Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Γ"

Βρέθηκαν 10 Λήμματα [1 - 10]

γαλαξίας

  • (ο), Ουσιαστικό, Ο2, (γα-λα-ξί-ας), [λόγ. < ελνστ. γαλαξίας]
  • φωτεινή ζώνη στον ουρανό που αποτελείται από εκατομμύρια αστέρια.:
  • Ο γαλαξίας της Ανδρομέδας βρίσκεται στο βόρειο ημισφαίριο.

    γαλήνη

    • (η), Ουσιαστικό, (γα-λή-νη, γεν. -ης, πληθ. - ), [λόγ. < αρχ. γαλήνη]
    • 1. ηρεμία, ησυχία στη φύση και κυρίως στη θάλασσα. 2. (μτφ.) η ψυχική ηρεμία.:
    • 1. Όταν επικρατούσε γαλήνη στη θάλασσα, οι ψαράδες έβγαιναν για ψάρεμα. 2. Κοντά στην οικογένεια βρήκε τη γαλήνη που ζητούσε.
    • Συνών.: Αντίθ.: (1) τρικυμία, φουρτούνα, (2) ταραχή, αναστάτωση Συνών.:(1) νηνεμία, μπουνάτσα, (2) πραότητα
    • Οικογ. Λέξ.: γαληνεύω, γαλήνιος, γαλήνεμα
    • Προσδιορ.: (1) νυχτερινή, (1, 2) ολύμπια, ουράνια, (2) στωική, φαινομενική, θεία

    γεγονός

    • (το), Ουσιαστικοπ. Μτχ., (γε-γο-νός, γεν.-ότος, πληθ. -ότα), [λόγ. < αρχ. γεγονὸς < γίγνοµαι]
    • κάτι που έχει συμβεί και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.:
    • Η επανάσταση του 1821 είναι ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός.
    • Συνών.: Συνών.: συμβάν, περιστατικό, πραγματικότητα
    • Οικογ. Λέξ.: γίνομαι
    • Προσδιορ.: βαρυσήμαντο, δραματικό, αξιομνημόνευτο, συγκινητικό

    γελώ

    • Ρήμα, Ρ5, (γε-λώ), (αόρ.γέλασα, παθ. αόρ. γελάστηκα, παθ. μτχ. γελασμένος), [αρχ. γελῶ]
    • 1. (αμτβ.) ξεσπώ σε γέλια. 2. (μτβ.) (μτφ.) εξαπατώ, κοροϊδεύω.:
    • 1. Τους διηγήθηκε μια ιστορία και στο τέλος όλοι γέλασαν με την καρδιά τους. 2. Τον γέλασε με την υπόσχεση που του έδωσε.
    • Συνών.: Αντίθ.: κλαίω Συνών.: (2) ξεγελώ, παραπλανώ
    • Σύνθ.: κρυφογελώ, χαμογελώ
    • Οικογ. Λέξ.: γέλιο, γελαστός, γελαστά (επίρρ.), γελοίος, γελοιότητα
    • Φράσεις: 1. Γελούν και τα μουστάκια του / τα αυτιά του 2. Θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι 3. Θα σε γελάσω! 4. Δεν είναι παίξε-γέλασε
    • Επεξηγ.: 1. είναι πολύ χαρούμενος 2. για μια αστεία υπόθεση 3. δεν είμαι βέβαιος 4. χρειάζεται μεγάλη προσοχή

    γεννώ

    • Ρήμα, Ρ5, (γεν-νώ), (αόρ.γέννησα, παθ. αόρ. γεννήθηκα, παθ. μτχ. γεννημένος), [αρχ. γεννῶ]
    • 1. (μτβ.) κάνω παιδιά, (για πουλιά, ψάρια και ερπετά) κάνω αυγά. 2. (μτφ.) δημιουργώ, επινοώ. 3. (ως μτχ. παρακ.) (αμτβ.) είμαι από τη φύση μου, εκ γενετής.:
    • 1. Η αγελάδα γέννησε ένα χαριτωμένο μοσχαράκι. 2. Το μυαλό του γεννούσε συνεχώς νέες ιδέες. 3. Ο Γιώργος είναι γεννημένος ζωγράφος.
    • Συνών.: Συνών.: (1) τεκνοποιώ
    • Σύνθ.: ξεγεννώ
    • Οικογ. Λέξ.: γέννηση, γεννητικός, γεννήτρια, γέννημα, γεννητούρια (τα)
    • Φράσεις: Όπως τον γέννησε η μάνα του Παροιμ.: Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες
    • Επεξηγ.: γυμνός

    γεωργία

    • (η), Ουσιαστικό, Ο19, (γε-ωρ-γί-α, γεν. -ας, πληθ. - ), [λόγ. < αρχ. γεωργία < γεωργὸς < γῆ + ἒργον]
    • η συστηματική καλλιέργεια της γης για την παραγωγή προϊόντων.:
    • Με τη γεωργία ασχολείται ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού.
    • Οικογ. Λέξ.: γεωργός, γεωργικός

