουσιαστικό ζώο ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • ζωεμπόριο, ζωέμπορος, ζωοτροφή, ζωοκτονία.

ζωο-2

  • το ουσιαστικό ζωή ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • ζωοδότης, ζωοδόχος, ζωογόνος.