Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

3.3. Η μνημειακή πλαστική και η χρήση του μαρμάρου

3.3.1. Οι αρχαϊκοί κούροι και η καταγωγή τους

Η ανάπτυξη της μνημειακής πλαστικής στην Ελλάδα κατά την αρχαϊκή περίοδο (δηλαδή από το τέλος του 7ου ως τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ.) στηρίχτηκε κυρίως σε δύο κατηγορίες αγαλμάτων, τους κούρους και τις κόρες. Στην αρχαία ελληνική οι λέξεις αυτές, όταν δεν χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν τη συγγενική σχέση ανάμεσα σε γονείς και παιδιά, έχουν τη σημασία "νέος άνδρας" και "νέο ανύπαντρο κορίτσι". Έτσι στην αρχαιολογική ορολογία επικράτησε διεθνώς να ονομάζονται κούροι τα όρθια αγάλματα νέων, που εικονίζονται κατά κανόνα γυμνοί για να προβληθεί το σφριγηλό τους σώμα (υπάρχουν όμως και κάποιες εξαιρέσεις), και κόρες τα όρθια αγάλματα νεαρών γυναικών ή κοριτσιών, που εικονίζονται πάντοτε ντυμένες με πολυτελή ρούχα που φέρουν πλούσιο χρωματιστό διάκοσμο. Σε όλες τις περιπτώσεις τα κυρίαρχα στοιχεία είναι η νεότητα, η ομορφιά και ο πλούτος.

Όλα τα σωζόμενα μεγάλα λίθινα αγάλματα, όρθια ή καθιστά, στη δαιδαλική περίοδο (δηλαδή όσα χρονολογούνται από το 680 ως το 620 π.Χ. περίπου) είναι γυναικεία. Τα ανδρικά αγάλματα της ίδιας εποχής (κυρίως χάλκινα έργα) έχουν μικρό σχετικά μέγεθος. Η στάση των πρώιμων αυτών αγαλμάτων είναι πάντοτε αυστηρά μετωπική, με τα δύο σκέλη παράλληλα. Μια σημαντική αλλαγή συντελείται στο τελευταίο τέταρτο του 7ου αιώνα: τότε εμφανίζονται τα πρώτα μεγάλου μεγέθους ανδρικά αγάλματα, τα οποία, σε αντίθεση με τα παλαιότερα, προτείνουν το αριστερό σκέλος. Τα αγάλματα αυτά τα ονομάζουμε κούρους. Τα κύρια χαρακτηριστικά του αγαλματικού τύπου του κούρου φανερώνουν ότι ήρθε στην Ελλάδα από την Αίγυπτο. Το σημαντικότερο είναι ότι η δημιουργία μεγάλων λίθινων αγαλμάτων προϋποθέτει τη χρήση ενός συστήματος αναλογιών. Στην περίπτωση των κούρων το σύστημα αυτό είναι εκείνο που είχαν αναπτύξει από παλιά και χρησιμοποιούσαν με μικρές τροποποιήσεις οι Αιγύπτιοι. Υπάρχουν αρχαίες μαρτυρίες, σύμφωνα με τις οποίες οι Έλληνες γλύπτες έμαθαν τις αναλογίες των γυμνών ανδρικών αγαλμάτων στην Αίγυπτο. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (1.98), ιστορικός του 1ου αιώνα π.Χ., γράφει:

«Λένε [οι Αιγύπτιοι] ότι ήρθαν και έμειναν στη χώρα τους οι πιο περίφημοι αρχαίοι γλύπτες, ο Τηλεκλής και ο Θεόδωρος, οι γιοι του Ροίκου, που κατασκεύασαν για τους Σαμίους το άγαλμα του Απόλλωνος Πυθίου. Λέγεται πράγματι ότι το μισό άγαλμα το κατασκεύασε ο Τηλεκλής στη Σάμο και το άλλο μισό ο αδελφός του ο Θεόδωρος στην Έφεσο. Όταν ενώθηκαν μεταξύ τους τα δύο μέρη, ταίριαξαν τόσο καλά, ώστε φαινόταν σαν να είχε κατασκευάσει ολόκληρο το έργο ένας άνθρωπος. Αυτό τον τρόπο εργασίας οι Έλληνες δεν τον χρησιμοποιούν καθόλου, στους Αιγυπτίους όμως είναι πολύ διαδεδομένος. Γιατί εκείνοι δεν προσδιορίζουν τις αναλογίες των αγαλμάτων σύμφωνα με τον τρόπο που τα βλέπει το ανθρώπινο μάτι, όπως κάνουν οι Έλληνες, αλλά αφού πρώτα ξαπλώσουν τις πέτρες στο έδαφος, τις σημαδέψουν και τις κατεργαστούν, τότε βρίσκουν τις σωστές σχέσεις, αρχίζοντας από τα πιο μικρά μέρη και πηγαίνοντας στα πιο μεγάλα. Αυτό συμβαίνει επειδή χωρίζουν τη συνολική δομή του σώματος σε είκοσι ένα μέρη και ένα τέταρτο, και έτσι ορίζουν τις αναλογίες της μορφής. Επομένως, όταν οι τεχνίτες συμφωνήσουν για το μέγεθος, κατασκευάζουν έργα που ταιριάζουν με τόση ακρίβεια στα μέτρα, ώστε ο ξεχωριστός τρόπος της δουλειάς τους να προκαλεί έκπληξη. Το άγαλμα στη Σάμο σύμφωνα με την τεχνική των Αιγυπτίων, αν χωριστεί κάθετα στα δύο από την κορυφή του κεφαλιού ως το αιδοίο, θα διαιρεθεί στη μέση σε δύο μέρη ακριβώς ίσα μεταξύ τους. Λένε λοιπόν ότι είναι γενικά όμοιο με τα αιγυπτιακά, καθώς έχει τα χέρια κάθετα κατά μήκος του κορμού και το ένα πόδι προτεταμένο.»

