Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "αγωγή"

Βρέθηκε 1 Λήμμα

αγωγή

  • (η), Ουσιαστικό, Ο24, (α-γω-γή), [λόγ. < αρχ. ἀγωγὴ < ἂγω (= οδηγώ)]
  • 1. η καθοδήγηση των μικροτέρων από τους μεγαλυτέρους, η ανατροφή, η εκπαίδευση. 2. προσφυγή σε δικαστήρια για δικαιώματα που έχουν παραβιαστεί.:
  • 1. Η αγωγή και η μόρφωση των νέων αποτελούν υποχρέωση κάθε πολιτείας. 2. Κατέθεσε αγωγή στο δικαστήριο για τα ενοίκια που του χρωστούσαν.
  • Συνών.: Συνών.: (1) διαπαιδαγώγηση, παιδεία
  • Οικογ. Λέξ.: καταγωγή, παραγωγή, αναγωγή, προαγωγή, διαγωγή, συναγωγή, προσαγωγή
  • Προσδιορ.: (1) κοινωνική, κυκλοφοριακή, ηθική, θρησκευτική, ειδική, αισθητική, σεξουαλική