Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Ρητορεία και ρητορική στην αρχαιότητα

της Χρυσάνθης Τσίτσιου-Χελιδόνη

Β2.1.2. Ασιανισμός και αττικισμός

Γύρω στα μέσα του τελευταίου προχριστιανικού αιώνα αναπτύσσεται στη Ρώμη μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα κριτική συζήτηση για το ύφος του έντεχνου πεζού λόγου. Πρωταγωνιστούν σε αυτή από τη μια οι υποστηρικτές της λιτής διατύπωσης, με πρότυπα τους αττικούς ρήτορες του 5ου και του 4ου αι. π.Χ. και κυρίως τον Λυσία, γνωστό για το απλό και καθαρό ύφος του -ο Κικέρωνας τους ονομάζει «αττικούς»/«αττικιστές» (attici)-[132] και από την άλλη οι αντίπαλοί τους, ο ρήτορας Hortensius (Ορτήνσιος) και ο ίδιος ο Κικέρωνας, που χαρακτηρίζονται από τους «αττικιστές» ως «ασιανοί»/«ασιατικοί» (asiani, asiatici). Μάλιστα, αν και κείμενα των πρώτων ελλήνων αττικιστών εντοπίζονται μόλις στους χρόνους του Αυγούστου, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να γεννήθηκε το συγκεκριμένο ρεύμα πολύ νωρίτερα και μάλιστα σε ελληνόφωνο χώρο.[133] Άλλωστε οι Έλληνες συνήθιζαν πάντοτε να μιμούνται τα υψηλά πρότυπα του παρελθόντος, ενώ κιόλας οι ρήτορες του 4ου αι. εντόπιζαν στη ρητορεία του 5ου αι. παραδείγματα προς μίμησιν.[134]

Η ιδέα του απλού και λιτού ύφους, που έχει πράγματι ελληνικές καταβολές και την οποία πρέσβευαν οι αττικιστές, οδήγησε κάποιους από αυτούς (ανάμεσά τους συγκαταλέγεται και ο Ιούλιος Καίσαρας)[135] στην αντίληψη ότι τα λατινικά χρειάζονται ένα είδος «κάθαρσης» από γλωσσικά στοιχεία, έτσι ώστε και η Ρώμη, η νέα κοσμοκράτειρα, να αποκτήσει τη δική της τέλεια γλώσσα, όπως θα άξιζε στη θέση και τις φιλοδοξίες μιας ηγέτιδας πόλης. Έτσι, παρά το γεγονός ότι ο αττικισμός στη Ρώμη εμπνέεται από τα ελληνικά πρότυπα, υποστηρίζει την καθαρή «λατινικότητα» και, επομένως, βρίσκεται σε σύγκρουση με την «υπερ-ελληνίζουσα» τάση πολλών συγγραφέων.[136]

Οι όροι αττικισμός και ασιανισμός που χρησιμοποιούνται για τον χαρακτηρισμό των τάσεων που αναπτύσσονται κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, δεν παραδίδονται από αρχαίες πηγές και είναι νεότερης κοπής. Ειδικά ο όρος asianus («ασιανός», «ασιατικός»), που έχει προφανή ελληνική ρίζα -το ίδιο ισχύει και για τον αντίθετό του atticus («αττικός»)-, χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει ρήτορες και ρητοροδιδάσκαλους που δραστηριοποιούνταν σε μεγάλες πόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας (την Έφεσο, την Πέργαμο κ.ά.) και καλλιεργούσαν ένα υπερβολικά ανθηρό ύφος,[137] που διακρινόταν από τη χρήση σύντομων και εντυπωσιακών -ως προς τη μεταφορική τους σημασία, τα λεκτικά τους παιχνίδια και τον ρυθμό τους- φράσεων. Ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός φαίνεται μάλιστα πως αξιοποιεί ταυτόχρονα και την αποστροφή των Ρωμαίων προς την ανατολική ρωμαϊκή επαρχία ως έδρα της υπερβολής και της ακολασίας, μιας τρυφηλής και θηλυπρεπούς ηδυπάθειας.

