Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Ρητορεία και ρητορική στην αρχαιότητα

της Χρυσάνθης Τσίτσιου-Χελιδόνη

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Α1. Ρητορεία και ρητορική

O όρος ρητορική (ενν. τέχνη) (θηλ. γέν. του αρχαιοελληνικού επιθέτου ρητορικός, -ή, -όν < ουσ. ὁ ῥήτωρ) σημαίνει την «τέχνη του λόγου», δηλαδή τη μέθοδο και την τεχνική της σύνθεσης λόγων που έχουν τη δύναμη να πείσουν το κοινό.[1] Η φράση ρητορική τέχνη απαντά για πρώτη φορά στον Γοργίατου Πλάτωνα (449c9). Μια τέχνη πρέπει βέβαια να μπορεί να διδαχθεί, νοείται, με άλλα λόγια, ως διδακτή, στην περίπτωση όμως της ρητορικής η συγκεκριμένη ιδιότητα αποτέλεσε κιόλας στην αρχαιότητα αντικείμενο σοβαρής αμφισβήτησης.[2]

Συχνά ο όρος ρητορική συγχέεται με τον όρο ρητορεία. Οι διαφορές όμως είναι ευκρινείς: ο όρος ρητορεία σημαίνει καταρχήν τόσο στα αρχαία όσο και στα νέα ελληνικά την ευγλωττία του ρήτορα, την «έμφυτη ή επίκτητη ικανότητά του να διαμορφώνει τον προφορικό του λόγο με τρόπο ευχάριστο και πειστικό»,[3] ή δηλώνει (με ειρωνική διάθεση), στα νέα ελληνικά, τον στομφώδη τρόπο έκφρασης του ομιλητή/συγγραφέα (βλ. για παράδειγμα τη φράση «Άσε τις ρητορείες!», που σημαίνει: «Άσε τις μεγαλοστομίες!», «Άσε τις πομπώδεις και κούφιες νοήματος εκφράσεις!») - κιόλας εδώ διαφαίνεται μια από τις συνήθεις μομφές κατά της τέχνης του λόγου (ότι δηλαδή οδηγεί στην υπερβολική προσήλωση στη μορφή, στο ύφος του λόγου, και επιχειρεί με τεχνάσματα να κερδίσει τις εντυπώσεις του κοινού και να το προσεταιριστεί αποπροσανατολίζοντάς το). Επιπλέον, στο ειδικό πλαίσιο της γραμματολογίας, ο όρος σημαίνει περιεκτικά τους ρήτορες (τα ονόματα και όσα γνωρίζουμε για τον βίο και τη δράση τους) και τους σωζόμενους λόγους τους. Ενώ λοιπόν ο όρος ρητορική αναφέρεται στην τέχνη, στο σύνολο δηλαδή των κανόνων και των αρχών που διέπουν τη σύνθεση του λόγου, ο όρος ρητορεία δηλώνει καταρχήν την ποικιλόμορφη εφαρμογή αυτής της τέχνης, τους λόγους των εκπροσώπων της, ενώ αναφέρεται και σε αυτούς τους ίδιους τους ρήτορες. Βεβαίως, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η μετωνυμική χρήση επιτρέπει επί της ουσίας τη σύγχυση των δύο όρων: ο αφηρημένος όρος («ρητορική») χρησιμοποιείται με τη σημασία του αντίστοιχου συγκεκριμένου («ρητορεία»). Σε κάθε περίπτωση, θεωρία και πράξη αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος· η απόσπαση λοιπόν της μιας από την άλλη και η απομόνωσή τους, όπου αυτή είναι δυνατή, γίνεται επί της ουσίας μόνο για λόγους συστηματοποίησης και μεθόδου.[4]

