Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Ε"

Βρέθηκαν 47 Λήμματα [1 - 10]

έθιμο

  • (το), Ουσιαστικό, Ο34, (έ-θι-μο, γεν. -ίμου, πληθ. -α), [λόγ. < αρχ. ἒθος (=συνήθεια)]
  • κάθε συνήθεια που επικράτησε και παραδίδεται από γενιά σε γενιά.:
  • Το ψήσιμο του αρνιού στη σούβλα είναι ένα ελληνικό παραδοσιακό πασχαλινό έθιμο.
  • Συνών.: Συνών.: παράδοση
  • Σύνθ.: εθιμοτυπία, εθιμοτυπικός, εθιμοτυπικά (επίρρ.)
  • Οικογ. Λέξ.: εθιμικός
  • Προσδιορ.: αρχαίο, πατροπαράδοτο, τοπικό, θρησκευτικό, λατρευτικό

έθνος

  • (το), Ουσιαστικό, Ο37, (έ-θνος, γεν. -ους,πληθ. -η), [λόγ. < αρχ. ἒθνος (= οµάδα ανθρώπων)]
  • ομάδα ανθρώπων που τους συνδέει κοινό ιστορικό παρελθόν, κοινός πολιτισμός και συνήθως κοινή γλώσσα και θρησκεία.:
  • Κάθε έθνος έχει τα δικά του ήθη και έθιμα και τις δικές του παραδόσεις.
  • Συνών.: Συνών.: φυλή, γένος
  • Σύνθ.: εθναπόστολος, εθνάρχης, εθνομάρτυρας, εθνόσημο, εθνεγερσία, εθνοσυνέλευση
  • Οικογ. Λέξ.: εθνικός, εθνικότητα, εθνικιστής, εθνικισμός, εθνότητα
  • Προσδιορ.: ένδοξο, μαρτυρικό, δοξασμένο, φιλειρηνικό, αρχαίο

είδηση

  • (η), Ουσιαστικό, Ο28, (εί-δη-ση, γεν. -ης, -ήσεως, πληθ. -ήσεις, γεν. -ήσεων), [αρχ. εἲδησις < οἶδα (= γνωρίζω )]
  • 1. πληροφορία, μήνυμα, αγγελία. 2. (πληθ.) η μετάδοση των κυριότερων γεγονότων της ημέρας από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση.:
  • 1. Η είδηση για το ναυάγιο μαθεύτηκε σε ολόκληρη τη χώρα. 2. Ακούσαμε για την αλλαγή του καιρού στο βραδινό δελτίο ειδήσεων της τηλεόρασης.
  • Συνών.: (1, 2) νέο (το), ανακοίνωση, ειδοποίηση, αναγγελία
  • Σύνθ.: ειδησεογραφία, συνείδηση
  • Προσδιορ.: (1, 2) ανεξακρίβωτη, αποκαλυπτική, ανακριβής, συνταρακτική,τραγική, χαρμόσυνη, επίκαιρη

ειλικρίνεια

  • (η), Ουσιαστικό, Ο20, (ει-λι-κρί-νει-α, γεν. -ας, πληθ. - ), [αρχ. εἰλικρίνεια < εἰλικρινὴς]
  • το να εκφράζεται κανείς με αληθινό και γνήσιο τρόπο, χωρίς υποκρισία.:
  • Θα σου μιλήσω με ειλικρίνεια, όπως ταιριάζει σε πραγματικούς φίλους.
  • Συνών.: Αντίθ.: ανειλικρίνεια, προσποίηση Συνών.: ευθύτητα, ανυποκρισία
  • Σύνθ.: ανειλικρίνεια
  • Οικογ. Λέξ.: ειλικρινής, ειλικρινά (επίρρ.)

ειρήνη

  • (η), Ουσιαστικό, Ο25, (ει-ρή-νη, γεν. -ης, πληθ. - ), [αρχ. εἰρήνη]
  • 1. κατάσταση ηρεμίας και καλών σχέσεων μεταξύ ανθρώπων, λαών, κρατών κ.λπ., απουσία ταραχών και πολεμικών συγκρούσεων. 2. συνθήκη, συμφωνία για τον τερματισμό εμπόλεμης κατάστασης.:
  • 1. Η ειρήνη ανάμεσα στους λαούς είναι το πολυτιμότερο αγαθό. 2. Το 1945 υπογράφτηκε ειρήνη ανάμεσα στις Η.Π.Α. και την Ιαπωνία.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1) πόλεμος, εχθροπραξίες
  • Σύνθ.: ειρηνοποιός, ειρηνόφιλος, ειρηνοδικείο
  • Οικογ. Λέξ.: ειρηνικός, ειρηνικά (επίρρ.), ειρηνεύω, ειρήνευση, ειρηνευτής, ειρηνευτικός
  • Προσδιορ.: (1,2) παγκόσμια, (1) κοινωνική, εργασιακή

