Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό

Αποτελέσματα για: "Σ"

Βρέθηκαν 10 Λήμματα [1 - 10]

σαρκο-

  • το ουσιαστικό σάρκα ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • σαρκοβόρος, σαρκοφάγος.

σιγο-

  • το επίρρημα σιγά ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • σιγοτραγουδώ. || σιγοβρέχει.

σιδηρο-

  • το ουσιαστικό σίδηρος ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • σιδηρουργείο, σιδηροκατασκευή, σιδηρόδρομος.

σιτο-

  • το ουσιαστικό σίτος ΄σιτάρι΄ ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • σιτοπαραγωγός, σιταποθήκη.

σκληρο-

  • το επίθετο σκληρός και το επίρρημα σκληρά ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • σκληροκόκαλος, σκληρόφλουδος. || σκληροτράχηλος, σκληραγωγώ. || (για άνθρωπο) χωρίς καλοσύνη, συμπόνοια

σκυλο-

  • το ουσιαστικό σκύλος ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις.:
  • 1. που αναφέρονται στον σκύλο:
  • σκυλοκαβγάς. || για άνθρωπο άσχημο γενικά ή όσον αφορά ένα μέρος του σώματος
  • 2. χαρακτηρίζει κάτι με πολύ αρνητικό τρόπο:
  • σκυλοζωή. || σκυλοβαριέμαι, σκυλοβρίζω.

σταυρο-

  • το ουσιαστικό σταυρός ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις.:
  • 1. δηλώνει ότι κάτι έχει σχήμα σταυρού ή μοιάζει με σταυρό:
  • σταυροδρόμι, σταυροπόδι.
  • 2. αναφέρεται στον Σταυρό ή στη Σταύρωση του Xριστού:
  • Σταυροπροσκύνηση, σταυροφορία.

στενο-

  • το επίθετο στενός ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • στενόμακρος, στενοσόκακο. || (μτφ.) στενοκέφαλος, στενόμυαλος.

στραβο-

  • το επίθετο στραβός και το επίρρημα στραβά ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • στραβοκοιμάμαι, στραβοκομμένος, στραβοπάτημα, στραβομύτης. || (μτφ.) στραβόξυλο. || για δήλωση δυσαρέσκειας

συν-, πριν από φωνήεν ή <τ>, <δ>, <θ> ή <ν>

  • & συμ-, πριν από <π>, <β>, <φ>, <μ>, & συγ-, πριν από <κ>, <γ>, <χ>, & συλ-, πριν από <λ> & συρ-, πριν από <ρ>, πρόθημα
  • 1. για κάτι που γίνεται μαζί με κάποιον:
  • συνιδιοκτήτης, συνοδηγός, συγκυβερνώ, συρρέω, συλλειτουργώ.
  • 2. δηλώνει στενή σχέση, ένωση:
  • συνομοσπονδία, σύντροφος, συνδέω.
  • 3. δηλώνει συγκέντρωση:
  • συμμαζεύω.
  • 4. δηλώνει ταυτότητα, ομοιότητα:
  • συμμετρία, σύμφωνος, σύννομος, συμφωνία, συνομίληκος.