Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό

Αποτελέσματα για: "Η"

Βρέθηκαν 5 Λήμματα [1 - 5]

ηλεκτρο-

  • α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι κάτι σχετίζεται με τον ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σε αυτόν:
  • ηλεκτροφωτισμός, ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, ηλεκτροκίνητος, ηλεκτροπληξία, ηλεκτροφόρος.

ηλιο-

  • το ουσιαστικό ήλιος ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • ηλιοβασίλεμα, ηλιοθεραπεία, ηλιοκαμένος, ηλιόλουστος, ηλιαχτίδα.

ημερο-

  • & μερο-, το ουσιαστικό ημέρα / μέρα ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • ημερομίσθιο, ημερονύκτιο, μερόνυχτο.

ημι-

  • α΄ συνθετικό
  • 1. δηλώνει το ένα από τα δύο ίσα μέρη ενός αντικειμένου ή μιας έννοιας:
  • ημικύκλιο, ημισφαίριο, ημίχρονο, ημίωρο.
  • 2. δηλώνει ότι στη σύνθετη λέξη δεν υπάρχουν όλα αλλά μερικά χαρακτηριστικά:
  • ημιάγριος, ημιαυτόματος, ημίγλυκος, ημίγυμνος, ημιμαθής.

ηχο-

  • το ουσιαστικό ήχος ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • ηχολήπτης, ηχομόνωση.