Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Ν"

Βρέθηκαν 19 Λήμματα [1 - 10]

ναδίρ

  • (το), Ουσιαστικό, άκλ., (να-δίρ), [λόγ. < γαλλ. nadir]
  • 1. το σημείο στο οποίο η κατακόρυφη γραμμή που περνάει από τον παρατηρητή, συναντά προς τα κάτω τον ουράνιο θόλο. 2. το κατώτερο σημείο μιας εξέλιξης, σε αντίθεση με το ζενίθ.:
  • 1. Το ναδίρ και το ζενίθ βρίσκονται σε αντίθετη κατεύθυνση. 2. Η επίδοσή του βρέθηκε ξαφνικά από το ζενίθ στο ναδίρ.
  • Συνών.: Αντ.: (1, 2) ζενίθ

ναός

  • (ο), Ουσιαστικό, Ο13, (να-ός), [αρχ. ναὸς < ναίω (= κατοικώ)]
  • το κτίριο, ο τόπος όπου συγκεντρώνονται οι πιστοί μιαςθρησκείας και τελούν τη λατρεία τους.:
  • Ο ναός του Αγίου Σπυρίδωνα βρίσκεται στο κέντρο της Κέρκυρας.
  • Συνών.: Συνών.: εκκλησία, Οίκος Θεού
  • Σύνθ.: πρόναος
  • Προσδιορ.: αφιερωμένος, αναστηλωμένος, ενοριακός, πάνσεπτος, περίστυλος
  • Φράσεις: Ναός τηςΘέμιδος
  • Επεξηγ.: το δικαστήριο

ναύτης

  • (ο), Ουσιαστικό, Ο5, (ναύ-της, γεν. -η, πληθ. -ες, γεν. -ών), [αρχ. ναύτης < ναῦς(= πλοίο)]
  • αυτός που εργάζεται σε πλοίο ή υπηρετεί τη θητεία του σ΄ αυτό χωρίς να είναι βαθμοφόρος.:
  • Στο πλοίο υπηρετούν τη θητεία τους δέκα ναύτες.
  • Συνών.: Συνών: ναυτικός
  • Σύνθ.: ναυτεργάτης, ναυτοδικείο, πεζοναύτης, αστροναύτης, κοσμοναύτης
  • Οικογ. Λέξ.: ναυτικό, ναυτικός, ναυτιλία, ναυτιλιακός
  • Προσδιορ.: γενναίος, δόκιμος, έφεδρος

νερό

  • (το), Ουσιαστικό, Ο31, (νε-ρό), [µεσν. νερὸν < µτγν. νηρὸν < αρχ. νεαρὸν]
  • 1. υγρό άχρωμο, άοσμο και άγευστο, που είναι απαραίτητο για τη ζωή ανθρώπων, ζώων και φυτών. 2. το νερό της βροχής, η βροχή.:
  • 1. Το νερό της θάλασσας είναι αρμυρό. 2. Σήμερα έριξε πολύ νερό.
  • Συνών.: Συνών.: (1) ύδωρ
  • Σύνθ.: νεροποντή, χιονόνερο
  • Οικογ. Λέξ.: νερώνω, νερουλάς
  • Προσδιορ.: (1) αποσταγμένο, γλυφό, γάργαρο
  • Φράσεις: 1. Πίνω νερό στ' όνομά του 2. Βάζω το νερό στ' αυλάκι 3. Μια τρύπα στο νερό 4. Βάζω νερό στο κρασί
  • Επεξηγ.: 1. τον εκτιμώ 2. αρχίζει κάτι να λειτουργεί σωστά 3. τίποτε 4. μετριάζω

νέφος

  • (το), Ουσιαστικό, Ο37, (νέ-φος, γεν. -ους, πληθ. -η), [αρχ. νέφος]
  • 1. σύννεφο. 2. δηλητηριώδες σύννεφο από καπνούς και αέρια.:
  • 1. Τα νέφη συγκεντρώθηκαν στον ουρανό και έφεραν δυνατή βροχή. 2. Το νέφος δημιουργεί πολλά προβλήματα στους κατοίκους των μεγάλων πόλεων.
  • Συνών.: Συνών.: (1) νεφέλη
  • Σύνθ.: σύννεφο, νεφοσκεπής
  • Οικογ. Λέξ.: νεφελώδης, νεφέλωμα
  • Προσδιορ.: (2) ραδιενεργό, φωτοχημικό