Ως αρχηγέτης των ασιανών αναγνωρίζεται ο ρητοροδιδάσκαλος και ιστορικός Ηγησίας από τη Μαγνησία (περ. 300 π.Χ., Στράβων, Γεωγραφικά 14.1.41, Κικέρων, Epistulae ad Atticum 12.6, Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, Περὶ συνθέσεως ὀνομάτων 4.27-28 Usener-Radermacher) - οι απαρχές λοιπόν αυτής της τάσης ανάγονται στο τέλος του 4ου αι. και τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. Ωστόσο, ο ίδιος ο Ηγησίας θεωρούσε τον εαυτό του μιμητή του Λυσία (Κικέρων, Orator 67.226). Γενικά οι εκπρόσωποι του ασιανού ύφους δεν χρησιμοποιούν για τον εαυτό τους τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό. Δεν υπήρξε άλλωστε ποτέ μια ενιαία και ανεξάρτητη ασιανή σχολή με συγκεκριμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα.

Βασικός εκπρόσωπος των αττικιστών είναι, κατά τη μαρτυρία του Κικέρωνα (Brutus 81.284), ο C. Licinius Calvus, φίλος του «νεωτερικού» ποιητή Κάτουλλου, και ο M. Iunius Brutus, ο κατοπινός δολοφόνος του Καίσαρα· ο τελευταίος ακολουθούσε επίσης την ίδια τάση. Άλλωστε σύμφωνα με την κρατούσα άποψη ο αττικισμός, τουλάχιστον αυτής της περιόδου, συνδέεται με τη «νεωτερική» ποιητική κίνηση που αναπτύχθηκε στη Ρώμη κυρίως από τον Κάτουλλο και ακολουθούσε ως πρότυπο τη λόγια πρώιμη ελληνιστική ποίηση κατά τον τρόπο του Καλλίμαχου.[138]

Μια σειρά από μαρτυρίες προσφέρουν μια πιο ζωντανή εικόνα της αντιπαράθεσης: Κατά τον Κοϊντιλιανό οι αττικιστές κατηγορούσαν τον Κικέρωνα «ως πομπώδη και ασιανό και πληθωρικό και υπερβολικό στις επαναλήψεις και κάποτε ψυχρό στα αστεία και αδύναμο στη σύνθεση, φλύαρο και σχεδόν γυναικωτό στην έκφραση». (Institutio oratoria 12.10.12). Ο Κικέρωνας απάντησε στις κατηγορίες που δέχτηκε στρέφοντας τα βέλη του και προς τα δύο άκρα.

Ενάντια στους ρωμαίους αττικιστές αναφέρει τα εξής: 1) Αναγνωρίζουν μόνον έναν τύπο ρητορικού ύφους ως γνήσια αττικό, τον λιτό. Στην πραγματικότητα όμως οι σπουδαιότεροι αττικοί ρήτορες προσφέρουν μια ποικιλία τύπων και επιπέδων ύφους. Επομένως, «αττικό» δεν είναι μόνο το λιτό ύφος. 2) Η θέση των αττικιστών εξηγείται από την αδυναμία τους να πετύχουν άλλα επίπεδα ύφους. 3) Οι αττικιστές δεν προκάλεσαν το ενδιαφέρον του κοινού, αντιμετωπίστηκαν μάλιστα με χλεύη. Ο ρήτορας όμως οφείλει να αποδίδει κύρος κριτηρίου ποιότητας του έργου του στη δημόσια αναγνώριση.

Επιπλέον διακρίνει δύο είδη ασιατικού ύφους και διατύπωσης (generaasiaticae dictionis): το ένα επισφραγίζει ο πλούτος των κομψών γνωμικών, που δεν φανερώνουν τόσο ευφυΐα όσο χάρη στη μορφή, καθώς διέπονται από ρυθμό και εξωτερική συμμετρία, το δεύτερο ο χειμαρρώδης λόγος και η εκζήτηση στην επιλογή πνευματωδών λέξεων που λειτουργούν σαν εντυπωσιακά στολίδια. Ο Ορτήνσιος (Hortensius) κατάφερνε να συνδυάσει και τους δύο αυτούς τύπους. Ωστόσο, τόσο στον Βρούτο (Brutus) όσο και στο έργο του Ο ρήτορας (Orator) ο Κικέρωνας αποστασιοποιείται από τα λάθη και τις κακόγουστες επιλογές των ασιατικών ρητόρων (asiatici oratores). Τους αποδίδει μάλιστα επικριτικά υπερβολική πληθώρα λέξεων και υποστηρίζει ότι ο ρήτορας θα πρέπει να αποφεύγει τον κομπασμό που χαρακτηρίζει κάποιους ρήτορες της Ανατολής - ορισμένους από αυτούς είχε την ευκαιρία να τους γνωρίσει κατά την παραμονή του στη Ρόδο και την Αθήνα (79-77 π.Χ.). Λείπει, υποστηρίζει, από τους ρήτορες της Καρίας, της Φρυγίας, της Μυσίας η κομψότητα· ο λόγος τους διακρίνεται από «πάχος» (opimum)· η ὑπόκρισίς τους (ο τρόπος εκφώνησης του λόγου) θυμίζει τραγούδι, ιδιαιτέρως όταν φτάνουν στον επίλογο· άλλοι συνηθίζουν, εσφαλμένα, να κατακερματίζουν τον λόγο σε μικρότερα τμήματα, στα οποία δίνουν στη συνέχεια συχνά εξεζητημένο ρυθμό.