έκθεση

  • (η), Ουσιαστικό, Ο28, (έκ-θε-ση, γεν. -ης, -έσεως, πληθ. -έσεις, -έσεων), [λόγ. < αρχ. ἒκθεσις < ἐκτίθηµι]
  • 1. δημόσια παρουσίαση προϊόντων ή έργων τέχνης σε κάποιο χώρο. 2. λεπτομερής γραπτή παρουσίαση ενός γεγονότος. 3. σχολικό μάθημα στο οποίο οι μαθητές αναπτύσσουν γραπτά κάποιο θέμα.:
  • 1. Η Πινακοθήκη διοργάνωσε μια μεγάλη έκθεση με έργα Ελλήνων ζωγράφων. 2. Η Τροχαία κατέθεσε αναλυτική έκθεση για το αυτοκινητικό δυστύχημα. 3. Από μικρός έγραφε πολύ καλές εκθέσεις για το περιβάλλον.
  • Συνών.: Συνών.: (2) αναφορά
  • Σύνθ.: εκθέτω, εκθέτης, έκθετος, εκθετήριο, έκθεμα
  • Προσδιορ.: (1) ανθοκομική, εμπορική, καλλιτεχνική, τοπική, ζωγραφική, (2) εμπιστευτική, υπηρεσιακή, αναλυτική, αστυνομική, ιατροδικαστική, (1, 2) διεθνής

εκκλησία

  • (η), Ουσιαστικό, Ο19, (εκ-κλη-σί-α), [λόγ. < αρχ. ἐκκλησία < ἐκκαλῶ (=καλώ κάποιον έξω)]
  • 1. ο χριστιανικός ναός. 2. το σύνολο των χριστιανών. 3. η συγκέντρωση των πολιτών στην αρχαία Ελλάδα.:
  • 1. Η εκκλησία της ενορίας κτίστηκε με δωρεές των κατοίκων. 2. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του Αγίου Δημητρίου στις 26 Οκτωβρίου. 3. Για θέματα του κράτους της αρχαίας Αθήνας αποφάσιζε η εκκλησία του δήμου.
  • Συνών.: Συνών.: (2) χριστιανοσύνη
  • Σύνθ.: ξωκλήσι, παρεκκλήσι
  • Οικογ. Λέξ.: εκκλησιάζομαι, εκκλησιαστικός, εκκλησίασμα, εκκλησιασμός
  • Προσδιορ.: (1, 2) ορθόδοξη, καθολική, προτεσταντική, δυτική, ρωμαϊκή, βυζαντινή
  • Φράσεις: Η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία
  • Επεξηγ.: το Οικουμενικό Πατριαρχείο

εκλογή

  • (η), Ουσιαστικό, Ο24, (ε-κλο-γή), [αρχ. ἐκλογὴ < ἐκλέγω]
  • 1. το να αναδεικνύεται κάποιος σε ένα αξίωμα ή σε μια θέση με ψηφοφορία. 2. (πληθ.) η επίσημη ψηφοφορία για την ανάδειξη βουλευτών ή δημοτικών και κοινοτικών αρχών.:
  • 1. Η εκλογή του στον εκπολιτιστικό σύλλογο της περιοχής του ήταν αναμενόμενη. 2. Οι βουλευτικές εκλογές διεξάγονται κάθε τέσσερα χρόνια.
  • Σύνθ.: εκλογοδικείο, εκλογολόγος
  • Οικογ. Λέξ.: εκλέγω, εκλεγμένος, εκλογικός, εκλόγιμος
  • Προσδιορ.: (1, 2) υποχρεωτική, (2) (πληθ.) νόθες, παράνομες, επαναληπτικές, βουλευτικές, δημοτικές

έκταση

  • (η), Ουσιαστικό, Ο28, (έ-κτα-ση, γεν. -ης, -άσεως, πληθ. -άσεις), [λόγ. < αρχ. ἒκτασις < ἐκτείνω]
  • 1. το εμβαδόν μιας επιφάνειας. 2. η χρονική διάρκεια. 3. το μέγεθος, η σπουδαιότητα. 4. το τέντωμα, το άπλωμα.:
  • 1. Οι πλημμύρες κατέστρεψαν μεγάλες εκτάσεις καλλιεργημένης γης. 2. Η συζήτηση πήρε μεγάλη έκταση. 3. Η έκταση των ζημιών ήταν πολύ μεγάλη. 4. Η έκταση των χεριών είναι παράγγελμα της γυμναστικής.
  • Συνών.: (4) σύμπτυξη
  • Σύνθ.: επέκταση
  • Οικογ. Λέξ.: εκτείνω, εκτεταμένος
  • Προσδιορ.: (1, 2, 3) μικρή, μεγάλη, απέραντη, περιορισμένη, ανυπολόγιστη, (1) αχανής
  • Φράσεις: Το γεγονός πήρε μεγάλη έκταση
  • Επεξηγ.: έγινε πολύ γνωστό

εκτιμώ

  • Ρήμα, Ρ5, (ε-κτι-μώ), (αόρ.εκτίμησα, παθ. αόρ. εκτιμήθηκα, παθ.μτχ. εκτιμημένος), [αρχ. ἐκτιµῶ]
  • 1. (μτβ.) αναγνωρίζω την αξία κάποιου, τιμώ. 2. (μτβ.) καθορίζω την τιμή, υπολογίζω την αξία ενός πράγματος ή μιας πράξης.:
  • 1. Εκτίμησαν τις επιστημονικές του γνώσεις. 2. Εκτιμώ ότι η αξία του οικοπέδου είναι μικρότερη.
  • Συνών.: Συνών.: (1) σέβομαι , (2) κοστολογώ, αποτιμώ
  • Σύνθ.: συνεκτιμώ, υπερεκτιμώ
  • Οικογ. Λέξ.: εκτίμηση, εκτιμητής