Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Χ"

Βρέθηκαν 28 Λήμματα [1 - 10]

χαιρετώ

  • Ρήμα, Ρ5, (χαι-ρε-τώ), (αόρ. χαιρέτησα, παθ. αόρ. χαιρετήθηκα), [µεσν. χαιρετῶ < αρχ. χαίρω]
  • 1. (μτβ.) δείχνω σε κάποιον που συναντώ τα φιλικά μου αισθήματα με λόγια ή με χειρονομίες. 2. (μτβ.) εκφράζω το σεβασμό μου σε τιμώμενο πρόσωπο ή σε εθνικό ή θρησκευτικό σύμβολο.:
  • 1. Χαιρέτησε έναν προς έναν όλους τους καλεσμένους. 2. Οι στρατιώτες στάθηκαν προσοχή, για να χαιρετήσουν τη σημαία.
  • Σύνθ.: αποχαιρετώ
  • Οικογ. Λέξ.: χαιρετίζω, χαιρετισμός, χαιρετίσματα (τα), χαιρετιστήριος, χαιρετούρα
  • Φράσεις: Χαιρέτα μας τον πλάτανο
  • Επεξηγ.: για δυσάρεστη ή μπερδεμένη κατάσταση

χαλάζι

  • (το), Ουσιαστικό, Ο36, (χα-λά-ζι), [µεσν. χαλάζιν < ελνστ. χαλάζιον < αρχ. χάλαζα]
  • μικροί κόκκοι πάγου που πέφτουν από την ατμόσφαιρα στο έδαφος.:
  • Το χοντρό χαλάζι που έπεσε κατέστρεψε τα σπαρτά.
  • Σύνθ.: χαλαζόκοκκος, χαλαζόπτωση
  • Οικογ. Λέξ.: χάλαζα Παροιμ.: Στην αναβροχιά καλό είν' και το χαλάζι

χαλώ

  • χαλάω, Ρήμα, Ρ5, (χα-λώ), (αόρ. χάλασα, παθ. αόρ. χαλάστηκα, παθ. μτχ. χαλασμένος), [µεσν. < αρχ. χαλῶ (= χαλαρώνω)]
  • 1. (αμτβ.) δε λειτουργώ κανονικά, καταστρέφομαι. 2. (αμτβ.) αλλάζω προς το χειρότερο. 3. (μτβ.) καταστρέφω, προκαλώ ζημιά σε κάτι. 4. (μτβ.) ξοδεύω, δαπανώ. 5. (μτβ.) ανταλλάσσω μεγαλύτερα νομίσματα με άλλα μικρότερα ίσης συνολικής αξίας.:
  • 1. Χάλασε το ψυγείο μας και χρειάζεται επισκευή. 2. Ο καιρός χάλασε και γι' αυτό δε θα πάμε εκδρομή. 3. Αγόρασε καινούργιο ρολόι και αμέσως το χάλασε. 4. Χαλάσαμε αρκετά χρήματα για την επισκευή του σπιτιού μας. 5. Έχεις να μου χαλάσεις είκοσι ευρώ;
  • Συνών.: Αντίθ.: (1, 2, 3) φτιάχνω
  • Οικογ. Λέξ.: χαλασμός, χαλαστής, χαλάστρα
  • Φράσεις: 1. Χαλώ τον κόσμο 2. Χαλάει κόσμο 3. Δε χάλασε ο κόσμος 4. Ο κόσμος να χαλάσει
  • Επεξηγ.: 1. δημιουργώ μεγάλη φασαρία, προκειμένου να πετύχω κάτι 2. έχει μεγάλη επιτυχία 3. δεν πειράζει 4. ό,τι και να γίνει

χαμηλός -ή, -ό

  • Επίθετο, Ε1, άψυχα, (χα-μη-λός), [αρχ. χαµηλὸς < χαµαὶ]
  • 1. που έχει μικρό ύψος. 2. που βρίσκεται κάτω από το κανονικό και το συνηθισμένο.:
  • 1. Μένω σε μια χαμηλή μονοκατοικία. 2. Ο Γενάρης είναι ο μήνας που έχει πολύ χαμηλές θερμοκρασίες.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1, 2) ψηλός Συνών.: (1) κοντός
  • Σύνθ.: χαμηλόφωνος, χαμηλόμισθος, χαμηλόβαθμος
  • Προσδιορ.: (2) εισόδημα, βαθμολογία
  • Φράσεις: 1. Άνθρωπος χαμηλών τόνων 2. Βαρομετρικό χαμηλό
  • Επεξηγ.: 1. μετριοπαθής άνθρωπος 2. φυσικό φαινόμενο, κατά το οποίο η ατμοσφαιρική πίεση είναι ανώτερη σε κάποια σημεία απ' ό,τι στη γύρω περιοχή

χάος

  • (το), Ουσιαστικό, (χά-ος, γεν.-ους, πληθ. - ), [αρχ. χάος < χάσκω (= µένω µε ανοιχτό το στόµα)]
  • 1. το άπειρο διάστημα, το βαθύ χάσμα, η άβυσσος. 2. (μτφ.) μεγάλη σύγχυση, ακαταστασία.:
  • 1. Μπροστά μας, καθώς αγναντεύαμε, απλωνόταν ένα απέραντο χάος. 2. Έγινε διακοπή ηλεκτρικού ρεύματος και επικράτησε συγκοινωνιακό χάος.
  • Συνών.: Αντίθ.: (2) τάξη Συνών.: (2) αταξία, αναστάτωση
  • Οικογ. Λέξ.: χαοτικός
  • Προσδιορ.: (1) ανεξερεύνητο, απέραντο