Στα 46 με 45 ο Κικέρωνας αναφέρεται επικριτικά στις θέσεις των αττικιστών με τρόπο που αποδεικνύει ότι έχουν ήδη γευτεί τη γενική αποδοκιμασία (Orator 67.226, Brutus 84.289), ενώ ο Κοϊντιλιανός μιλά, μέσα στον 1ο αι. μ.Χ., για τη «γνωστή αρχαία διάκριση ανάμεσα σε αττικούς και ασιανούς» (Institutio oratoria 12.10.16) σα να πρόκειται όχι για ένα επίκαιρο θέμα αλλά για μια ιστορική ανάμνηση. Σε κάθε περίπτωση, ο όρος «ασιανός» επιβιώνει και σε μεταγενέστερους χρόνους - ο Πλούταρχος κάνει λόγο για τον ἀσιανόν ζῆλον (εννοεί το ασιατικό ύφος) των λόγων του Αντωνίου (Ἀντώνιος 2.8). Είναι άλλωστε γεγονός ότι στα χρόνια του Αυγούστου ο αττικισμός γενικεύεται ως κίνημα-ρεύμα (με σημαντικότερους εκπροσώπους τον Καικίλιο από την Καλή Ακτή και τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα). Πρόκειται όμως για μια δεύτερη περίοδο αυτής της κίνησης:[139] ως πρότυπο προβάλλεται τώρα η ελληνική αττική λογοτεχνία στο σύνολό της (και όχι μόνο οι εκπρόσωποι του λιτού και απλού ύφους). Βεβαίως, και οι αττικιστές αυτής της δεύτερης φάσης απορρίπτουν το ασιανό ύφος, παρά το γεγονός ότι η αντιπαράθεσή τους με τους εκπροσώπους του έχει πια υποχωρήσει.

Από τα χρόνια του Αυγούστου και μετά ο αττικισμός στην ελληνόφωνη περιοχή οδηγεί στη γέννηση μιας σειράς λεξικών όπου λέξεις της κοινής, που είχε επικρατήσει ως η ομιλούμενη και γραφόμενη γλώσσα της εποχής, εμφανίζονται δίπλα σε συνώνυμες λέξεις από την αττική διάλεκτο του 5ου και του 4ου αι. π.Χ., που αναγνωρίζονται ως οι μόνες κατάλληλες για να χρησιμοποιηθούν από όποιον επιθυμεί να γράψει σε ορθά ελληνικά.[140] Κάποια από αυτά τα λεξικά λειτουργούν ως εγχειρίδια υποστήριξης της μελέτης των αρχαίων αττικών ρητόρων (όπως το Λεξικὸν τῶν δέκα ῥητόρων του Βαλέριου Αρποκρατίωνα, 2ος αι. μ.Χ.).

Από τον 1ο αι. μ.Χ. το κικερώνειο ύφος αποτελεί πρότυπο για τον έντεχνο πεζό λόγο στη λατινόφωνη Δύση. Στον κανόνα των ρωμαίων ρητόρων που παραδίδει ο ιστορικός Velleius Paterculus (Βελλήιος Πατέρκουλος, 1ος αι. μ.Χ.), οι αττικιστές και όσοι βρίσκονται κοντά τους παίρνουν τη θέση τους δίπλα στον Κικέρωνα (Historiae 2.36).[141] Οι όροι «αττικός» και «ασιατικός» εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν δύο αντίθετους τύπους ρητορικού ύφους (το απλό και το πομπώδες αντίστοιχα), χωρίς όμως να παραπέμπουν πια στην παλιά διαμάχη του 1ου αι. π.Χ.

