Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό

Αποτελέσματα για: ""

Βρέθηκαν 503 Λήμματα [1 - 10]

1

  • παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών
  • 1. σχηματίζει το θηλυκό γένος:
  • (θεός) θεά, (θείος) θεία, (μπέμπης) μπέμπα, (σκλάβος) σκλάβα, (δάσκαλος) δασκάλα, (Aφρικάνος) Aφρικάνα, (Kινέζος) Kινέζα, (Ρουμάνος) Ρουμάνα, (Bούλγαρος) Bουλγάρα, (κουνέλι) κουνέλα.
  • 2. έχει μεγεθυντική σημασία:
  • (κεφάλι) κεφάλα, (κουτί) κούτα, (ποδάρι) ποδάρα.

2

  • παραγωγική κατάληξη επιρρημάτων
  • συνήθως δηλώνει τρόπο:
  • (άσχημος) άσχημα, (ξυστός) ξυστά, (όμορφος) όμορφα, (ωραίος) ωραία, (βαθύς) βαθιά, (παχύς) παχιά.

-αγορά

  • το ουσιαστικό αγορά ως β΄ συνθετικό
  • σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά:
  • κεφαλαιαγορά, χρηματαγορά. || για χώρο συναλλαγής

-άδα

  • παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών
  • 1. δηλώνει ιδιότητα:
  • (γρήγορος) γρηγοράδα, (ζωηρός) ζωηράδα.
  • 2. σχηματίζει ουσιαστικά παράγωγα από απόλυτα αριθμητικά:
  • (δέκα) δεκάδα, (πέντε) πεντάδα, (έντεκα) εντεκάδα, (ογδόντα) ογδοντάδα.
  • 3. δηλώνει χυμό ή φαγητό:
  • (βύσσινο) βυσσινάδα, (λεμόνι) λεμονάδα, (μανταρίνι) μανταρινάδα, (μακαρόνια) μακαρονάδα, (φασόλια) φασολάδα.

-αδάκι

  • παραγωγική κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών
  • με υποκοριστική σημασία:
  • (πέτρα) πετραδάκι, (φτωχός) φτωχαδάκι.

-άδικο

  • παραγωγική κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών
  • δηλώνει κατάστημα:
  • (σάντουιτς) σαντουιτσάδικο, (φαστφούντ) φαστφουντάδικο.

-αινα

  • παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών
  • σχηματίζει το θηλυκό ενός ζώου:
  • (λέων) λέαινα, (λύκος) λύκαινα.

-αίνω

  • παραγωγική κατάληξη ρημάτων
  • δηλώνει ενέργεια:
  • (ακριβός) ακριβαίνω, (βαρύς) βαραίνω, (κουφός) κουφαίνω, (ξανθός) ξανθαίνω, (φαρδύς) φαρδαίνω, (σκούρος) σκουραίνω, (φτηνός) φτηναίνω, (χοντρός) χοντραίνω.

-αίος -αία -αίο

  • παραγωγική κατάληξη επιθέτων
  • δηλώνει τόπο ή τρόπο:
  • (άκρη) ακραίος, (πηγή) πηγαίος.

-αίος θηλ. -αία

  • παραγωγική κατάληξη ουσιαστικών
  • δηλώνει καταγωγή από πόλη ή τόπο:
  • (Ευρώπη) Ευρωπαίος - Ευρωπαία, (Kέρκυρα) Kερκυραίος - Κερκυραία, (Ρώμη) Ρωμαίος - Ρωμαία.