Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Ρητορεία και ρητορική στην αρχαιότητα

της Χρυσάνθης Τσίτσιου-Χελιδόνη

Ε2.7.2. Σχήματα διανοίας

Η συστηματοποίηση των σχημάτων διανοίας παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες. Οι θεωρητικοί της αρχαιότητας περιορίζονται τις περισσότερες φορές στην απλή απαρίθμησή τους.

Σε αντίθεση με τα σχήματα λέξεως, όπου δεν μπορεί κανείς να ανατρέψει τη διάταξη των λέξεων ή/και να τις τροποποιήσει χωρίς να καταστρέψει το σχήμα, τα σχήματα διανοίας δεν ταυτίζονται με μια συγκεκριμένη γλωσσική διατύπωση, οπότε ακόμη κι αν οι λέξεις μετακινηθούν ή αντικατασταθούν από άλλες, το σχήμα παραμένει. Η ακμή της λειτουργίας του σχήματος έγκειται στη συγκεκριμένη περίπτωση στη σημασία και το περιεχόμενο της έκφρασης.

Στη συνέχεια παρουσιάζονται μόνο ορισμένα από τα σχήματα διανοίας:

α. Δέησις (obsecratio)

β. Παρρησία (licentia)

γ. Αποστροφή (apostrophe)

δ. Ρητορική ερώτηση (interrogatio)

ε. Οξύμωρον

στ. Αποσιώπησις (reticentia)

ζ. Αντίθεση (contrarium, oppositio)

η. Πλεονασμός

***

α. Δέησις (obsecratio)

O ομιλητής επικαλείται υπερφυσικά στοιχεία και πρόσωπα ζητώντας τη συνδρομή τους ή τη μαρτυρία τους. Βλ. Δημοσθένη, Ὑπὲρ Μεγαλοπολιτῶν 6: Ἀλλὰ νὴ Δία ταῦτα μὲν οὕτω δεῖν ἔχειν φήσομεν («Μα το Δία όμως, θα ισχυριστούμε ότι αυτά έτσι πρέπει να 'ναι»).

β. Παρρησία (licentia)

Ο ρήτορας τολμά να στραφεί χωρίς ενδοιασμό (ή και με κάποια επιφύλαξη) προς το κοινό και να του ζητήσει να αποδεχτεί μια δυσάρεστη αλήθεια με την ελπίδα ότι αυτή η ειλικρινής στάση τελικά θα του χαρίσει την εύνοια και τη συμπάθεια των ακροατών. Έτσι στο προοίμιο του λόγου του Περὶ τῆς Ῥοδίων ἐλευθερίας (1) ο Δημοσθένης κάνει ευθαρσώς λόγο για την αναβλητικότητα των Αθηναίων σε ό,τι αφορά την υλοποίηση των αποφάσεών τους: ἐγὼ δ᾽ οὐδεπώποθ᾽ ἡγησάμην χαλεπὸν τὸ διδάξαι τὰ βέλτισθ᾽ ὑμᾶς (ὡς γὰρ εἰπεῖν ἁπλῶς, ἅπαντες ὑπάρχειν ἐγνωκότες μοι δοκεῖτε), ἀλλὰ τὸ πεῖσαι πράττειν ταῦτα· ἐπειδὰν γάρ τι δόξῃ καὶ ψηφισθῇ, τότ᾽ ἴσον τοῦ πραχθῆναι ἀπέχει ὅσονπερ πρὶν δόξαι.(«Εγώ ποτέ ως τώρα δεν έκρινα δύσκολο να σας εξηγήσω ποιο είναι το καλύτερο -γιατί, για να το πω απλά και καθαρά, όλοι γενικά μου δίνετε την εντύπωση ότι το γνωρίζετε-, αλλά το να σας πείσω να το εφαρμόσετε· γιατί, όταν αποφασίσετε και ψηφίσετε κάτι, τόσο απέχει και τότε από το να γίνει πράξη όσο ακριβώς και πριν το αποφασίσετε»). Μάλιστα κιόλας με τις πρώτες φράσεις του λόγου του ζητά να του δοθεί παρρησία, το δικαίωμα να μιλήσει ανοιχτά και ελεύθερα, όπως το απαιτεί η σοβαρότητα της υπόθεσης.

