Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Ρητορεία και ρητορική στην αρχαιότητα

της Χρυσάνθης Τσίτσιου-Χελιδόνη

Β1.3. Ελληνιστικοί χρόνοι

Β1.3.1. Το νέο πλαίσιο. Ρητορική και λογοτεχνία

Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) και την επικράτηση των Μακεδόνων οι ελληνικές πόλεις παύουν να είναι ανεξάρτητες. Μαζί με την αυτονομία τους σβήνει και η πολιτική των λαϊκών συνελεύσεων, όπου οι εύγλωττοι ομιλητές είχαν την ευκαιρία να αναδείξουν τη ρητορική τους δύναμη. Βεβαίως, η ρητορεία ακολουθεί τον δρόμο της στις ελεύθερες πόλεις της Ανατολής. Αλλά και στην ίδια την Αθήνα αρχίζει να εκδηλώνεται προς το τέλος του 4ου αι. μια τάση προς το παθητικό και το ανθηρό ύφος, που παραπέμπει στην «ασιανική» ρητορεία, τη ρητορεία που αναπτύσσεται από τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. στις ελεύθερες πόλεις της Μ. Ασίας και των παραλίων της. Άλλωστε ο δημόσιος λόγος δεν παύει να εκφωνείται: η ρητορεία είχε με βεβαιότητα την ιδιαίτερα σημαντική θέση της στις διπλωματικές αποστολές, τις οποίες αναλάμβαναν συχνά φιλόσοφοι, ενώ τις δικανικές υποθέσεις υποστήριζαν κατά κανόνα εξασκημένοι ομιλητές, που ήταν σε θέση ασφαλώς ολοένα και περισσότερο, καθώς προχωρούμε μέσα στον 4ο αι., να εμβαθύνουν σε θέματα ύφους του λόγου και χρήσης των επιχειρημάτων.

Το μεγαλύτερο μέρος της ρητορείας και των ρητορικών συγγραμμάτων αυτής της περιόδου (323-31/30 π.Χ.) δεν μας έχει διασωθεί. Οι σχετικές πληροφορίες αντλούνται από αποσπάσματα, την έμμεση παράδοση και τα λατινικά κείμενα του Κικέρωνα (106-43 π.Χ.), του επιφανέστερου ρήτορα της Ρώμης, και του Κοϊντιλιανού (35-96; μ.Χ.), του σημαντικότερου ρητοροδιδάσκαλου της ρωμαϊκής αρχαιότητας.[70]

Μπορούμε πάντως να πούμε με βεβαιότητα ότι η εύρεση των επιχειρημάτων και το ύφος είναι τα ἔργα του ρήτορα[71] που απολαμβάνουν κατά την ελληνιστική περίοδο τη μεγαλύτερη προσοχή και τη συστηματικότερη πραγμάτευση. Επιπλέον, η ρητορική αποκτά τώρα μια νέα λειτουργία: γίνεται πια «το σημαντικότερο όργανο μιας μέσης γενικής παιδείας». Η διδασκαλία της, που περιλαμβάνει τη μελέτη των κλασικών και την πρακτική εξάσκηση στο ύφος και την επιχειρηματολογία, εγγυάται υψηλό επίπεδο χρήσης των ελληνικών στον γραπτό και τον προφορικό λόγο.[72]

Εξάλλου το σύστημα της ρητορικής τέχνης, που κατά τους ελληνιστικούς χρόνους αναπτύσσεται και εμπλουτίζεται στο σύνολό του, υπηρετεί τη σύνθεση λόγου με λογοτεχνικές αξιώσεις, ενώ προσφέρει μια υποτυπώδη «θεωρία της λογοτεχνίας». Το έργο Περὶ ἑρμηνείας, ενδεχομένως του Δημητρίου από το Φάληρον, τα συγγράμματα ρητορικής του Διονύσιου από την Αλικαρνασσό, ή το έργο Περὶ Ὕψους, που αποδίδεται σε κάποιον Διονύσιο ή σε κάποιον Λογγίνο ή και στον Διονύσιο Λογγίνο, είναι ταυτόχρονα και συγγράμματα κριτικής του λόγου.[73] Έτσι η σύνδεση της ποιητικής με τη ρητορική, που ενυπάρχει κιόλας στα ομώνυμα αριστοτελικά συγγράμματα, βαθαίνει κατά τους ελληνιστικούς χρόνους και προβάλλει με μεγαλύτερη σαφήνεια.

