Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Ρητορεία και ρητορική στην αρχαιότητα

της Χρυσάνθης Τσίτσιου-Χελιδόνη

Δ1. Τα είδη των λόγων

(genera causarum, genera rhetorices)

Ο Αριστοτέλης διέκρινε πρώτος τρία γένη λόγων, το συμβουλευτικόν (genus deliberativum), το δικανικόν (genus iudiciale) και το ἐπιδεικτικόν (genus demonstrativum), με βάση τις ακόλουθες διαπιστώσεις (Ῥητορική 1.3.1358a36-b8): κάθε λόγος προϋποθέτει την ύπαρξη τριών στοιχείων - του ομιλητή (του λέγοντος, ον. ὁ λέγων), του θέματος της ομιλίας (περὶ οὗ λέγει) και του ακροατή (πρὸς ὃν λέγει)· ο ομιλητής επιδιώκει κάθε φορά να πετύχει έναν συγκεκριμένο στόχο, που εν τέλει καθορίζει τη σχέση μεταξύ αντικειμένου του λόγου και ακροατηρίου.[207] Έτσι μπορεί να ζητά από τον ακροατή να κρίνει και να αποφασίσει, άρα να δράσει με συγκεκριμένο τρόπο, μπορεί όμως και να μην επιδιώκει την ανάληψη συγκεκριμένης δράσης, αλλά απλά την παθητική απόλαυση του λόγου από το κοινό. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση, όπου ο ακροατής είναι απλώς «θεατής» (θεωρός) και κριτής της ρητορικής δεινότητας του ομιλητή (κρίνων περὶ τῆς δυνάμεως), έχουμε λόγο επιδεικτικό. Ο ομιλητής αναφέρεται εν προκειμένω καταρχήν σε σύγχρονα γεγονότα, χρησιμοποιεί όμως χρόνο παρελθοντικό, όταν θυμίζει όσα έχουν συμβεί, ή και χρόνο μέλλοντα, όταν προβλέπει όσα πρόκειται να συμβούν (Ῥητορική 1.3.1358b13-20). Ο λόγος είναι δικανικός, αν ο ακροατής καλείται να κρίνει γεγονότα του παρελθόντος -να γίνει κριτὴς τῶν γεγενημένων- και να αποφασίσει ως δικαστής (οἷον ὁ δικαστής). Τέλος, ο λόγος είναι συμβουλευτικός, αν ο ακροατής πρέπει να αποφασίσει για ό,τι αφορά το μέλλον -να γίνει κριτὴς τῶν μελλόντων- ως μέλος μιας λαϊκής συνέλευσης που λαμβάνει αποφάσεις (οἷον ἐκκλησιαστής).

Πιο συγκεκριμένα:[208]

1. Στο συμβουλευτικό γένος ανήκουν οι λόγοι που εκφωνούνταν στην Εκκλησία του Δήμου ή σε άλλες συγκεντρώσεις, οι οποίες δεν είχαν πάντα πολιτικό χαρακτήρα. Οι συγκεκριμένοι λόγοι ονομάζονται σύμφωνα με τον Αριστοτέλη και δημηγορίαι. Tο βασικό ερώτημα είναι αν μια επικείμενη ενέργεια είναι ωφέλιμη ή επιζήμια για την κοινότητα - στο συγκεκριμένο είδος το τέλος, o τελικός στόχος του λόγου, το κύριο θέμα του είναι τὸ συμφέρον ή τὸ βλαβερόν (Ῥητορική 1.3.1358b22). Στην περίπτωση που ο λόγος προβάλλει κυρίως το συμφέροντου κοινού, αποτελεί προτροπή, ενώ στην περίπτωση που υπογραμμίζει τις επικείμενες βλαβερές συνέπειες μιας ενέργειας, αποτελεί αποτροπή. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι ρήτορες δημοσίευαν τους συμβουλευτικούς τους λόγους, για να προβάλουν τις απόψεις τους αλλά και τη ρητορική τους δεινότητα.

2. Στο δικανικό γένος ανήκουν οι λόγοι που εκφωνούνταν από τους διαδίκους στα δικαστήρια (πρόκειται για την κατηγορίαν και την ἀπολογίαν· η πρώτη επιδιώκει να καταδείξει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης για την οποία κάποιος κατηγορείται· η δεύτερη, αντίθετα, να πείσει ότι η στάση ή η πράξη του κατηγορούμενου είναι δίκαιη) - σε αυτό το είδος λοιπόν το τέλος είναι το δίκαιον ή το ἄδικον(Αριστοτέλης, Ῥητορική 1.3.1358b25). Στην αρχαία Αθήνα, σε περίπτωση που οι πολίτες που συμμετείχαν στη δίκη δεν ήταν σε θέση να συντάξουν οι ίδιοι τους λόγους τους, ανέθεταν το συγκεκριμένο καθήκον επ' αμοιβή σε επαγγελματίες συγγραφείς δικανικών λόγων, τους λογογράφους, και στη συνέχεια αποστήθιζαν τον λόγο που εκείνοι είχαν γράψει και τον εκφωνούσαν στο δικαστήριο.[209] Ωστόσο, σε κάποιες περιπτώσεις ο λογογράφος εκφωνούσε ο ίδιος τον λόγο, ως συνήγορος πια, στη θέση του διαδίκου.