γ. Αποστροφή (apostrophe)

Ο ρήτορας σε στιγμή έξαρσης του πάθους του, που ζητά να μεταδώσει στο κοινό του, μπορεί να στραφεί προς τον αντίπαλό του ή προς ένα πρόσωπο που το φαντάζεται σα να 'ταν παρόν, ή ακόμη και προς ένα πράγμα που του δίνει χαρακτηριστικά προσώπου (προς την πατρίδα, τους νόμους, τα τραύματα στο σώμα κ.λπ.) αγνοώντας πρόσκαιρα το πραγματικό ακροατήριό του. Το ακόλουθο παράδειγμα προέρχεται από τον λόγο Περὶ τοῦ στεφάνου του Δημοσθένη (11) - εδώ εμφανίζεται και σχήμα παρονομασίας: κακοήθης δ᾽ ὤν, Αἰσχίνη, τοῦτο παντελῶς εὔηθες ᾠήθης,… («Αλλά καθώς είσαι κακόνους, Αισχίνη, αυτό το εντελώς ανόητο έβαλες στον νου…»).

Στα λογοτεχνικά κείμενα χαρακτηρίζεται ως αποστροφή η στροφή του αφηγητή προς τον αναγνώστη, μολονότι αυτός ανήκει στο κανονικό κοινό του κειμένου.

δ. Ρητορική ερώτηση (interrogatio)

Μια θέση, μια κρίση παρουσιάζεται με τη μορφή ερώτησης, στην οποία, ως εκ τούτου, δεν αναμένεται απάντηση, ακριβώς γιατί η απάντηση θεωρείται αυτονόητη από την πλευρά του ομιλητή. Η διατύπωση εκφράζει ένταση, πάθος, αποβλέπει στην αποθάρρυνση του αντιπάλου και, όταν η ερώτηση απευθύνεται στο κοινό, προκαλεί το ενδιαφέρον και την προσοχή του, ενώ προβάλλει με έμφαση και σαφήνεια το δίκαιο της θέσης του ομιλητή. Βλ. π.χ.: εἰ δὲ τὸν μὲν ὡς φαῦλον οὐκ ἀμυνούμεθα, τῷ δ᾽ ὡς φοβερῷ πάνθ᾽ ὑπείξομεν, πρὸς τίνας, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, παραταξόμεθα; (Δημοσθένης, Περὶ τῆς Ῥοδίων ἐλευθερίας 24) («Αν όμως τον ένα δεν τον αποκρούομε, γιατί είναι ασήμαντος, ενώ στον άλλο υποχωρούμε παντού, επειδή είναι επίφοβος, σε ποιους, άνδρες Αθηναίοι, θα αντισταθούμε;», μτφρ. Β. Η. Τσακατίκας).

ε. Οξύμωρον

Πρόκειται για τη σύνδεση άκρως αντίθετων και αλληλοαποκλειόμενων εννοιών, που εντυπωσιάζει με την παραδοξότητά της από τη μια και με την ευστοχία της από την άλλη: τί οὖν συνηγωνίσατ᾽ αὐτῷ πρὸς τὸ λαβεῖν ὀλίγου δεῖν ὑμᾶς ἑκόντας ἐξαπατωμένους; (Δημοσθένης, Περὶ τοῦ στεφάνου 20) (Τι τον βοήθησε λοιπόν να σας παραπλανήσει σχεδόν με τη θέλησή σας;)· ψυχὰν ἄψυχον (Αριστοφάνης, Βάτραχοι 1334) («ψυχή χωρίς ψυχή»). Στο τελευταίο παράδειγμα το οξύμωρον συνδυάζεται με το σχήμα της παρονομασίας.

στ. Αποσιώπησις (reticentia)

Μια φράση διακόπτεται και μένει ημιτελής. Η συνέχειά της, η σκέψη (και όχι ακριβώς οι λέξεις που παραλείπονται) θα πρέπει να εννοηθεί από το κοινό/τους παραλήπτες του κειμένου. Η διακοπή της ομαλής ροής του λόγου μπορεί να δηλώνει πάθος, ένταση, ανησυχία ή μπορεί να γίνεται χάριν της μετάβασης σε ένα άλλο θέμα ή της παράλειψης στοιχείων που μπορεί να προκαλέσουν το κοινό αίσθημα αιδούς ή, εν γένει, αρνητικά συναισθήματα στο ακροατήριο. Το ακόλουθο παράδειγμα προέρχεται από τον λόγο Περὶ τοῦ στεφάνου του Δημοσθένη (3): οὐ γάρ ἐστιν ἴσον νῦν ἐμοὶ τῆς παρ᾽ ὑμῶν εὐνοίας διαμαρτεῖν καὶ τούτῳ μὴ ἑλεῖν τὴν γραφήν, ἀλλ᾽ ἐμοὶ μὲν - οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ᾽ ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ. («Γιατί δεν είναι τώρα το ίδιο για μένα να χάσω την εύνοιά σας και γι' αυτόν να μην κερδίσει τη δίκη, αλλά για μένα…· δεν θέλω να πω τίποτε δυσάρεστο στην αρχή του λόγου· αυτός όμως με κατηγορεί από θέση ισχύος».)

