Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

  • 144. Επιτύμβια στήλη από την Αττική, γύρω στο 530 π.Χ. Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο (επάνω μέρος)· Βερολίνο, Staatliche Museen Preussischer Kulturbesitz, Antikensammlung (κάτω μέρος).

  • 145. Επιτύμβια στήλη Πυρριχιστή από τον Κεραμεικό της Αθήνας, γύρω στο 510 π.Χ. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

  • 146. Επιτύμβια στήλη του Αριστίωνα από τη Βελανιδέζα της Αττικής, γύρω στο 510 π.Χ. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

  • 147. Αναθηματικό ανάγλυφο κεραμέα από την Ακρόπολη της Αθήνας, γύρω στο 500 π.Χ. Αθήνα, Μουσείο Ακροπόλεως.

3.4.7. Υστεροαρχαϊκά επιτύμβια και αναθηματικά ανάγλυφα

Είδαμε ότι ήδη από τα δαιδαλικά και τα πρώιμα αρχαϊκά χρόνια, σημαντικά οικοδομήματα σε ιερά, ναοί και θησαυροί, ήταν διακοσμημένα με ανάγλυφα. Τα ανάγλυφα αυτά τα ονομάζουμε αρχιτεκτονικά. Υπήρχαν όμως και ανεξάρτητα ανάγλυφα, που δεν αποτελούσαν τμήμα μιας κατασκευής, αλλά στέκονταν μόνα τους στον χώρο, τοποθετημένα επάνω σε μια βάση. Τα ανάγλυφα αυτά τα ονομάζουμε ελεύθερα και είχαν δύο λειτουργίες: είτε τοποθετούνταν επάνω σε τάφους, οπότε ήταν επιτύμβια, είτε στήνονταν σε ιερά ως αφιερώματα, οπότε τα ονομάζουμε αναθηματικά. Τα επιτύμβια ανάγλυφα εικονίζουν τον νεκρό, συνήθως μόνο του, κάποτε όμως και μαζί με έναν υπηρέτη ή συγγενικό πρόσωπο. Τα αναθηματικά ανάγλυφα μπορεί να εικονίζουν τη θεότητα στην οποία είναι αφιερωμένα ή τον αναθέτη ή, σπανιότερα, και τους δύο.

Στην Αττική η συνήθεια να στήνεται ένα λίθινο μνημείο επάνω στον τάφο ενός σημαντικού προσώπου ανάγεται ήδη στο τέλος του 7ου αιώνα. Είδαμε ότι το μνημείο αυτό μπορούσε να είναι ένας κούρος ή μία κόρη. Το πιο διαδεδομένο είδος επιτύμβιου μνημείου, όμως, όχι μόνο στην Αττική αλλά σε ολόκληρη την Ελλάδα, ήταν μια όρθια, στενή, επίπεδη πλάκα με επίστεψη, που την ονομάζουμε στήλη. Στην μπροστινή πλευρά της πλάκας εικονιζόταν συνήθως ο νεκρός, ζωγραφιστός ή σε ανάγλυφο. Στην Αττική ορισμένες πρώιμες στήλες είχαν σχηματοποιημένα φυτικά κοσμήματα αντί για την εικόνα του νεκρού. Οι παλαιότερες αττικές επιτύμβιες στήλες επιστέφονταν από ένα επίκρανο, που φάρδαινε προς τα επάνω και στήριζε μια σφίγγα, δαιμονικό ον που προστάτευε τον τάφο. Στα όψιμα αρχαϊκά χρόνια όμως επικράτησε ένας διαφορετικός τύπος στήλης, που ήρθε από τα νησιά του Αιγαίου και τις ακτές της Μικράς Ασίας, με λεπτότερο κορμό και επίστεψη με μορφή ανθεμίου, δηλαδή σχηματοποιημένου άνθους.

