Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

  • 33. Πρωτοκορινθιακή όλπη, μέσα του 7ου αι. π.Χ. Ρώμη, Museo Nazionale Etrusco di Villa Giulia.

  • 34. Λεπτομέρεια της εικ. 33.

2.3.1. Η πρωτοκορινθιακή κεραμική

Οι Κορίνθιοι αγγειογράφοι ήταν οι πρώτοι που, λίγο πριν το τέλος του 8ου αιώνα, εγκατέλειψαν τον γεωμετρικό ρυθμό και υιοθέτησαν τη νέα τεχνική του περιγράμματος για τις ανθρώπινες μορφές· δημιούργησαν έτσι έναν χαρακτηριστικό και εύκολα αναγνωρίσιμο ρυθμό, που τον ονομάζουμε πρωτοκορινθιακό. Την αρχή του πρωτοκορινθιακού ρυθμού την τοποθετούμε γύρω στο 720 π.Χ. και το τέλος του κοντά στο 630 π.Χ. Στο διάστημα αυτό παρατηρούμε μια σημαντική εξέλιξη: μετά την πρώτη γενιά (γύρω στο 690 π.Χ.) οι αγγειογράφοι αρχίζουν να χρησιμοποιούν στα περιγράμματα των μορφών εγχάρακτες γραμμές και να χρωματίζουν τα ανδρικά σώματα με βερνίκι που σκουραίνει στο ψήσιμο. Η εξέλιξη της τεχνικής αυτής θα οδηγήσει στον μελανόμορφο ρυθμό. Αργότερα (γύρω στο 660 π.Χ.) αρχίζουν να προσθέτουν μετά το ψήσιμο χρώματα (λευκό, καστανό, ιώδες), που ζωντανεύουν ακόμη περισσότερο την παράσταση. Τα πρωτοκορινθιακά αγγεία είναι τα πρώτα έργα της αρχαίας ελληνικής τέχνης που μπορούμε να χρονολογήσουμε με σχετική ασφάλεια, αφού κάποια έχουν βρεθεί σε αποικίες της Σικελίας, των οποίων η χρονολογία ίδρυσης μας είναι γνωστή από τη γραπτή παράδοση.

Στη διάρκεια του 7ου αιώνα τα κορινθιακά αγγεία κατακτούν τις ξένες αγορές· τα συναντούμε ακόμη και στα πιο απομακρυσμένα σημεία της Μεσογείου. Το γεγονός αυτό δεν είναι άσχετο με την ανάπτυξη του κορινθιακού αποικισμού στη δυτική Ελλάδα και στη Σικελία. Ξέρουμε ότι οι Κορίνθιοι ίδρυσαν αποικίες στις ακτές του Ιονίου, στο Άκτιο, στη Λευκάδα και στην Κέρκυρα, και λίγο αργότερα στις Συρακούσες στην ανατολική Σικελία. Κατάφεραν έτσι να ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό το ελληνικό εμπόριο με την κεντρική και τη δυτική Μεσόγειο. Το μικρό μέγεθος των πρωτοκορινθιακών αγγείων και η μεγάλη συχνότητα του σχήματος με στρογγυλή κοιλιά και πολύ στενό λαιμό (αρύβαλλος) δείχνει ότι χρησιμοποιούνταν για το εμπόριο ακριβών αρωματικών ελαίων, που ήταν το αντίστοιχο των σημερινών αρωμάτων. Αυτό εξηγεί ως ένα σημείο την εξαιρετικά υψηλή τους ποιότητα. Συναντούμε επίσης σχήματα που σχετίζονται με την αριστοκρατική συνήθεια του συμποσίου, όπως οι οινοχόες και οι σκύφοι (ποτήρια για κρασί). Μπορούμε, επομένως, να υποστηρίξουμε ότι τα πρωτοκορινθιακά αγγεία απευθύνονταν σε ένα ευκατάστατο και απαιτητικό αγοραστικό κοινό, ελληνικό και ξένο.

Ορισμένες από τις παραστάσεις που διακοσμούν τα πρωτοκορινθιακά αγγεία παρουσιάζουν ενδιαφέρον όχι μόνο για την τεχνοτροπία αλλά και για τη θεματολογία τους. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι μια μικρή οινοχόη (όλπη) με πολύχρωμο διάκοσμο των μέσων περίπου του 7ου αιώνα π.Χ., που βρέθηκε στην Ιταλία (εικ. 33). Η κύρια ζώνη αμέσως κάτω από τον λαιμό μάς δείχνει μια σκηνή μάχης. Εδώ απεικονίζεται για πρώτη φορά ο πιο γνωστός και χαρακτηριστικός σχηματισμός του αρχαίου ελληνικού στρατού: η φάλαγξ (εικ. 34). Αυτή η παράταξη μάχης ξέρουμε ότι δημιουργήθηκε στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. και εξασφάλισε την υπεροχή των Ελλήνων στην πολεμική τακτική για αιώνες. Μια πυκνή σειρά από βαριά οπλισμένους άνδρες, με θώρακα, κράνος, κνημίδες, ασπίδα στο αριστερό χέρι και δόρυ στο δεξί, προχωρεί με ενιαίο βηματισμό, ακολουθώντας τον ρυθμό που δίνει ένας νεαρός αυλητής· είναι σαν ένας κινούμενος αδιάσπαστος τοίχος από ασπίδες, από τον οποίο εξέχουν τα μυτερά δόρατα. Η δημιουργία της φάλαγγας προϋποθέτει την ύπαρξη μιας αρκετά πολυάριθμης τάξης πολιτών, που είχαν την ευχέρεια να πληρώσουν τον απαιτούμενο βαρύ οπλισμό, και γι᾽ αυτό ονομάζονταν οπλίτες· αυτοί οι ευκατάστατοι πολίτες και ταυτόχρονα πολεμιστές αποτελούσαν τη σπονδυλική στήλη της κοινωνίας των αρχαίων ελληνικών πόλεων, για τις οποίες μιλήσαμε πιο πάνω. Στη ζώνη κάτω από τη φάλαγγα των οπλιτών υπάρχουν δύο παραστάσεις (εικ. 33), που παραπέμπουν σε έναν κόσμο αριστοκρατικό και ηρωικό: μια παρέλαση νεαρών ιππέων, μπροστά από τους οποίους πηγαίνει ένα τέθριππο άρμα, και ένα κυνήγι λιονταριού. Η σκηνή της τελευταίας και στενότερης ζώνης, το κυνήγι του λαγού με τη βοήθεια σκύλων, μας φέρνει πιο κοντά στην καθημερινή ζωή.

Η πρωτοκορινθιακή κεραμική, που χαρακτηρίζεται από πρωτοτυπία και υψηλή ποιότητα, τελειώνει γύρω στο 630 π.Χ., όταν οι Κορίνθιοι αγγειοπλάστες και αγγειογράφοι αρχίζουν να τυποποιούν ολοένα και περισσότερο την παραγωγή τους. Λίγο αργότερα, προς το τέλος του αιώνα, αναπτύσσεται στην Κόρινθο ένας νέος ρυθμός κεραμικής, που τον ονομάζουμε κορινθιακό.