ζ. Αντίθεση (contrarium, oppositio)

Αντιπαρατίθενται όροι (και οι σημασίες τους). Μέσα από την αντίθεση ο ομιλητής προβάλλει εμφατικά και με μεγαλύτερη σαφήνεια τις θέσεις του. Η διατύπωση κερδίζει σε πάθος, ένταση και ζωντάνια προκαλώντας έτσι ανάλογα συναισθήματα στον ακροατή, το ενδιαφέρον και την προσοχή του. Η αντίθεση μπορεί κάποτε να έχει τη μορφή της άρσης-θέσης (προηγείται η αποφατική έννοια, ακολουθεί η καταφατική) ή της συμπλεκτικής αναίρεσης (σχήμα εξ αναιρέσεως συμπλεκτικόν: οὐ μόνον… ἀλλὰ καί… ).[260] Το σχήμα της αντίθεσης συνδυάζεται συχνά με άλλα σχήματα, όπως ο παραλληλισμός, το πάρισον ή το παρόμοιον. Το ακόλουθο παράδειγμα προέρχεται από την απόδειξη του λόγου του Λυσία Ὑπὲρ Μαντιθέου 19· η αντίθεση συνδυάζεται εδώ με το πάρισον(οὔτε φιλεῖν - οὔτε μισεῖν), τον παραλληλισμό (πολλοὶ μὲν γὰρ… αἴτιοι γεγόνασιν, ἕτεροι δὲ… εἰσιν εἰργασμένοι), το ισόκωλον(οὔτε φιλεῖν οὔτε μισεῖν): ὥστε οὐκ ἄξιον ἀπ᾽ ὄψεως, ὦ βουλή, οὔτε φιλεῖν οὔτε μισεῖν οὐδένα, ἀλλ᾽ ἐκ τῶν ἔργων σκοπεῖν· πολλοὶ μὲν γὰρ μικρὸν διαλεγόμενοι καὶ κοσμίως ἀμπεχόμενοι μεγάλων κακῶν αἴτιοι γεγόνασιν, ἕτεροι δὲ τῶν τοιούτων ἀμελοῦντες πολλὰ κἀγαθὰ ὑμᾶς εἰσιν εἰργασμένοι. («Επομένως, δεν πρέπει, κύριοι βουλευτές, ούτε να εκτιμά κανείς ούτε να μισεί κάποιον από την εξωτερική του εικόνα, αλλά να τον εξετάζει με βάση τα έργα του· γιατί πολλοί που μιλούν χαμηλόφωνα και ντύνονται κομψά έχουν προκαλέσει μεγάλα δεινά, ενώ άλλοι που παραμελούν κάτι τέτοια σας έχουν προσφέρει πολλά και σημαντικά καλά».)

η. Πλεονασμός

Χρησιμοποιούνται επιπλέον λέξεις ή φράσεις για την εμφατική απόδοση ενός νοήματος, μολονότι είναι κατά βάσιν περιττές. Βλ. για παράδειγμα Λυσίας, Ὑπὲρ Μαντιθέου 11: πάντας αὐτοὺς ὄψεσθέ μοι διαφόρους ὄντας, καὶ πλεῖστα τούτους περὶ ἐμοῦ λογοποιοῦντας καὶ ψευδομένους. («…θα δείτε όλους αυτούς να είναι αντίπαλοί μου και να διαδίδουν πάρα πολλές ψευδείς φήμες για μένα και να λένε (πάρα πολλά) ψέματα», μτφρ. Γ. Α. Ράπτης). Το ρήμα λογοποιῶ είναι συνώνυμο με το ρήμα ψεύδομαι· για την ακρίβεια σημαίνει «πλάθω μύθους, διαδίδω ψευδείς φήμες και ανακρίβειες». Βλ. επίσης Ισοκράτη, Περὶ εἰρήνης 143: οἱ μὴ τολμῶντες ἐν ταῖς μάχαις ἀποθνήσκειν ἀτιμότεροι γίγνονται τῶν τὰς τάξεις λειπόντων καὶ τὰς ἀσπίδας ἀποβαλλόντων. («όσοι δεν έχουν το θάρρος να πεθάνουν στη μάχη για τους άρχοντές τους, περιφρονούνται περισσότερο και από ό,τι οι λιποτάκτες και οι ριψάσπιδες», μτφρ. Μ. Ξανθού).

260 Βλ. Θεοδωρακόπουλος 1999, 41-43.