Η ακροαματική διαδικασία ξεκινούσε με την ανάγνωση του κατηγορητηρίου και την πρόταση της υπεράσπισης. Ο κατήγορος είχε στη συνέχεια τον λόγο και ακολουθούσε η υπεράσπιση. Η κάθε αγόρευση διαρκούσε μισή περίπου ώρα - ο χρόνος ρυθμιζόταν με την κλεψύδρα. Οι δικανικοί λόγοι είναι λοιπόν συντομότεροι από τους επιδεικτικούς και τους συμβουλευτικούς.[210]

3. Στο επιδεικτικό γένος ανήκαν λόγοι πανηγυρικού χαρακτήρα. Εκφωνούνταν στο πλαίσιο διαφόρων κοινωνικών εκδηλώσεων: σε γιορτές, επιμνημόσυνες τελετές κ.λπ. Οι επιδεικτικοί λόγοι που προβάλλουν το αξιέπαινο και αξιότιμο (το καλόν κατά τον Αριστοτέλη, Ῥητορική1.3.1358b25) ονομάζονται ἔπαινοι (ἐγκώμια). Στο είδος όμως του επιδεικτικού λόγου ανήκουν και εκείνοι που πραγματεύονται με έμφαση το αξιόμεμπτο (το αἰσχρόν) και ονομάζονται ψόγοι. Οι λόγοι του συγκεκριμένου είδους διακρίνονται από υψηλή τεχνική και συχνά κυκλοφορούσαν σε γραπτή μορφή, για να προβάλουν την τέχνη του συγγραφέα τους και να διαδώσουν τις ιδέες του. Σε πολλές περιπτώσεις αποτελούσαν, ως υποδείγματα, υλικό διδασκαλίας.

Στο πλαίσιο της αθηναϊκής δημοκρατίας, τον φυσικό ιστορικό χώρο ανάπτυξης της αρχαίας ελληνικής ρητορείας και ρητορικής, δίνεται η δυνατότητα για τη σύνταξη και εκφώνηση λόγου πολιτικού-συμβουλευτικού, λόγων δικανικών όπως και λόγων πανηγυρικών. Τα αττικά λαϊκά δικαστήρια επανδρώνονταν κυρίως με απαίδευτους πολίτες που κληρώνονταν, για να εκτελέσουν καθήκοντα ενόρκων δικαστών. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η ρητορική ευχέρεια μπορούσε να αποδειχθεί ισχυρότατη δύναμη. Εξάλλου οι τελετές προς τιμή των πεσόντων στη μάχη (ταφαί) έδιναν την αφορμή για τη σύνθεση λαμπρών επικηδείων (των ἐπιταφίων [λόγων]), που εκφωνούνταν από επιφανείς και προικισμένους πνευματικά πολίτες ύστερα από ανάθεση αυτού του τιμητικού καθήκοντος από την πόλη.

 

Βιβλιογραφία:

Φάνης Ι. Κακριδής, Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2006 (Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση 3, 1η ανατύπωση, με μικρές διορθώσεις. 1η έκδ. 2005).

George A. Kennedy, Ιστορία της κλασικής ρητορικής αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής. Μτφρ. Ν. Νικολούδης, επίβλ. Ι. Αναστασίου. 5η έκδ., Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 2004 (20001ˑ τίτλ. πρωτ.: A New History of Classical Rhetoric, Princeton University Press, Νέα Υερσέη 1994).

Heinrich Lausberg, Handbuch der literarischen Rhetorik. Eine Grundlegung der Literaturwissenschaft. 3. Auflage 1990. Mit einem Vorwort von Arnold Arens, Στουτγκάρδη 1990.

Franco Montanari, Ιστορία της ΑρχαίαςΕλληνικής Λογοτεχνίας. Από τον 8ο αι. π.Χ. έως τον 6ο αι. μ.Χ. με τη συνεργασία του Fausto Montana, επιμ. Δ. Ιακώβ, Α. Ρεγκάκος. Μτφρ. Σ. Κουτράκης, Δ. Κουκουζίκα, Κ. Σιββά, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2008 (τίτλ. πρωτ.: Storia della letteratura greca, Ρώμη, Μπάρι 1998).

207 Βλ. Lausberg 1990, § 59, σελ. 52.

208 Η παρουσίαση των γενών λόγου που ακολουθεί στηρίζεται στη σχετική πραγμάτευση του Κακριδή 2006, 137-138.

209 Για τη διεξαγωγή των δικών στην αρχαία δημοκρατική Αθήνα βλ. Kennedy 2004, 28-29.

210 Βλ. Montanari 2008, 548.