Οι πληροφορίες του Διοδώρου (που τις έχει αντλήσει από το έργο ενός αλεξανδρινού ιστορικού, του Εκαταίου του Αβδηρίτη) περιέχουν κάποιες ανακρίβειες και παρανοήσεις (για παράδειγμα, ο Ροίκος δεν ήταν πατέρας του Θεοδώρου, αλλά νεότερος του και πιθανότατα όχι συγγενής του, όπως είδαμε πιο πάνω), είναι όμως σωστές ως προς την προέλευση του συστήματος αναλογιών των κούρων. Η μελέτη των αναλογιών των κούρων έχει δείξει ότι ο αιγυπτιακός κανόνας που χρησιμοποίησαν οι Έλληνες γλύπτες είναι ο λεγόμενος σαϊτικός, που ανάγεται στα τέλη του 8ου ή στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. Αυτό σημαίνει ότι η εισαγωγή του τύπου του κούρου στην Ελλάδα πρέπει να τοποθετηθεί στη δαιδαλική περίοδο. Γνωρίζουμε άλλωστε ότι οι συστηματικές επαφές των Ελλήνων με την Αίγυπτο άρχισαν γύρω στα μέσα του 7ου αιώνα. Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι οι Έλληνες δεν εφάρμοσαν πιστά το σύστημα των αναλογιών που έμαθαν από τους Αιγυπτίους, αλλά το τροποποίησαν, εισάγοντας μια σειρά από μικρές ασυμμετρίες, που κάνουν τους ελληνικούς κούρους να μην είναι ούτε απόλυτα συμμετρικοί ούτε απόλυτα μετωπικοί, αλλά να στρέφουν ανεπαίσθητα προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά, να έχουν δηλαδή αυτό που ονομάζουμε «λανθάνουσα κίνηση». Επίσης, οι ελληνικοί κούροι είναι γυμνοί, ενώ οι αντίστοιχες αιγυπτιακές μορφές έχουν πάντοτε ένα ύφασμα τυλιγμένο γύρω από τους γλουτούς και τα γεννητικά τους όργανα. Τέλος, πρέπει να πούμε ότι τα αιγυπτιακά ανδρικά αγάλματα αποτελούν συνήθως σειρές και είναι τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο σε προσόψεις μνημειακών κτηρίων, ακουμπώντας με την πλάτη στον τοίχο· ακόμη και όταν είναι ελεύθερα, έχουν στο πίσω μέρος ένα ισχυρό στήριγμα. Αντίθετα, οι ελληνικοί κούροι δεν στηρίζονται πουθενά, αλλά είναι όλοι τους περίοπτοι και στημένοι ελεύθερα στον χώρο, είτε ως επιτύμβια μνημεία σε τάφους πλούσιων και επιφανών ανδρών είτε ως αναθήματα σε ιερά.

Τα χαρακτηριστικά των κούρων συμπίπτουν με εκείνα του Απόλλωνα, που είναι ο θεός της μουσικής, της μαντικής αλλά και των τελετών μετάβασης των νεαρών αγοριών στην εφηβεία. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί κούροι, και μάλιστα από τους πιο πρώιμους, ήταν στημένοι σε σημαντικά ιερά του Απόλλωνα, στη Δήλο και στο Πτώον της Βοιωτίας. Η ανασκαφή των ιερών αυτών στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και η ανακάλυψη των αρχαϊκών κούρων οδήγησαν τους αρχαιολόγους στη σκέψη ότι τα αγάλματα αυτά ήταν όλα τους απεικονίσεις του θεού Απόλλωνα. Αργότερα όμως, όταν φάνηκε ότι πολλοί από τους κούρους δεν προέρχονταν από ιερά, αλλά ήταν επιτύμβια μνημεία, η αρχαιολογική έρευνα δέχθηκε ότι τα αγάλματα αυτά δεν είχαν πάντοτε την ίδια σημασία, αλλά ανάλογα με την περίπτωση παρίσταναν άλλοτε θνητούς και άλλοτε θεούς ή ήρωες. Τις ίδιες λειτουργίες έχουν και τα αγάλματα των κορών.