Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Κ"

Βρέθηκαν 65 Λήμματα [1 - 10]

καθαρός, -ή, -ό

  • Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα, (κα-θα-ρός), [αρχ. καθαρὸς]
  • 1. απαλλαγμένος από βρομιές, αλέρωτος. 2. ανόθευτος, που δεν περιέχει ξένες ουσίες. 3. αίθριος, ασυννέφιαστος. 4. αυτός που δεν κάνει ή δε σκέφτεται κακό.:
  • 1. Όλοι πρέπει να διατηρούμε τις ακτές καθαρές. 2. Το δαχτυλίδι που φορά είναι από καθαρό χρυσάφι. 3. Σήμερα ο ουρανός είναι καθαρός. 4. Είναι ένας αγνός άνθρωπος με καθαρή ψυχή.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1) ακάθαρτος, βρόμικος, λερωμένος Συνών.: (1) καθάριος, (2, 4) αγνός, (3) ανέφελος, (4) αναμάρτητος
  • Σύνθ.: ξεκάθαρος, πεντακάθαρος, ολοκάθαρος, καθαρόαιμος
  • Οικογ. Λέξ.: καθαρά(επίρρ.), καθαρίζω, κάθαρση, καθαρότητα, καθαριότητα
  • Φράσεις: Καθαρά χέρια Παροιμ.: Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται
  • Επεξηγ.: δεν ευθύνομαι για ανέντιμη πράξη

καθεστώς

  • (το), Ουσιαστιακοπ. Μτχ., (κα-θε-στώς, γεν. -ώτος, πληθ. -ώτα), [µτγν. καθεστὼς < αρχ. καθίστηµι]
  • ο τρόπος με τον οποίο κυβερνάται ένα κράτος ή είναι οργανωμένη μια κοινωνία.:
  • Αυτή η χώρα έχει δημοκρατικό καθεστώς.
  • Οικογ. Λέξ.: καθεστωτικός
  • Προσδιορ.: κοινοβουλευτικό, αυταρχικό, συνταγματικό, φεουδαρχικό, αστικό, φιλελεύθερο, σοσιαλιστικό

κάθετος, -η, -ο

  • Επίθετο, Ε2, άψυχα, (κά-θε-τος), [αρχ. κάθετος]
  • 1. που έχει διεύθυνση κατακόρυφη προς την επιφάνεια της γης. 2. (γεωμ.) η ευθεία που τέμνει άλλη ευθεία ή επίπεδο κατακόρυφα, σχηματίζοντας ορθή γωνία.:
  • 1. Η εστία του τερματοφύλακα έχει ένα οριζόντιο και δύο κάθετα δοκάρια. 2. Η οδός Καποδίστρια είναι κάθετη στην οδό Δωδώνης.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1) οριζόντιος Σύνθ.: καθετόμετρο
  • Οικογ. Λέξ.: κάθετα (επίρρ.), καθέτως (επίρρ.)

καθήκον

  • (το), Ουσιαστικό, Ο45, (κα-θή-κον, γεν. -οντος, πληθ. -α), [αρχ. καθῆκον < καθήκω (= αρµόζω)]
  • 1. ό,τι επιβάλλεται να κάνουμε σύμφωνα με τον ηθικό νόμο, το χρέος. 2. ό,τι επιβάλλεται από τους νόμους του κράτους, η υποχρέωση του πολίτη.:
  • 1. Είναι γενικό καθήκον να βοηθάμε τα ηλικιωμένα άτομα. 2. Είναι καθήκον προς την πατρίδα να υπηρετούμε στο στρατό.
  • Συνών.: Συνών.: (1) επιταγή
  • Σύνθ.: καθηκοντολογία
  • Προσδιορ.: (1) ιερό, (2) συνταγματικό, (1, 2) συζυγικό, αυτονόητο

κάθομαι

  • Ρήμα, (κά-θο-μαι), (αόρ. κάθισα και έκα-τσα, παθ. μτχ. καθισμένος)
  • 1. (αμτβ.) βρίσκομαι πάνω σε κάθισμα ή σε οποιαδήποτε άλλη θέση μπορώ να στηριχτώ. 2. (αμτβ.) κατοικώ, μένω. 3. (αμτβ.) δεν εργάζομαι, μένω αδρανής. 4. (αμτβ.) υπομένω, ανέχομαι.:
  • 1. Οι μαθητές κάθισαν στις θέσεις τους και αμέσως άρχισε το μάθημα. 2. Κάθεται στην ίδια γειτονιά εδώ και πολλά χρόνια. 3. Πήρε σύνταξη από τη δουλειά του και τώρα κάθεται. 4. Γιατί κάθεσαι και τον ακούς, αφού σου μιλάει με τόσο άσχημο τρόπο;
  • Συνών.: Αντίθ.: στέκομαι Συνών.: (2) διαμένω
  • Σύνθ.: στρογγυλοκάθομαι
  • Φράσεις: 1. Κάθομαι σ' αναμμένα κάρβουνα 2. Κάθομαι με σταυρωμένα χέρια 3. Κάθομαι"στ' αυγά μου 4. Μου κάθεται στο στομάχι
  • Επεξηγ.: 1. ανησυχώ 2. δεν κάνω τίποτα 3. δεν ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις 4. μου είναι αντιπαθής

καθυστερώ

  • Ρήμα, Ρ6, (κα-θυ-στε-ρώ), (αόρ. καθυστέρησα, παθ. αόρ. καθυστερήθηκα, παθ. μτχ. καθυστερημένος), [αρχ. καθυστερῶ]
  • 1. (μτβ.) κάνω κάποιον να αργοπορήσει, να χάσει χρόνο. 2. (μτβ.) δε δίνω έγκαιρα τα οφειλόμενα.:
  • 1. Το χιόνι τον καθυστέρησε να φτάσει γρήγορα στη δουλειά του. 2. Μερικές φορές καθυστερεί να πληρώσει τα κοινόχρηστα.
  • Οικογ. Λέξ.: καθυστέρηση, καθυστερημένα (επίρρ.)

