Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Ρητορεία και ρητορική στην αρχαιότητα

της Χρυσάνθης Τσίτσιου-Χελιδόνη

Β1.3.6.iii. Λυσίας

Ο Λυσίας (περ. 445-380 (;) π.Χ.), γιος του Συρακόσιου Κέφαλου, πλούσιου μέτοικου των Αθηνών, οφείλει την παρουσία του στον κανόνα των αττικών ρητόρων κυρίως στους δικανικούς λόγους που συνέταξε ως λογογράφος και που χάρη στο κομψό, αλλά απλό και λιτό τους ύφος αναδείχθηκαν σε υπέρτατο πρότυπο των αττικιστών. Με τη ρητορική όμως τον συνδέει επιπλέον η πιθανή μαθητεία του δίπλα στον Τ(ε)ισία, ενόσω βρισκόταν στους Θουρίους, όπου μετοίκησε για κάποιο διάστημα μετά τον θάνατο του πατέρα του, αλλά και η δράση του ως ρητοροδιδάσκαλου στην Αθήνα μετά την επιστροφή του από τη Σικελία.

Από το σύνολο των λόγων που συνέταξε -ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς γνώριζε πάνω από διακόσιους τριάντα, του αποδίδονταν όμως περί τους τετρακόσιους είκοσι πέντε- έχουν παραδοθεί συνολικά τριάντα πέντε· ωστόσο, η γνησιότητα κάποιων από αυτούς αμφισβητείται. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον (και λόγω του θέματός τους) παρουσιάζουν ο Κατὰ Ἐρατοσθένους (τον εκφώνησε ο ίδιος ο Λυσίας το 403 κατά του τυράννου Ερατοσθένη, που θανάτωσε τον αδελφό τού ρήτορα Πολέμαρχο, η γνησιότητα όμως του λόγου έχει αμφισβητηθεί), ο λόγος Πρὸς Σίμωνα, ένας ζωηρός λόγος με θέμα την παράνομη διεκδίκηση του ερωτικού συντρόφου του Αθήναιου από το βίαιο Σίμωνα, ο Κατὰ τῶν σιτοπωλῶν, όπου έμποροι σιτηρών κατηγορούνται ότι αγοράζουν μεγάλες ποσότητες σταριού, για να ανεβάσουν στη συνέχεια την τιμή του, ο λόγος Ὑπὲρ τοῦ ἀδυνάτου, όπου ένας ανάπηρος ζητά να του δοθεί κοινωνικό επίδομα, η Ὑπὲρ τοῦ Ἐρατοσθένους φόνου ἀπολογία - για πολλούς το αριστούργημα του Λυσία, ένας λόγος υπεράσπισης για τον αγρότη Ευφίλητο, που κατηγορείται ότι έστησε παγίδα στον Ερατοσθένη, τον εραστή της γυναίκας του, για να τον πιάσει επ' αυτοφώρω και να τον σκοτώσει.[104]

Στον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα οφείλουμε ένα σύνολο εύστοχων, όπως αποδεικνύεται από τα ίδια τα σωζόμενα κείμενα, κρίσεων για το ύφος και τα χαρακτηριστικά της τεχνικής του Λυσία: οι λόγοι του διακρίνονται για το λιτό και φυσικό τους λεξιλόγιο, τη δύναμη πειθούς και τη χάρη, τη ζωντάνια και την παραστατικότητα στη διαγραφή των χαρακτήρων (την ἠθοποιία).[105]

Ο Λυσίας υπήρξε θερμός υποστηρικτής του δημοκρατικού πολιτεύματος. Κατά τη διάρκεια της τυραννίας των Τριάκοντα, που δήμευσαν την περιουσία της οικογένειας και θανάτωσαν τον αδελφό του Πολέμαρχο, ο ίδιος κατέφυγε στα Μέγαρα απ' όπου υποστήριζε τις κινήσεις των δημοκρατικών. Η προσπάθεια να του απονεμηθούν γι' αυτή του την προσφορά πλήρη δικαιώματα αθηναίου πολίτη προσέκρουσε σε απλά τυπικά κωλύματα κι έτσι ο Λυσίας έμεινε εφόρου ζωής ισοτελής μέτοικος. Το 403 στράφηκε εναντίον του τυράννου Ερατοσθένη, υπεύθυνου για τη δολοφονία του αδελφού του. Με τον Ὀλυμπικόν του, έναν πανηγυρικό, όπως παραδίδεται, λόγο, που όμως φαίνεται πως είχε και συμβουλευτικό χαρακτήρα (έχει διασωθεί μόνο η αρχή του), πρόβαλε την ανάγκη ανατροπής του τυράννου Διονυσίου και εκδίωξής του από τη Σικελία. Επιπλέον καλούσε τους Έλληνες σε αντίσταση κατά των τυράννων που είχαν επικρατήσει σε διάφορες ελληνικές πόλεις, αλλά και του Πέρση βασιλιά. Στο επιδεικτικό είδος ανήκει (και) ο Ἐπιτάφιος τοῖς Κορινθίων βοηθοῖς, στον οποίο ο ρήτορας εγκωμιάζει τους νεκρούς Αθηναίους του Κορινθιακού πολέμου (394-386 π.Χ.) και εξυμνεί την Αθήνα και το ένδοξο παρελθόν της. Ωστόσο, και αυτού του λόγου η γνησιότητα έχει αμφισβητηθεί.[106]

 

Βιβλιογραφία:

Φάνης Ι. Κακριδής, Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2006 (Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση 3, 1η ανατύπωση, με μικρές διορθώσεις. 1η έκδ. 2005). Ενότητα 3.6.Α. Ρητορεία και ρητορική.

Franco Montanari, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας. Από τον 8ο αι. π.Χ. έως τον 6ο αι. μ.Χ. με τη συνεργασία του Fausto Montana, επιμ. Δ. Ιακώβ, Α. Ρεγκάκος. Μτφρ. Σ. Κουτράκης, Δ. Κουκουζίκα, Κ. Σιββά, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2008 (τίτλ. πρωτ.: Storia della letteratura greca, Ρώμη, Μπάρι 1998).

104 Βλ. Κακριδή 2006, 140-141, Montanari 2008, 548.

105 Βλ. σχ. Κακριδή 2006, 141.

106 Βλ. Montanari 2008, 551.