Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό

Αποτελέσματα για: "Ν"

Βρέθηκαν 5 Λήμματα [1 - 5]

νανο-

  • α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις.:
  • 1. δίνει τη σημασία του μικροσκοπικού:
  • νανοκέφαλος, νανόσωμος.
  • 2. δηλώνει μονάδα μέτρησης η οποία ισοδυναμεί με το ένα δισεκατομμυριοστό της μονάδας που δηλώνει το β΄ συνθετικό:
  • νανόμετρο, νανοδευτερόλεπτο.

νεο-

  • α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετα ονόματα.:
  • 1. δηλώνει ότι κάτι έγινε τώρα τελευταία, πρόσφατα:
  • νεογέννητος, νεοφώτιστος, νεόχτιστος, νεοφερμένος.
  • 2. δηλώνει το νεότερο στάδιο μιας περιόδου, μιας κατάταξης:
  • νεολιθικός.

νερο-

  • το ουσιαστικό νερό ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • νεροκουβαλητής, νεροπότηρο, νερομπογιά, νερόβραστος, νεροχελώνα.

νοτιο-

  • το επίθετο νότιος ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετα επίθετα:
  • νοτιοανατολικός, νοτιοδυτικός, νοτιοαμερικανικός.

νυχτο-

  • & νυκτο-, το ουσιαστικό νύχτα ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • νυχτολούλουδο, νυχτοπούλι, νυχτοφύλακας, νυκτόβιος και νυχτόβιος.