Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό

Αποτελέσματα για: "Α"

Βρέθηκαν 51 Λήμματα [1 - 10]

α-

  • & αν-, συνήθως πριν από φωνήεν, στερητικό πρόθημα
  • 1. (σε επίθετα) δηλώνει το αντίθετο από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη:
  • αβέβαιος, άκακος, ανεπίσημος, ανεύθυνος, αόρατος.
  • 2. (σε ουσιαστικά) δηλώνει έλλειψη, απουσία:
  • ανεντιμότητα, ανευθυνότητα.
  • 3. (σε ρήματα) δηλώνει αντίθεση προς αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη:
  • αδυνατώ.

αγαθο-

  • το επίθετο αγαθός ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • αγαθόπιστος, αγαθοπιστία, αγαθόψυχος.

αγγειο-

  • το ουσιαστικό αγγείο ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετα ουσιαστικά.:
  • 1. με τη σημασία ΄σκεύος΄:
  • αγγειοπλάστης, αγγειοπλαστική.
  • 2. με τη σημασία ΄αιμοφόρο αγγείο΄:
  • αγγειοχειρούργος, αγγειοχειρουργική.

αγγελο-

  • το ουσιαστικό άγγελος ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • αγγελοπρόσωπος, αγγελόψυχος, αυτός που έχει όμορφο, αγγελικό πρόσωπο, ψυχή.

αγιο-

  • το επίθετο άγιος ή το ουσιαστικό άγιος ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετα επίθετα και ουσιαστικά:
  • αγιοβασιλιάτικος. || αγιογράφος.

αγορα-

  • το ουσιαστικό αγορά ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετα ουσιαστικά:
  • αγορανομία, αγοραπωλησία.

αγουρο-

  • το επίθετο άγουρος ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει:
  • 1. ότι κάτι είναι άγουρο ή προέρχεται από άγουρο καρπό:
  • αγουρόμηλο, αγουρέλαιο, αγουρόλαδο.
  • 2. (σε ρήματα) ότι κάτι γίνεται πρόωρα:
  • αγουροξυπνώ.

αγριο-

  • το επίθετο άγριος και το επίρρημα άγρια ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις.:
  • 1. δηλώνει την άγρια ποικιλία ενός φυτού ή του καρπού του, ή το ζώο που δεν είναι εξημερωμένο σε αντίθεση με το ήμερο:
  • αγριοσυκιά, αγριοκέρασο, αγριολούλουδο, αγριόπαπια, αγριοπερίστερο.
  • 2. χαρακτηρίζει άγρια, ατίθαση ή επιθετική συμπεριφορά:
  • αγριάνθρωπος, αγριοκόριτσο, αγριοβλέπω, αγριομάτης, αγριόφατσα. || αγριοφωνάρα, πολύ δυνατή και ενοχλητική φωνή.
  • 3. προσθέτει στο β΄ συνθετικό τη σημασία ΄απότομος, αφιλόξενος΄:
  • αγριόρεμα, αγριότοπος.

αδερφο-

  • & αδελφο-, το ουσιαστικό αδερφός / αδελφός ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • αδερφoκτόνος, αδερφoποίηση και αδελφοποίηση.

αδικο-

  • το επίθετο άδικος και το επίρρημα άδικα ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • αδικοπλουτίζω, αδικοκρισία, αδικοσκοτωμός.