Λίγες μόνο επιτύμβιες στήλες έχουν σωθεί ολόκληρες, δηλαδή μαζί με τη βάση και την επίστεψή τους. Ένα τέτοιο παράδειγμα του πρώιμου τύπου, με επίστεψη που αποτελείται από επίκρανο και σφίγγα, είναι μια στήλη από την Αττική, που το μεγαλύτερο μέρος της βρίσκεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, μερικά κομμάτια από τον κορμό στο Βερολίνο και ένα μικρό θραύσμα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Μια αποκατάσταση με τη βοήθεια εκμαγείων (εικ. 144) δείχνει πόσο επιβλητικό και εντυπωσιακό μπορούσε να είναι ένα τέτοιο μνημείο, που εξαιτίας του μεγάλου ύψους του (4,23 m) φαινόταν από μακριά. Η στήλη ήταν στημένη στον τάφο δύο αδελφών που πέθαναν σε νεαρή ηλικία, ενός αγοριού και ενός κοριτσιού. Το αγόρι, που όπως όλα τα παιδιά των αριστοκρατικών οικογενειών γυμναζόταν τακτικά στην παλαίστρα, χαρακτηρίζεται ως παλαιστρίτης από τον αρύβαλλο που κρέμεται από τον καρπό του υψωμένου χεριού του. Το μικρό αυτό αγγείο περιείχε το αρωματισμένο λάδι με το οποίο άλειφαν το σώμα τους οι αθλητές μετά την άσκηση και το πλύσιμο. Το κορίτσι δείχνει να είναι μικρότερο στην ηλικία και κρατάει μπροστά στο πρόσωπο, όπως και το αγόρι, ένα άνθος. Στη βάση της στήλης σώζεται τμήμα μιας έμμετρης επιγραφής με την αρχή του ονόματος του νέου, ο οποίος λεγόταν ίσως Μεγακλής, ένα όνομα που το συναντούμε κυρίως στην οικογένεια των Αλκμεωνιδών. Το μνημείο χρονολογείται γύρω στο 530 π.Χ.

Περίπου 20 χρόνια νεότερη από τη στήλη των δύο αδελφών (γύρω στο 510 π.Χ.) είναι μια φαρδιά στήλη με ανθεμωτή επίστεψη από την περιοχή του μεγαλύτερου νεκροταφείου της αρχαίας Αθήνας, του Κεραμεικού (εικ. 145). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η παράσταση της στήλης, που εικονίζει έναν γυμνό αγένειο άνδρα με κράνος στο κεφάλι και τα σκέλη λυγισμένα σε ορθή γωνία, σε ένα μοτίβο όμοιο με εκείνο των Γοργόνων και της Νίκης από τη Δήλο, που εξετάσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Αντίθετα όμως με τις μορφές εκείνες, ο νέος της στήλης μας δεν απλώνει τους βραχίονες μακριά από το σώμα με ανοιχτές τις παλάμες, όπως κάνουν οι δρομείς ταχύτητας, αλλά τους λυγίζει έντονα στους αγκώνες και φέρνει τα χέρια κλειστά μπροστά στο στήθος· επίσης, δεν βλέπει μπροστά του, όπως θα περίμενε κανείς από έναν δρομέα, αλλά στρέφει το κεφάλι προς τα πίσω και κοιτάζει χαμηλά, στην κατεύθυνση του δεξιού του ποδιού. Η ιδιόμορφη αυτή κίνηση μπορεί να ερμηνευθεί ως χορευτική. Το γεγονός ότι ο νέος άνδρας φοράει κράνος δείχνει ότι χορεύει τον ένοπλο χορό πυρρίχιο, είναι δηλαδή πυρριχιστής.

