Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Ρητορεία και ρητορική στην αρχαιότητα

της Χρυσάνθης Τσίτσιου-Χελιδόνη

Β3.1. Σχολές ρητορικής στην αρχαιότητα

Ο όρος «σχολή» χρησιμοποιείται εδώ με διττή σημασία: σημαίνει τόσο την οργανωμένη διδασκαλία της ρητορικής από ένα δάσκαλο βάσει συγκεκριμένου προγράμματος σε συγκεκριμένο και σταθερό χώρο που ανήκει, ελέγχεται και διοικείται από τον ίδιο, όσο και γενικότερα τη διδασκαλία που ακολουθεί συγκεκριμένη μέθοδο και στηρίζεται σε συγκεκριμένες αρχές που της δίνουν ιδιαίτερο και ξεχωριστό χαρακτήρα.

Κατά τους πρώτους χρόνους της ρητορικής διδασκαλίας το μάθημα δεν γίνεται στο πλαίσιο μιας σχολής με την πρώτη από τις δύο αυτές σημασίες, αλλά έχει καθαρά ιδιωτικό χαρακτήρα. Ο αθηναίος Ισοκράτης είναι πιθανότατα ο πρώτος που ιδρύει σχολή ρητορικής, το 390 π.Χ. H σχολή του μάλιστα μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα σημαντικότερα εκπαιδευτικά κέντρα της ελληνικής αρχαιότητας και λόγω της επιρροής που άσκησε στους μεταγενέστερους. Ο ιδρυτής της πιστεύει ότι προσφέρει στους μαθητές του συνολικότερη παιδεία, στην οποία κορυφαία θέση κατέχουν οι φιλοσοφικές σπουδές και η Ηθική.

Τέσσερα χρόνια μετά το εγχείρημα του Ισοκράτη, το 386 π.Χ., ο Πλάτωνας θα ιδρύσει την Ακαδημία, κατά μια άποψη, για να απαντήσει δυναμικά στις θέσεις εκείνου, που πιθανόν να επέκρινε τη σωκρατική διδασκαλία για τη μικρή της πρακτική αξία και σημασία, ενώ διακρινόταν παράλληλα από έναν σκεπτικισμό σε ό,τι αφορά το θέμα της δυνατότητας κατάκτησης της απόλυτης γνώσης.[157] Η βάση της κριτικής του Πλάτωνα συνοψίζεται στη θέση ότι οι δάσκαλοι της ρητορικής μέχρι την εποχή του δεν αποβλέπουν στην καλλιέργεια της ψυχής του ανθρώπου, ενώ αυτός θα πρέπει να είναι ο στόχος της ρητορικής, αν η τέχνη αυτή θέλει να γίνει αποδεκτή. Στην Ακαδημία θα διδάξει ρητορική και ο Αριστοτέλης. Ωστόσο, το 335 π.Χ. ο Αριστοτέλης θα ιδρύσει -στον αντίποδα της Ακαδημίας- τη δική του σχολή, τον Περίπατο.

Μέσα στους ελληνιστικούς χρόνους στρέφει το ενδιαφέρον της προς τη ρητορική και η Στοά: στο πλαίσιό της ο Κλεάνθης από την Άσσο (330-232 π.Χ.) και ο Χρύσιππος από τους Σόλους (περ. 280 - περ. 205 π.Χ.) πραγματεύονται ρητορικά θέματα.

Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους διαχωρίζεται η διδασκαλία της ρητορικής από τη διδασκαλία της γραμματικής. Η δεύτερη σημαίνει ανάγνωση και ερμηνεία των ποιητών, η πρώτη διδασκαλία του λόγου, που προέβλεπε και την ανάγνωση κάποιων πεζογράφων. Βεβαίως, ο Σουητώνιος (γενν. περ. το 70 μ.Χ.) κάνει λόγο για τη διδασκαλία της ρητορικής από γραμματικούς (veteres grammatici et rhetoricam docebant, «οι αρχαίοι γραμματικοί δίδασκαν και ρητορική», Σουτώνιος, De grammaticis et rhetoribus 4.6). Αναφέρεται όμως σε εποχή κατά την οποία στη Ρώμη δεν σύχναζαν έλληνες δάσκαλοι.[158]

Μολονότι οι ασιανικές τάσεις δεν εκδηλώνονται ως «σχολή» με συγκεκριμένη έδρα, στην Πέργαμο της Μικράς Ασίας αναπτύσσεται μια «αντι-ασιανική» διδασκαλία κιόλας από τον 2ο αι. π.Χ. Άλλωστε η πόλη διατηρεί στενές σχέσεις με την Αθήνα και την Ακαδημία και αργότερα με τους στωικούς φιλοσόφους, που επίσης έχουν σχέση με την πλατωνική Ακαδημία. Έτσι είναι δυνατή η επιρροή των αττικιστικών τάσεων πολύ περισσότερο εδώ απ' ό,τι σε άλλες περιοχές. Μάλιστα, στην Πέργαμο η δραστηριότητα του φιλολόγου-γραμματικού διασταυρωνόταν πολύ περισσότερο με εκείνη του δασκάλου της ρητορικής, ακόμη κι αν δεν μπορεί να αποδειχτεί -και είναι μάλλον απίθανο να συνέβαινε- ότι η γραμματική και η ρητορική διδάσκονταν από τα ίδια πρόσωπα, πράγμα που ισχύει για τη Ρόδο.[159]