    γνωρίζω

    • Ρήμα, Ρ4, (γνω-ρί-ζω), (αόρ. γνώρισα, παθ. αόρ. γνωρίστηκα, παθ. μτχ. αναγνωρισμένος), [αρχ. γνωρίζω]
    • 1. (μτβ.) κάνω κάτι γνωστό, φανερώνω. 2. (μτβ.) αναγνωρίζω, διακρίνω. 3. (μτβ.) ξέρω, κατέχω.:
    • 1. Σας γνωρίζουμε ότι πετύχατε στο διαγωνισμό. 2. Γνώρισα το γείτονά μου από τη δυνατή φωνή του. 3. Γνωρίζει άπταιστα τρεις ξένες γλώσσες.
    • Συνών.: Αντίθ.: (3) αγνοώ Συνών.: (1) πληροφορώ
    • Σύνθ.: αναγνωρίζω, παραγνωρίζω
    • Οικογ. Λέξ.: γνώριμος, γνώριμα (επίρρ.), γνωριμία, γνώρισμα

    γράμμα

    • (το), Ουσιαστικό, Ο39, (γράμ-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα), [αρχ. γράµµα < γράφω]
    • 1. το γραπτό σύμβολο για κάθε φθόγγο μιας γλώσσας. 2. γραπτό κείμενο που απευθύνεται σε κάποιον, επιστολή. 3. (πληθ.) γνώσεις, σπουδές, λογοτεχνία.:
    • 1. Το ελληνικό αλφάβητο έχει είκοσι τέσσερα γράμματα. 2. Έστειλε ένα γράμμα στο θείο του στη Γερμανία. 3. Κατά την περίοδο της Αναγέννησης αναπτύχθηκαν σημαντικά τα γράμματα και οι τέχνες.
    • Συνών.: Συνών.: (1) ψηφίο, (3) φιλολογία
    • Σύνθ.: γραμματόσημο, γραμματοκιβώτιο, μονόγραμμα, σύγγραμμα, διάγραμμα, περίγραμμα
    • Οικογ. Λέξ.: γραμματικός, γραμματική, γραμματέας, γραμματεία, γραμμάτιο
    • Προσδιορ.: (2) καλογραμμένο, ανοιχτό, αποχαιρετιστήριο, ανώνυμο
    • Φράσεις: 1. Ψιλά γράμματα 2. Δεν παίρνει τα γράμματα 3. Παίζω το κεφάλι μου κορόνα-γράμματα
    • Επεξηγ.: 1. για κάτι ασήμαντο 2. υστερεί στο σχολείο 3. βάζω σε κίνδυνο

    γράφω

    • Ρήμα, Ρ2, (γρά-φω), (αόρ.έγραψα, παθ. αόρ. γράφτηκα, παθ. μτχ. γραμμένος), [αρχ. γράφω]
    • 1. (μτβ.) παρασταίνω με γράμματα τις σκέψεις και τα συναισθήματα. 2. (μτβ.) στέλνω επιστολή, αλληλογραφώ. 3. (μτβ.) γράφω κάποιον σε καταλόγους. 4. (μτβ.) συντάσσω βιβλίο, άρθρο, μουσική. 5. (μτβ.) ορίζω κληρονόμο, κληροδοτώ.:
    • 1. Γράφω τις εντυπώσεις μου από τη σχολική εκδρομή. 2. Μου γράφει δυο φορές την εβδομάδα. 3. Έγραψε το παιδί του στο σχολείο. 4. Γράφει λογοτεχνικά βιβλία. 5. Έγραψε στην κόρη του το σπίτι στο χωριό.
    • Συνών.: Συνών.: (4) συγγράφω
    • Σύνθ.: αντιγράφω, αναγράφω, εικονογραφώ, δακτυλογραφώ
    • Οικογ. Λέξ.: γραφή, γραφέας, γραφείο, γραφίδα, γράψιμο, γραπτός, γράμμα, γραμμή
    • Φράσεις: 1. Γράφει ιστορία 2. Είναι γραμμένο 3. Αν με ξαναδείς, γράψε μου
    • Επεξηγ.: 1. έχει μεγάλη επιτυχία 2. το τυχερό, το πεπρωμένο 3. δεν πρόκειται να ξανασυναντηθούμε

    γωνία

    • (η), Ουσιαστικό, Ο19, (γω-νί-α), [αρχ. γωνία]
    • 1. σχήμα της γεωμετρίας που ορίζεται από δύο ημιευθείες ή επίπεδες επιφάνειες που έχουν κοινή κορυφή. 2. σημείο συνάντησης δύο δρόμων, στροφή.:
    • 1.Οι γωνίες ενός τριγώνου μπορεί να είναι ορθές, οξείες ή αμβλείες. 2. Το σχολείο μας βρίσκεται στη γωνία Κοραή και Σολωμού.
    • Σύνθ.: γωνιόμετρο, διαγώνιος, ακρογωνιαίος
    • Οικογ. Λέξ.: γωνιακός, γωνιαίος, γωνιώδης
    • Φράσεις: 1. Οπτική γωνία 2. Βάζω κάποιον στη γωνία
    • Επεξηγ.: 1. η θέση από την οποία βλέπει κανείς τα πράγματα 2. τον βάζω στο περιθώριο