χαρακτήρας

  • (ο), Ουσιαστικό, Ο1, (χα-ρα-κτή-ρας), [αρχ. χαρακτὴρ < χαράσσω]
  • 1. ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο σκέφτεται και συμπεριφέρεται κάθε άνθρωπος και ο οποίος τον κάνει να ξεχωρίζει απ'τους άλλους. 2. καθένα από τα πρόσωπα ενός λογοτεχνικού, θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου. 3. (γραμμ.) το τελευταίο γράμμα του θέματος μιας λέξης.:
  • 1. Είναι ευαίσθητος χαρακτήρας, που δείχνει κατανόηση και αγάπη στους άλλους. 2. Οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες είναι συνήθως φανταστικά πρόσωπα. 3. Στη λέξη μητέρα το «ρ» είναι ο χαρακτήρας του θέματος.
  • Οικογ. Λέξ.: χαρακτηρίζω, χαρακτηρισμός, χαρακτηριστικός
  • Προσδιορ.: (1) ατομικός, φυλετικός, πράος, κληρονομικός, (3) γλωσσικός
  • Φράσεις: Κρατάει χαρακτήρα
  • Επεξηγ.: εμφανίζεται στα-θερός

χάρη

  • (η), Ουσιαστικό, Ο25, (χά-ρη, πληθ. γεν. - ), [αρχ. χάρις (= ευγνωµοσύνη)]
  • 1. ομορφιά, κομψότητα στην εξωτερική εμφάνιση, λεπτότητα στους τρόπους. 2. προτέρημα, προσόν. 3. η φιλική εξυπηρέτηση που κάνουμε σε κάποιον. 4. ευγνωμοσύνη για κάτι καλό. 5. κάθε απόφαση που καταργεί ή μετριάζει ποινή που επιβλήθηκε.:
  • 1. Έχει μια ιδιαίτερη χάρη στον τρόπο που μιλάει. 2. Η ειλικρίνειά του είναι μία από τις πολλές χάρες που έχει. 3. Κάνε μου τη χάρη να μου φέρεις ένα ποτήρι νερό. 4. Σου χρωστάω μεγάλη χάρη για τη βοήθεια που μου πρόσφερες. 5. Ο κρατούμενος ελπίζει πως, επειδή έδειξε καλή συμπεριφορά, θα του δοθεί χάρη.
  • Συνών.: Συνών.: (1) γοητεία , (2) αρετή, (3) χατίρι
  • Οικογ. Λέξ.: χαρίζομαι, χάρισμα, χαριστικός, χαριστικά (επίρρ.)
  • Προσδιορ.: (1) γυναικεία, (1, 3) περίσσια, (3) τελευταία
  • Φράσεις: 1. Άλλος έχει το όνομα κι άλλος τη χάρη 2. Χάρις / Χάρη σε κάποιον ή κάτι 3. Λόγου χάρη / Παραδείγματος χάρη Παροιμ.: Για χάρη του βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα
  • Επεξηγ.: 1. άλλος έχει την πραγματική αξία 2. με τη βοήθεια 3. για να χρησιμοποιήσω ένα παράδειγμα

χάρτης

  • (ο), Ουσιαστικό, Ο5, (χάρ-της), [αρχ. χάρτης]
  • αποτύπωση σε σμίκρυνση πάνω σε χαρτί ολόκληρης της γης ή ενός τμήματός της.:
  • Ο χάρτης είναι σχεδόν πάντα απαραίτητος κατά τη διδασκαλία του μαθήματος της Γεωγραφίας.
  • Σύνθ.: χαρτογράφηση
  • Οικογ. Λέξ.: χάρτα, χαρτί, χάρτινος, χαρτένιος
  • Προσδιορ.: (1) γεωφυσικός, πολιτικός, οδικός
  • Φράσεις: 1. Συνταγματικός ή καταστατικός χάρτης 2. Άσκηση επί χάρτου 3. Σβήσε με από το χάρτη
  • Επεξηγ.: 1. το Σύνταγμα μιας χώρας 2. άσκηση στρατιωτικών μονάδων πάνω στο χάρτη και χωρίς στρατιώτες 3. μη με υπολογίζεις

χαρωπός -ή, -ό

  • Επίθετο, Ε1, έμψυχα, (χα-ρω-πός), [ελνστ. χαρωπὸς < αρχ. χαροπὸς]
  • χαρούμενος,γελαστός, εύθυμος:
  • Τα χαρωπά πρόσωπα των παιδιών έδειχναν την ικανοποίησή τους από τη χριστουγεννιάτικη σχολική γιορτή.
  • Συνών.: Αντίθ. σκυθρωπός
  • Οικογ. Λέξ.: χαρωπά (επίρρ.)
  • Προσδιορ.: πρόσωπο, όψη

χείμαρρος

  • (ο), Ουσιαστικό, Ο16, (χεί-μαρ-ρος), [λόγ. < ελνστ. χείµαρρος < χείµα (=χειµώνας, κρύο) + ῥοῦς]
  • 1. ορμητικό ρεύμα νερού που σχηματίζεται ύστερα από δυνατές βροχές ή όταν λιώνει το χιόνι. 2. (μτφ.) καθετί που είναι ορμητικό και ασταμάτητο.:
  • 1. Η ξαφνική καταιγίδα μετέτρεψε τον ξεροπόταμο σε ορμητικό χείμαρρο. 2. Όταν άρχισε να μιλάει, ήταν πραγματικός χείμαρρος.
  • Οικογ. Λέξ.: χειμαρρώδης
  • Προσδιορ.: (1, 2) ορμητικός, πραγματικός, (2) σωστός