Μέσα στον 2ο και τον 1ο αι. π.Χ. στη Ρώμη προσφέρονται ιδιωτικά μαθήματα ρητορικής σε πλούσιους Ρωμαίους από οικοδιδασκάλους, κατά βάσιν Έλληνες απελεύθερους. Μάλιστα τα ελληνικά είναι η συνήθης γλώσσα διδασκαλίας για τη ρητορική. Ο πρώτος Ρωμαίος που ίδρυσε και διηύθυνε σχολή με αντικείμενο τη σύνταξη και εκφώνηση λόγου στα λατινικά ήταν ο Λεύκιος Πλώτιος Γάλλος (Lucius Plotius Gallus). Ωστόσο, με διάταγμα των δύο τιμητών του 92 π.Χ., του Λεύκιου Λικίνιου Κράσσου (Lucius Licinius Crassus) και του Δομίτιου Αηνόβαρβου (Gnaeus Domitius Ahenobarbus),[160] η λειτουργία αυτής της σχολής ουσιαστικά απαγορεύτηκε με τη δικαιολογία ότι η μέθοδός της ήταν αντίθετη προς τα ήθη και τα έθιμα του ρωμαϊκού λαού. Πιθανότατα όμως οι λόγοι της έκδοσης του διατάγματος των τιμητών ήταν πολιτικοί: η ρητορική εκπαίδευση έπρεπε να περιοριστεί στις ρωμαϊκές οικογένειες που είχαν τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν για τα παιδιά τους την πολύχρονη εκμάθηση των Ελληνικών, αφού το διάταγμα ουσιαστικά θεωρούσε αντίθετη προς τις ρωμαϊκές αρχές τη διδασκαλία της ρητορικής στα λατινικά. Άλλωστε ο Πλώτιος ανήκε στην παράταξη του Μάριου, την παράταξη των populares («λαϊκών»).

Την ίδια εποχή (στις αρχές του 1ου αι. π.Χ.) ο Απολλώνιος από τα Αλάβανδα (γνωστός ως Απολλώνιος Μόλων) ιδρύει στη Ρόδο ρητορική σχολή, που τηρεί απέναντι στις ασιανικές τάσεις μετριοπαθέστερη στάση. Κατά τη μαρτυρία του Κικέρωνα, ο Μόλωνας τού δίδαξε πώς να αυτοπειθαρχεί και να συγκρατεί τη νεανική του ορμή (Brutus 91.316). Στους επιφανείς μαθητές του Μόλωνα ανήκει και ο Ιούλιος Καίσαρας.

Τον 1ο αι. π.Χ. ο Απολλόδωρος από την Πέργαμο (105-23 π.Χ.) ζει και δρα στη Ρώμη και ως δάσκαλος του Αυγούστου. Θεωρείται ο εισηγητής του αττικιστικού κλασικισμού. Υπήρξε ο ιδρυτής μιας ιδιαίτερα πλούσιας σε επιρροές σχολής ρητόρων, των λεγόμενων «Απολλοδωριανών», ο αντίποδας στην οποία ήταν η Σχολή του Θεόδωρου από τα Γάδαρα της Συρίας. Η αντιπαλότητά τους εκπορευόταν από τις διαφορετικές τους απόψεις για τη ρητορική: κατά τον Απολλόδωρο πρόκειται για επιστήμη, κατά τον Θεόδωρο για τέχνη. Εκπροσωπούσαν άλλωστε την αντίθεση μεταξύ αναλογίας, που υποστήριζε ο Απολλόδωρος, και ανωμαλίας, που επιδοκίμαζε ο Θεόδωρος. Ο πρώτος λοιπόν φαίνεται πως έκλινε προς την επιβολή ενός αυστηρού κανονιστικού ρητορικού συστήματος, προκειμένου να επιτύχει κανείς ως ρήτορας ικανοποιητικά αποτελέσματα, ενώ ο δεύτερος άφηνε περιθώρια στην ελεύθερη και φυσική έμπνευση.

Στα χρόνια του αυτοκράτορα Βεσπασιανού ιδρύεται στη Ρώμη έδρα ρητορικής με χρηματοδότηση από το κρατικό θησαυροφυλάκιο. Ο πρώτος κάτοχός της είναι ο Μάρκος Φάβιος Κοϊντιλιανός (Marcus Fabius Quintilianus), που αποσύρθηκε από τα διδακτικά του καθήκοντα γύρω στα 90 μ.Χ., μετά από είκοσι χρόνια διδασκαλίας.

 

Βιβλιογραφία:

Wilhelm Kroll, «Rhetorik», στο Paulys Realencyclopädie der classischen Altertumswissenschaft, Supplementband 7, J. B. Metzlersche Verlagsbuchhandlung, Στουτγκάρδη 1940, 1039-1138.

Th. Paulsen, "Rhetorik, Β.Ι.1. Antike", στο Historisches Wörterbuch der Rhetorik, τ. 7, Max Niemeyer Verlag, Τυβίγγη 2005, 1439-1446

Franz Susemihl, Geschichte der griechischen Litteratur in der Alexandrinerzeit II, Hildesheim 1965 (1η έκδ. Λειψία 1892).

157 Βλ. Paulsen 2005, 1440.

158 Βλ. Kroll 1940, 1117-1118, 68-3.

159 Βλ. Susemihl (1892) 1965, 483-484.

160 Βλ. Marrou 1961, 353.