 

Βιβλιογραφία:

James Clackson - Geoffrey Horrocks, Ιστορία της Λατινικής Γλώσσας, μτφρ.-επιμ. Γ. Κ. Γιαννάκης, Εκδόσεις Δ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα 2014 (τίτλ. πρωτ.: The Blackwell History of the Latin Language, 2007).

Albrecht Dihle, "Attizismus", στο Historisches Wörterbuch der Rhetorik, τ. 1, Max Niemeyer Verlag, Τυβίγγη 1992, 1163-1176.

Casper C. de Jonge, Between Grammar and Rhetoric. Dionysius of Halicarnassus on Language, Linguistics and Literature, Brill, Λάιντεν/Βοστώνη 2008.

Franco Montanari, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας. Από τον 8ο αι. π.Χ. έως τον 6ο αι. μ.Χ. με τη συνεργασία του Fausto Montana, επιμ. Δ. Ιακώβ, Α. Ρεγκάκος. Μτφρ. Σ. Κουτράκης, Δ. Κουκουζίκα, Κ. Σιββά, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2008 (τίτλ. πρωτ.: Storia della letteratura greca, Ρώμη, Μπάρι 1998).

132 Εισηγητής του αττικισμού πιστεύεται πως ήταν ο Απολλόδωρος από την Πέργαμο (1ος αι. π.Χ.), δάσκαλος του Οκταβιανού Αυγούστου. Σε αυτόν αποδίδεται μια Ρητορική τέχνη, έργο που δεν έχει διασωθεί. Ίσως μάλιστα εδώ να προτεινόταν ο κανόνας των δέκα πιο δόκιμων αττικών ρητόρων, που θα έπρεπε να αναγνωριστούν ως πρότυπα. Βλ. σχ. Κακριδή 2006, 248.

133 Βλ. σχ. Dihle 1992, 1166. Άλλωστε κιόλας από τις αρχές της ελληνιστικής περιόδου είχε εκδηλωθεί στον ελλαδικό χώρο μια στροφή στα κλασικά πρότυπα του παρελθόντος. Από αυτή την άποψη ο αττικισμός του 1ου αι. π.Χ. δεν ήταν παρά η ενίσχυση αυτής της προϋπάρχουσας κλασικιστικής τάσης. Βλ. Dihle, ό.π., 1170.

134 Βλ. Montanari 2008, 865.

135 Βλ. Clackson-Horrocks 2014, 275: « …ο Ιούλιος Καίσαρας ήταν ίσως ο πιο δεινός υποστηρικτής της γλωσσικής καθαρότητας της γενιάς του».

136 Βλ. σχ. Clackson-Horrocks 2014, 275.

137 Ο όρος asiaticus έχει αυτή την ιδιαίτερη σημασία στα έργα του Κικέρωνα Brutus και Orator (46 π.Χ.· genus asiaticum orationis, asiatici rhetores), όχι όμως σε προηγούμενο έργο του (De Oratore, 56/55 π.Χ.), όπου φαίνεται πως χρησιμοποιείται ακόμη ως γεωγραφικός όρος (3.43). Γενικά την εποχή του De Oratore ο Κικέρωνας δεν φαίνεται να έχει υπόψη του την κίνηση των «αττικιστών». Βλ. σχ. Dihle 1992, 1165.

138 Βλ. Dihle 1992, 1165. Ωστόσο, ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, θερμός αττικιστής του τέλους του 1ου αι. π.Χ., φαίνεται να απορρίπτει τόσο τον ασιανικό στόμφο όσο και το αυχμηρό ύφος της ελληνιστικής ποίησης που επιδιώκει να εντυπωσιάσει με τις σπάνιες και εξεζητημένες λέξεις. Βλ. σχ. Διονύσιο, Περὶ συνθέσεως ὀνομάτων 3.14-15 Usener-Radermacher.

139 Βλ. de Jonge 2008, 13.

140 Βλ. σχ. Dihle 1992, 1166. Βεβαίως και στο λατινόφωνο περιβάλλον υπάρχει κιόλας στα χρόνια του Κικέρωνα μια παράδοση που απαιτεί από τη γλώσσα καθαρότητα και η οποία εκπροσωπείται κυρίως από τους λογοτεχνικά καλλιεργημένους αναγνώστες. Η τάση αυτή ανανεώνεται στα χρόνια έξαρσης του ρωμαϊκού αττικισμού. Το πρώτο δείγμα της είναι το έργο του Καίσαρα De analogia. Βλ. σχ. Dihle 1992, 1167.

141 Βλ. Dihle 1992, 1168.