Οι Ρωμαίοι, από τη μια άνθρωποι μεθοδικοί και πρακτικοί κι από την άλλη ιδιαίτερα καλοί μαθητές των Ελλήνων, διέκριναν τους ρητοροδιδάσκαλους από τους ρήτορες, τους καθαρούς ομιλητές: για τους πρώτους, τους dicendi magistri, επιφύλαξαν κατά κανόνα το όνομα rhetores (rhetor, από το αρχαιοελλ. ῥήτωρ- πιθανόν γιατί οι πρώτοι δάσκαλοι της ρητορικής στη Ρώμη, μέσα στον 2ο αι. π.Χ., ήταν Έλληνες),[5] ενώ τους δεύτερους τους ονόμασαν oratores (orator< λατ. ρ. orare: μιλώ, σύμφωνα με την αρχαία του σημασία).[6] Άλλωστε απόδοση της ελληνικής φράσης ῥητορικὴ (τέχνη) αποτελεί η λατινική ars rhetorica - η συνώνυμη φράση ars oratoria είναι ως προς τα συστατικά της αμιγώς λατινική. Σε αυτές τις ονομασίες παραπέμπουν αντίστοιχοι όροι διάφορων σύγχρονων ευρωπαϊκών γλωσσών (αγγλ. rhetoric, oratory, γαλλ. rhétorique, oratoire, γερμ. Rhetorik, ιταλ. retorica, oratoria).

 

Βιβλιογραφία:

Manfred Fuhrmann, Die antike Rhetorik. Eine Einführung, Artemis & Winkler Verlag, Ζυρίχη 19954 (1η έκδ. Μόναχο, 1984).

Φάνης Ι. Κακριδής, Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), Θεσσαλονίκη 2006 (Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση 3, 1η ανατύπωση, με μικρές διορθώσεις. 1η έκδ. 2005).

Laurent Pernot, Η ρητορική στην αρχαιότητα. Μτφρ. Ξ. Τσελέντη, επιμ. Β. Σερέτη, Δαίδαλος, Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 2005 (τίτλ. πρωτ.: La rhétorique dans l'antiquité, Παρίσι 2000).

Wilfried Stroh, Die Macht der Rede. Eine kleine Geschichte der Rhetorik im alten Griechenland und Rom, Ullstein Buchverlage, Βερολίνο 2009.

1 Πρβλ. τον ορισμό της ρητορικής ως πειθοῦς δημιουργοῦ, που αποδίδεται στους αρχαιότερους δασκάλους της ρητορικής, τον Κόρακα και τον Τ(ε)ισία (1ο μισό του 5ου αι. π.Χ.). Βεβαίως, κατά τον συγκεκριμένο ορισμό η ρητορική δεν δίνει στον λόγο απλά τη δύναμη να πείσει, αλλά γεννά με βεβαιότητα πειθώ, ο ρητορικός λόγος πετυχαίνει, με άλλα λόγια, σε κάθε περίπτωση να πείσει το κοινό. Ο Πλάτωνας (428/7-348/7 π.Χ.) τοποθετεί τον συγκεκριμένο ορισμό στο στόμα του Γοργία (Γοργίας 453a2-7), ο Κοϊντιλιανός (περ. 35-100 μ.Χ.) όμως τον αποδίδει στον Ισοκράτη (436-338 π.Χ.) Institutio οratoria 2.15.4).

2 Βλ. εδώ κεφ. Α3. Ρητορική και δημαγωγία και Ε1.4. Ἐνθύμημα.

3 Κακριδής 2006, 136.

4 Βλ. και Pernot 2005, 9.

5 Ωστόσο, ο Κορνήλιος Νέπως (περ. 100-24 π.Χ.), Epaminondas 6.3 αποκλίνει στο συγκεκριμένο χωρίο από τον κανόνα.

6 Βλ. σχ. Fuhrmann 1995, 7, Stroh 2009, 19. Ο όρος ῥήτωρ απαντά με την ειδική σημασία του «ρητοροδιδάσκαλου» και σε ελληνόφωνους μεταγενέστερους συγγραφείς (όπως για παράδειγμα στον Πλούταρχο, περ. 45 - <125μ.Χ.).