Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό

Αποτελέσματα για: "Λ"

Βρέθηκαν 9 Λήμματα [1 - 9]

λαδο-

  • το ουσιαστικό λάδι ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • λαδεμπόριο, λαδέμπορας, λαδόκολα, λαδόξιδο, λαδολέμονο.

λαθρο-

  • α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι κάτι γίνεται κρυφά ή παράνομα:
  • λαθροθήρας, λαθρέμπορος, λαθρεπιβάτης.

λαο-

  • το ουσιαστικό λαός ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • λαοπλάνος, λαογραφία.

λεπτο-

  • το επίθετο λεπτός ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • λεπτόφλουδος, λεπτοκαμωμένος, λεπτοδουλειά. || υπονοεί ακρίβεια, λεπτομέρεια

λευκο-

  • το επίθετο λευκός ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • λευκόχρωμος, λευκοντυμένος.

λιγο-

  • το επίθετο λίγος ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • λιγόλογος, λιγομίλητος.

λιθο-

  • το ουσιαστικό λίθος ΄πέτρα΄ ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • λιθοβολώ, λιθόκτιστος, λιθόστρωτος, λιθοτριψία.

λιπο-

  • α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις.:
  • 1. δηλώνει την έλλειψη, την απουσία κάποιου στοιχείου:
  • λιπόσαρκος, λιπόψυχος, λιποθυμία.
  • 2. χαρακτηρίζει το πρόσωπο που εγκαταλείπει κάτι:
  • λιποτάκτης.

λογο-

  • το ουσιαστικό λόγος ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • λογοπαίγνιο, λογομαχώ, λογομαχία, λογοτέχνης, λογοδοτώ.