Άλλωστε η ρητορική διδασκαλία (μέσα από τη θεωρία της αλλά και τις εφαρμογές της) συνδιαμορφώνει τις τάσεις στη λογοτεχνική παραγωγή. Επιδράσεις δέχεται η ιστοριογραφία, η μυθιστορία, η νουβέλα,[74] η επιστολογραφία αλλά και η ποίηση. Οι τάσεις αυτές εκδηλώνονται γενικά σε πρώιμη μορφή από τον 1ο αι. π.Χ. (στο ελληνόφωνο περιβάλλον κατά περίπτωση κιόλας από τον 2ο αιώνα) και παίρνουν διαστάσεις μέσα στους αυτοκρατορικούς χρόνους.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ερώτημα αν προϋποθέτει ο τύπος του ρητορικού προγυμνάσματος που είναι γνωστός ως διήγημα το ελληνιστικό ερωτικό μυθιστόρημα ως ήδη διαμορφωμένη λογοτεχνική μορφή ή αν, αντίστροφα, το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος γεννήθηκε κάτω από την επίδραση και του διηγήματος. Σε κάθε περίπτωση, το διήγημα παρουσιάζει ιδιαίτερη συγγένεια με την ύστερη ερωτική και ιστορική τραγωδία όπως και με τη «νέα κωμωδία». Ίσως λοιπόν ο χαρακτηρισμός του μυθιστορήματος της ύστερης εποχής ως δράματος ή δραματικού (ενν. διηγήματος) να αποτυπώνει ακριβώς την προέλευση του μυθιστορήματος από τη συγκεκριμένη ρητορική άσκηση.[75]

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι ότι τα κέντρα ρητορείας και ρητορικής θεωρίας εντοπίζονται πια εκτός Αθηνών:[76] στην Ανατολή η Ρόδος και οι πόλεις της Μικράς Ασίας, στη Δύση η Ρώμη αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο και γίνονται οι τόποι εκδήλωσης και ανάπτυξης νέων τάσεων, ιδιαίτερα σημαντικών για την ιστορία της ρητορικής, όπως αυτών του ασιανισμού και του αττικισμού.

 

Βιβλιογραφία:

Manfred Fuhrmann, Die antike Rhetorik. Eine Einführung, Artemis & Winkler Verlag, Ζυρίχη 19954 (1η έκδ. Μόναχο, 1984).

Μ. Ζ. Κοπιδάκης, Διονυσίου Λογγίνου «Περὶ Ὕψους». Ερμηνευτική έκδοση, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειον 1990 (Κείμενα Ελληνικά 1).

Franco Montanari, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας. Από τον 8ο αι. π.Χ. έως τον 6ο αι. μ.Χ. με τη συνεργασία του Fausto Montana, επιμ. Δ. Ιακώβ, Α. Ρεγκάκος. Μτφρ. Σ. Κουτράκης, Δ. Κουκουζίκα, Κ. Σιββά, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2008 (τίτλ. πρωτ.: Storia della letteratura greca, Ρώμη, Μπάρι 1998).

Laurent Pernot. Η ρητορική στην αρχαιότητα. Μετάφραση Ξανθίππη Τσελέντη, Επιμέλεια Βάλια Σερέτη, Δαίδαλος, Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 2005 (τίτλ. πρωτ.: La rhétorique dans l'antiquité, Παρίσι 2000).

Wilhelm von Christ - Wilhelm Schmid - Otto Stählin, Geschichte der griechischen Literatur. Sechste Auflage. Zweiter Teil: Die nachklassische Periode der griechischen Literatur. Erste Hälfte: von 320 vor Christus bis 100 nach Christus, C. H. Beck'sche Verlagsbuchhandlung, München 1959 (19206) (Handbuch der Altertumswissenschaft. Siebente Abteilung. Zweiter Teil. Erster Band).

70 Βλ. για το θέμα Pernot 2005, 99-100 (με υπ. 1), Montanari 2008, 861-862.

71 Βλ. εδώ κεφ. Δ2. Τα στάδια σύνθεσης του λόγου.

72 Βλ. Fuhrmann 1995, 37.

73 Ωστόσο, με τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα ξεπερνούμε τα τυπικά όρια της ελληνιστικής περιόδου, που φτάνει μέχρι το 31/30 π.Χ., ενώ η χρονολόγηση του έργου Περὶ ὕψους δεν είναι ασφαλής. Μάλιστα το έργο τοποθετείται κατά κανόνα στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. Βλ. σχ. Κοπιδάκη 1990, 24-30.

fn(#74).

Πρόκειται για είδος ψυχαγωγικής λογοτεχνίας που βρίσκεται κάτω από την επιρροή του μίμου και, πιθανότατα, της ρητορικής εκπαίδευσης. Τα Μιλησιακά του Αριστείδη ίσως έδωσαν το όνομα Milesia στη νουβέλα αυτού του τύπου στη Ρώμη. Πρόκειται για πικάντικες ιστορίες που μεταφράστηκαν στα λατινικά κιόλας στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. (από τον Cornelius Sisenna). Μία εικόνα αυτών των συνθέσεων δίνουν οι νουβέλες που εμφανίζονται στα Σατιρικά του Πετρώνιου και το μυθιστόρημα του Απουλήιου.

75 Βλ. Christ - Schmid - Stählin 1959, §499, σ. 300-301.

76 Βλ. Montanari 2008, 862.