νικώ

  • Ρήμα, Ρ5, (νι-κώ), (αόρ. νίκησα, παθ. αόρ. νικήθηκα, παθ. μτχ. νικημένος), [αρχ. νικῶ]
  • 1. (μτβ.) κερδίζω τους αντιπάλους μου σε μάχη ή αγώνα. 2. (μτβ.) (μτφ.) συγκρατώ, ελέγχω.:
  • 1. Οι Έλληνες νίκησαν τους Πέρσες στη μάχη του Μαραθώνα. 2. Νίκησε το πάθος του για το κάπνισμα.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1, 2) ηττώμαι, (1) χάνω Συνών: (1) επικρατώ, (2) επιβάλλομαι
  • Σύνθ.: κατανικώ
  • Οικογ. Λέξ.: νίκη, νικητής, νικητήριος, Νίκη, Νικήτας
  • Φράσεις: Νικώ κατά κράτος
  • Επεξηγ.: νικώ ολοκληρωτικά

νιώθω

  • Ρήμα, Ρ4, (νιώ-θω), (αόρ. ένιωσα), [µεσν. γνώθω < αρχ. γιγνώσκω]
  • 1.(αμτβ.) αισθάνομαι. 2. (μτβ.) συναισθάνομαι. 3. (μτβ.) καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι.:
  • 1. Νιώθω πολύ καλά σήμερα. 2. Ένιωσα το λάθος μου και το διόρθωσα. 3. Του μιλάς και δε νιώθει τι του λες.
  • Συνών.: Συνών.: (3) κατανοώ

νόημα

  • (το), Ουσιαστικό, Ο40, (νό-η-μα, γεν. -ήμα-τος, πληθ. -ήματα), [αρχ. νόηµα < νοῶ ]
  • 1. σημασία, έννοια 2. γνέψιμο, νεύμα.:
  • 1. Τα παιδιά κατάλαβαν το νόημα του ποιήματος. 2. Τους έκανε νόημα να φύγουν.

    νοημοσύνη

    • (η), Ουσιαστικό, Ο26, (νο-η-μο-σύ-νη, γεν. -ης, πληθ. - ), [< αρχ. νοήµων]
    • η πνευματική ικανότητα του να καταλαβαίνει κανείς και να προσαρμόζεται σε νέες καταστάσεις, για να πετυχαίνει τουςστόχους του.:
    • Οι μεγάλοι επιστήμονες διακρίνονται γιατην υψηλή νοημοσύνη τους.
    • Συνών.: Συνών: ευφυΐα
    • Οικογ. Λέξ.: νοώ, νους, νόηση, νοημοσύνη, νοήμων, νοηματικός νοήμων
    • Προσδιορ.: (1, 2) ανώτερη, συναι-σθηματική, χαμηλή, υψηλή αινιγματικό, αλληγορικό, (1) ασύλληπτο
    • Φράσεις: Δείκτης νοημοσύνης
    • Επεξηγ.: βαθμός ευφυΐας

    νοικιάζω

    • Ρήμα, Ρ4, (νοι-κιά-ζω), (αόρ. νοίκιασα, παθ.αόρ. νοικιάστηκα,παθ. μτχ. νοικιασμένος), [µεσν. νοικιάζω < ελνστ. νοικιάζω < αρχ. νοίκιον]
    • 1. (μτβ.) δίνω ένα χρηματικό ποσό, για να χρησιμοποιήσω ένα ακίνητο ή κάποιο αντικείμενο. 2. (μτβ.) παίρνω ένα χρηματικό ποσό, για ν' αφήσω κάποιον να χρησιμοποιεί ένα χώρο ή ένα ακίνητο.:
    • 1. Νοίκιασε για δική του χρήση ένα μικρό διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης. 2. Νοικιάζω δυο διαμερίσματα σε φοιτητές.
    • Συνών.: Συνών: (1) μισθώνω, (2) εκμισθώνω
    • Οικογ. Λέξ.: ενοίκιο, νοίκιασμα, νοικάρης, ενοικιαστής, ενοικιαστήριο, ξενοίκιαστος, ανοίκιαστος