καιρός

  • (ο), Ουσιαστικό, Ο13, (και-ρός, γεν. -ού, πληθ. -οί), [αρχ. καιρὸς]
  • 1. μετεωρολογικές συνθήκες που επικρατούν σε δεδομένη στιγμή και σε συγκεκριμένη περιοχή. 2. κατάλληλη ευκαιρία. 3. χρονικό διάστημα. 4. διαθέσιμος χρόνος.:
  • 1. Στη βορειοανατολική Ελλάδα ο καιρός είναι σήμερα αίθριος. 2. Τώρα είναι ο κατάλληλος καιρός, για να κάνουμε τις καλοκαιρινές διακοπές μας. 3. Πέρασε πολύς καιρός από τότε που τον είδα για τελευταία φορά. 4. Δεν έχω καθόλου καιρό, για να επισκεφτώ την ιδιαίτερη πατρίδα μου.
  • Σύνθ.: καιροσκόπος, καιροφυλακτώ, άκαιρος, πρόσκαιρος, επίκαιρος
  • Οικογ. Λέξ.: καιρικός
  • Προσδιορ.: (1) ανοιξιάτικος, απειλητικός, άστατος
  • Φράσεις: 1. Παντός καιρού 2. Του καλού καιρού 3. Απ' τον καιρό του Νώε 4. Μια φορά κι έναν καιρό 5. Έχει ο καιρός γυρίσματα Παροιμ.: Κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο
  • Επεξηγ.: 1. κατάλληλος για όλες τις καιρικές συνθήκες 2. υπερβολικά 3. από πολύ παλιά 4. κάποτε 5. για να δηλώσουμε απρόβλεπτες μεταβολές που μπορεί να συμβούν

καίω

  • Ρήμα, (καί-ω), (αόρ. έκαψα, παθ. αόρ. κάηκα, παθ. μτχ. καμένος)
  • 1. (μτβ.) βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω. 2. (μτβ.) ξοδεύω ρεύμα, βενζίνη, πετρέλαιο κ.λ.π. . 3. (αμτβ.) (μτφ.) είμαι καυτός.:
  • 1. Από απροσεξία έκαψαν το δάσος. 2. Φέτος κάψαμε πολύ πετρέλαιο. 3. Ο Αυγουστιάτικος ήλιος έκαιγε.
  • Συνών.: Συνών.: (2) καταναλώνω
  • Σύνθ.: κατακαίγω
  • Οικογ. Λέξ.: καύση, καυστήρας, καυστικός, καύσωνας, καυτός, καυτερός, κάψιμο
  • Φράσεις: Δε μου καίγεται καρφί
  • Επεξηγ.: δε με ενδιαφέρει καθόλου

καλλιεργώ

  • Ρήμα, Ρ6, (καλ-λι-ερ-γώ), (αόρ. καλλιέργησα, παθ. αόρ. καλλιεργήθηκα, παθ. μτχ. καλλιεργημένος), [µτγν. καλλιεργῶ]
  • 1. (μτβ.) δουλεύω τη γη, για να την κάνω εύφορη ή για να αναπτυχθούν τα φυτά. 2. (μτβ.) (μτφ.) ασχολούμαι με κάτι δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον και επιμέλεια.:
  • 1. Οι γεωργοί καλλιεργούν συστηματικά τα χωράφια τους. 2. Οι αρχαίοι Έλληνες καλλιέργησαν τα γράμματα και τις τέχνες.
  • Οικογ. Λέξ.: καλλιέργεια, καλλιεργητής, καλλιεργήσιμος
  • Φράσεις: Καλλιεργημένος
  • Επεξηγ.: μορφωμένος

καλύπτω

  • Ρήμα, Ρ2, (κα-λύ-πτω), (αόρ. κάλυψα, παθ. αόρ. καλύφθηκα, παθ. μτχ. καλυμμένος), [αρχ. καλύπτω]
  • 1. (μτβ.) σκεπάζω κάτι με κάτι άλλο. 2. (μτβ.) συγκαλύπτω, αποκρύπτω κάτι. 3. (μτβ.) (μτφ.) προστατεύω, δικαιολογώ. 4. (μτβ.) διανύω μια απόσταση.:
  • 1. Κάλυψε το σώμα του μωρού με μια μάλλινη κουβέρτα. 2. Δεν μπόρεσαν να καλύψουν τα ίχνη που άφησαν στο έδαφος. 3. Ο διευθυντής κάλυψε τους υπαλλήλους για το λάθος που έγινε. 4. Το τρένο καλύπτει τη διαδρομή Αθήνα-Θεσσαλονίκη σε πέντε ώρες.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1) αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, φανερώνω
  • Σύνθ.: ανακαλύπτω, συγκαλύπτω, επικαλύπτω, αποκαλύπτω, υπερκαλύπτω
  • Οικογ. Λέξ.: κάλυμμα, κάλυψη