Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

  • 208. Πελίκη του “ζωγράφου του Λυκάονα”: Ο Οδυσσέας στον κάτω κόσμο. Βοστόνη, Museum of Fine Arts.

5.3.2. Ο Οδυσσέας στον κάτω κόσμο

Σε μιαν αττική ερυθρόμορφη πελίκη (ένα είδος αμφορέα), που βρίσκεται σήμερα στη Βοστόνη και χρονολογείται γύρω στο 440 π.Χ., εικονίζεται μια μυθολογική σκηνή που μας είναι γνωστή από την Οδύσσεια (ραψωδία λ), η κάθοδος του Οδυσσέα στον Άδη (εικ. 208). Ο Οδυσσέας πήρε από τη μάγισσα Κίρκη τη συμβουλή να κατεβεί στον κάτω κόσμο για να ρωτήσει τον νεκρό μάντη Τειρεσία αν και πότε θα γυρίσει στην πατρίδα του, την Ιθάκη. Όταν έφτασε στον Ωκεανό, τον ποταμό που όριζε την άκρη της γης και χώριζε τον κόσμο των ζωντανών από τον κόσμο των νεκρών (σύμφωνα με μιαν άλλη, πιο διαδεδομένη, παράδοση το πέρασμα στον κάτω κόσμο γινόταν από τον ποταμό Αχέροντα), έσφαξε, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε πάρει, μέσα σε έναν λάκκο ένα κριάρι και μια προβατίνα, ώστε να πλησιάσουν οι ψυχές των νεκρών που ήθελαν να πιουν ζεστό αίμα, ανάμεσά τους και εκείνη του Τειρεσία. Στο κέντρο της παράστασης βλέπουμε τον Οδυσσέα ντυμένο με ρούχα ταξιδιώτη και καθισμένο σε ένα έξαρμα του εδάφους κοντά στην όχθη του ποταμού, που δηλωνόταν με ψηλά υδρόβια φυτά ζωγραφισμένα με λευκό χρώμα, δυσδιάκριτο σήμερα· δίπλα του κείτονται στο έδαφος τα σφαγμένα ζώα, ενώ στο αριστερό χέρι κρατάει ακόμα γυμνό το σπαθί, με το οποίο εμπόδιζε τις ψυχές των νεκρών να πλησιάσουν το χυμένο αίμα πριν εμφανιστεί ο Τειρεσίας (Οδύσσεια, λ 48-50). Στην απέναντι όχθη του ποταμού προβάλλει ο νεκρός σύντροφος του Οδυσσέα Ελπήνωρ, που είχε σκοτωθεί πέφτοντας από τη στέγη του παλατιού της Κίρκης και δεν μπορούσε να βρει ησυχία στον Άδη, γιατί είχε μείνει άταφος. Πίσω από τον Οδυσσέα εικονίζεται ο Ερμής ψυχοπομπός, ο θεός που οδηγεί τους νεκρούς στον κάτω κόσμο. Όλες οι μορφές ταυτίζονται με επιγραφές. Εντύπωση προκαλεί η ανήσυχη στάση του Οδυσσέα, που στηρίζει με το δεξί χέρι το πιγούνι του, και το μελαγχολικό βλέμμα του. Με τον τρόπο αυτό αποτυπώνεται η λύπη και η συμπόνια του ήρωα καθώς ακούει τα παράπονα του νεκρού συντρόφου του και τη θερμή παράκλησή του να τον θάψει όπως του αξίζει (Οδύσσεια, λ 57-80). Η παράσταση αυτή θυμίζει μιαν ανάλογη σκηνή που είχε ζωγραφίσει ο Πολύγνωτος στην περίφημη Νέκυιά του στη Λέσχη των Κνιδίων στους Δελφούς, γνωστή από την περιγραφή του περιηγητή Παυσανία. Δεν ξέρουμε αν η αγγειογραφία εξαρτάται από την τοιχογραφία του Πολυγνώτου και σε πιο βαθμό· οπωσδήποτε όμως φαίνεται πολύ πιθανό ότι απηχεί μια δημιουργία της μεγάλης ζωγραφικής. Ο αγγειογράφος ονομάζεται «ζωγράφος του Λυκάονα» από το όνομα ενός μυθικού πολεμιστή που έχει απεικονίσει σε ένα από τα αγγεία του· τα λίγα σχετικά σωζόμενα έργα του προδίδουν εξάρτηση από τη μεγάλη ζωγραφική.