Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

  • 142. Κούρος από την Ανάβυσσο Αττικής, στημένος στον τάφο του Κροίσου, γύρω στο 530 π.Χ. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

  • 143. Κούρος από την Κερατέα Αττικής, στημένος στον τάφο του Αριστοδίκου, γύρω στο 500 π.Χ. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

3.4.6. Κούροι των υστεροαρχαϊκών χρόνων

Γύρω στο 530 π.Χ. εμφανίζονται έργα γλυπτικής που δείχνουν μια πρωτόγνωρη πλαστικότητα στην απόδοση των όγκων, ειδικά του ανθρώπινου σώματος. Τέτοιο παράδειγμα είναι ένας μεγάλος (ύψος 1,96 m) επιτύμβιος κούρος από την Ανάβυσσο της Αττικής, σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (εικ. 142). Το άγαλμα είναι δουλεμένο με εξαιρετική ευαισθησία και δεξιοτεχνία· τα ρωμαλέα σκέλη και οι γλουτοί, το φουσκωτό στήθος και οι βραχίονες δείχνουν την προσπάθεια του καλλιτέχνη να αποδώσει πειστικά τη μυϊκή διάπλαση ενός γυμνασμένου νεανικού σώματος, δίνοντας ταυτόχρονα στο πρόσωπο με το ψηλό μέτωπο, το ισχυρό πιγούνι και τα προεξέχοντα μάγουλα μια ξεχωριστή ζωντάνια. Ιδιαίτερα δεξιοτεχνική είναι η απόδοση των μακριών μαλλιών με βοστρύχους που καμπυλώνονται ελαφρά, καθώς πέφτουν επάνω στους ώμους. Ο κούρος από την Ανάβυσσο είναι περίπου σύγχρονος με τα γλυπτά του θησαυρού των Σιφνίων στους Δελφούς, που ανήκουν, όπως είδαμε, στα χρόνια λίγο πριν το 525 π.Χ.

Από ευτυχή συγκυρία σώθηκαν δύο από τις τρεις βαθμίδες της βάσης του κούρου με την επιγραφή του· έτσι γνωρίζουμε το όνομα του νέου άνδρα του οποίου στόλιζε τον τάφο. Η επιγραφή είναι έμμετρη, αποτελείται από δύο στίχους, έναν εξάμετρο και έναν πεντάμετρο (ο συνδυασμός τους ονομάζεται ελεγειακό δίστιχο), και λέει για τον νεκρό:

«Στάσου και θρήνησε δίπλα στο μνήμα του πεθαμένου Κροίσου,

που πολεμούσε στην πρώτη γραμμή όταν τον εξολόθρεψε ο μανιασμένος Άρης.»

Ο Κροίσος ανήκε σε μια πλούσια αριστοκρατική οικογένεια της Μεσογαίας της Αττικής και το όνομά του δείχνει ότι κάποιος κοντινός συγγενής του, πιθανότατα ο πατέρας του, είχε σχέσεις με τον ομώνυμο βασιλιά της Λυδίας. Ο Ηρόδοτος (6.125) μας πληροφορεί ότι ο Αθηναίος Αλκμέων είχε προσωπική γνωριμία με τον Κροίσο, από τον οποίο μάλιστα πήρε πολύ χρυσάφι. Αν και η ιστορία που αφηγείται ο Ηρόδοτος δεν είναι εντελώς αξιόπιστη για χρονολογικούς λόγους, είναι πολύ πιθανό ότι οι Αλκμεωνίδες είχαν επαφές με τον Κροίσο. Μπορούμε, επομένως, να δεχτούμε ότι ο κούρος από την Ανάβυσσο ήταν στημένος στον τάφο ενός Αλκμεωνίδη. Δυστυχώς δεν είναι δυνατόν να προσδιορίσουμε τη μάχη στην οποία σκοτώθηκε.

Στα χρόνια που ακολουθούν, οι μορφές των κούρων, όπως και των κορών, γίνονται ολοένα και πιο περίτεχνες, καθώς οι γλύπτες δίνουν μεγάλη προσοχή στην απόδοση των ανατομικών λεπτομερειών. Την εξέλιξη αυτή τη βλέπουμε καθαρά στον οψιμότερο γνωστό κούρο (εικ. 143), που χρονολογείται γύρω στο 500 π.Χ. και ήταν στημένος στον τάφο ενός νέου με το όνομα Αριστόδικος, όπως δείχνει η μονολεκτική επιγραφή στη βάση του αγάλματος: Ἀριστοδίκου (σε γενική πτώση). Ο κούρος βρέθηκε το 1944 λίγο έξω από την Κερατέα της Αττικής, κοντά στον δρόμο που οδηγεί προς την Ανάβυσσο, στην περιοχή ενός νεκροταφείου της αρχαϊκής εποχής· είναι κατασκευασμένος από άριστης ποιότητας παριανό μάρμαρο και έχει ύψος 1,96 m, δηλαδή λίγο μεγαλύτερο από το φυσικό. Τα κοντά μαλλιά έχουν εν μέρει μόνο αποδοθεί· περιμετρικά, επάνω από το μέτωπο και τους κροτάφους καθώς και πίσω από τα αφτιά και στον τράχηλο, αποδίδονται κοντοί κοχλιόσχημοι βόστρυχοι, αλλά η επιφάνεια του κρανίου είναι αδρά δουλεμένη. Το πιθανότερο είναι ότι στην επιφάνεια αυτή κολλούσε ένα στρώμα από μαρμαρόστοκο, στο οποίο αποδίδονταν οι βόστρυχοι των μαλλιών. Πέρα από το έντονο και ευαίσθητο πλάσιμο των όγκων, εκείνο που εντυπωσιάζει στον Αριστόδικο είναι η ακριβής απόδοση των ανατομικών λεπτομερειών, που φαίνεται πολύ καλά σε περιοχές όπως τα γόνατα και τα άκρα πόδια. Είναι προφανές ότι οι γλύπτες της εποχής αυτής μελετούσαν με πολλή προσοχή το ανθρώπινο σώμα σε όλες τις λεπτομέρειές του. Στην επιμέλεια αυτή είναι ίσως επιτρεπτό να διακρίνουμε ένα πνεύμα ανάλογο με εκείνο που στα ίδια περίπου χρόνια (στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ.) οδήγησε στην ανάπτυξη των μαθηματικών, της φυσικής και της ιατρικής.