Περίπου σύγχρονη με τη στήλη του Πυρριχιστή (γύρω στο 510 π.Χ.) είναι η στήλη του Αριστίωνα από τη Βελανιδέζα της Αττικής (εικ. 146), σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Ο νεκρός εικονίζεται, ως πολεμιστής με κοντό χιτώνα, δερμάτινο θώρακα, κνημίδες, κράνος στο κεφάλι και δόρυ, ενώ το όνομά του είναι χαραγμένο στη βάση της στήλης. Στον κανόνα, δηλαδή στη στενή λωρίδα μαρμάρου επάνω στην οποία πατάει η μορφή, διαβάζεται η υπογραφή του γλύπτη: ἔργον Ἀριστοκλέους. Ενδιαφέρον έχει η παρατήρηση του Bernhard Schmaltz ότι το ανάγλυφο έχει ξαναδουλευτεί. Στη δεύτερη φάση προστέθηκαν η άκρη του γενιού και ένα κομμάτι ανάμεσα στους μηρούς, στο ύψος του αιδοίου, ενώ από το πίσω μέρος του κράνους, που συμπληρωνόταν με χάλκινο λοφίο, απολαξεύθηκε μια λεπτή λωρίδα μαρμάρου. Δεν είναι εύκολο να εξηγήσουμε γιατί έγιναν οι επεμβάσεις αυτές. Ίσως η στήλη εικόνιζε αρχικά έναν αγένειο νέο και ξαναχρησιμοποιήθηκε λίγα χρόνια μετά την κατασκευή της ως επιτύμβιο μνημείο ενός οπλίτη. Στην περίπτωση αυτή η βάση με το όνομα πρέπει να ανήκει στη δεύτερη χρήση.

Από την αρχαϊκή εποχή έχουμε λίγα μόνο αναθηματικά ανάγλυφα. Ένα από αυτά, που βρέθηκε στην Ακρόπολη της Αθήνας, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί μας παραδίδει την εικόνα ενός ευκατάστατου επαγγελματία. Σε μια αποσπασματικά σωζόμενη μαρμάρινη στήλη, αρκετά μεγάλων διαστάσεων (σωζόμενο ύψος 1,22 m, πλάτος 0,76 m), εικονίζεται σε κατατομή ένας γενειοφόρος άνδρας με κοντά μαλλιά, καθισμένος σε σκαμνί (δίφρο) με τορνευτά πόδια, γυμνός από τη μέση και πάνω, με το ιμάτιο τυλιγμένο γύρω από τη μέση και τα σκέλη του (εικ. 147). Ο δεξιός βραχίονας δεν σώζεται, αλλά στο αριστερό χέρι, που βρίσκεται στο ύψος του μηρού, ο άνδρας κρατάει δύο κύλικες, τη μία όρθια από το πόδι ανάμεσα στον αντίχειρα και τα πρώτα δάχτυλα και την άλλη κρεμασμένη από τη μια λαβή στο μικρό του δάχτυλο. Είναι προφανές ότι ο εικονιζόμενος δεν πίνει, αλλά κρατάει τις κύλικες για να τις προσφέρει στη θεά Αθηνά, που ως Εργάνη προστάτευε τους τεχνίτες· μπορούμε, επομένως, να συμπεράνουμε ότι ήταν κεραμέας. Στη μία από τις ταινίες που πλαισίωναν το ανάγλυφο σώζεται τμήμα μιας επιγραφής με το τέλος του ονόματος του αναθέτη: […]ιος ἀνέθεκεν. Το ανάγλυφο χρονολογείται γύρω στο 500 π.Χ. και εικονίζει ίσως τον Παμφαίο, έναν Αθηναίο κεραμέα που υπέγραψε αρκετές κύλικες στα χρόνια αυτά. Το γεγονός ότι εδώ ο αναθέτης δεν αφιερώνει στη θεά ένα όμορφο άγαλμα κόρης, όπως είχε κάνει 20 περίπου χρόνια πριν ο Νέαρχος με την κόρη του Αντήνορα, αλλά μια εικόνα του εαυτού του με τα προϊόντα του εργαστηρίου του στο χέρι, δείχνει μιαν αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο οι επαγγελματίες προβάλλουν τον εαυτό τους και τη δουλειά τους.