Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό

Αποτελέσματα για: "Ω"

Βρέθηκαν 2 Λήμματα [1 - 2]

ωο-

  • το ουσιαστικό ωό ΄αυγό΄ ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις.:
  • 1. που αναφέρονται στο αυγό:
  • ωοτόκος.
  • 2. με αναφορά στο ωάριο:
  • ωορρηξία.

ωτο-

  • το αρχαίο ουσιαστικό ους ΄αυτί΄ ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • ωτοασπίδα, ωτορινολαρυγγολόγος.