Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Λ"

Βρέθηκαν 17 Λήμματα [1 - 10]

λακωνικός, -ή,-ό

  • Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα, (λα-κω-νι-κός), [αρχ. λακωνικὸς < Λάκων]
  • 1. που σχετίζεται με τη Λακωνία και τους Λάκωνες. 2. ολιγόλογος, σύντομος.:
  • 1. Εξακολουθεί να τηρεί πιστά τα λακωνικά έθιμα, παρόλο που ζει στην Αθήνα. 2. Ο λόγος του είναι συνήθως λακωνικός και ουσιαστικός.
  • Συνών.: Αντίθ.: (2) πολυλογάς, φλύαρος Συνών.: (2) λιτός, επιγραμματικός, συνοπτικός
  • Οικογ. Λέξ.: Λακωνία, λακωνίζω, λακωνισμός, λακωνικότητα

λαός

  • (ο), Ουσιαστικό, Ο13, (λα-ός), [αρχ. λαὸς]
  • 1. το σύνολο των πολιτών ενός κράτους. 2. το σύνολο των κατοίκων μιας γεωγραφικής περιοχής, πόλης.:
  • 1. Ο ελληνικός λαός έχει μια πανάρχαια ιστορία. 2. Ο δήμαρχος μίλησε στο λαό της πόλης του.
  • Συνών.: Συνών.: (1, 2) κάτοικοι, πληθυσμός, πολίτες
  • Σύνθ.: λαογραφία, λαοθάλασσα, λαοφιλής, λαοπρόβλητος, λαοκρατία, λαοπλάνος, λαομίσητος
  • Οικογ. Λέξ.: λαϊκός, λαϊκότητα, λαϊκιστής, λαϊκισμός
  • Προσδιορ.: (1, 2) κυρίαρχος, ένδοξος, φιλήσυχος, προοδευτικός, περιούσιος

λατρεύω

  • Ρήμα, Ρ2, (λα-τρεύ-ω), (αόρ. λάτρεψα, παθ.αόρ. λατρεύτηκα, παθ. μτχ. λατρεμένος), [αρχ. λατρεύω < λάτρις]
  • 1. (μτβ.) σέβομαι, τιμώ το Θεό. 2. (μτβ.) έχω μεγάλη αγάπη για κάποιον ή για κάτι.:
  • 1. Οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου. 2. Λατρεύει την κρητική κουζίνα.
  • Συνών.: Αντίθ.: (2) μισώ, αντιπαθώ Συνών.: υπεραγαπώ
  • Οικογ. Λέξ.: λάτρης, λατρεία, λατρευτός, λατρευτικός

λεία

  • (η), Ουσιαστικό, Ο19, (λεί-α, γεν. -ας, πληθ.-), [αρχ. λεία]
  • 1. ό,τι αρπάζει κανείς απ' τους εχθρούς σε καιρό πολέμου. 2. τα θηράματα που γίνονται τροφή σαρκοβόρων ζώων.:
  • 1. Οι θησαυροί της Πόλης έγιναν λεία στα χέρια των Σταυροφόρων. 2. Τα ψάρια είναι η αγαπημένη λεία της αρκούδας.
  • Συνών.: Συνών.: (2) λάφυρα
  • Προσδιορ.: (1) πλούσια
  • Φράσεις: Εύκολη λεία
  • Επεξηγ.: αυτός που μπορεί εύκολα να νικηθεί

λέξη

  • (η), Ουσιαστικό, Ο27, (λέ-ξη, γεν. -ης, -εως,πληθ. -εις), [αρχ. λέξις < λέγω]
  • 1. σύνολο φθόγγων που εκφράζει μια έννοια. 2. λόγος, κουβέντα.:
  • 1. Το μήνυμα που έστειλε αποτελείται από πέντε λέξεις. 2. Του είπε δυο λέξεις στο αυτί και ύστερα έφυγε.
  • Σύνθ.: λεξιλόγιο, λεξιθηρία (=αναζήτηση και χρήση σπάνιων λέξεων), λεξιπενία (= περιορισμένος αριθμός λέξεων), λεξικογράφος (=συντάκτης λεξικού), λεξικολογία
  • Οικογ. Λέξ.: λέγω, λεξικό
  • Προσδιορ.: (1, 2) κλιτή, άκλιτη,δυσνόητη, άγνωστη, ποιητική, αδόκιμη
  • Φράσεις: 1. Λέξη προς λέξη 2. Λέξη κλειδί 3. Επί λέξει 4. Με δυο λέξεις 5. Κατά λέξη
  • Επεξηγ.: 1. αναλυτικά 2. σημαντική λέξη 3. ακριβώς έτσι 4. σύντομα 5. πιστά

λέω

  • λέγω, Ρήμα, (λέ-ω), (αόρ. είπα, παθ. αόρ. ειπώθηκα, λέχθηκα, παθ. μτχ. ειπωμένος), [αρχ. λέγω]
  • 1. (μτβ.) εκφράζομαι προφορικά, μιλώ. 2. (μτβ.) διηγούμαι. 3. ονομάζω, αποκαλώ. 4. (αμτβ.) (γ΄πρόσ. λένε ή λέγεται) για κάτι που αναφέρεται ως φήμη, διαδίδεται. 5. (μτβ.) προτείνω, συμβουλεύω. 6. (μτβ.) εξηγώ, αναλύω.:
  • 1. Μου είπε κάτι, αλλά δεν τον άκουσα καλά. 2. Ο παππούς μάς έλεγε αξέχαστες ιστορίες. 3. Πώς σε λένε; Με λένε Μαρία. 4. Λέγεται πως θα είναι υποψήφιος Δήμαρχος. 5. Εγώ λέω να πάμε μια βόλτα, για να ξεσκάσουμε. 6. Θέλω να μου πεις πώς λύνεται αυτό το πρόβλημα στα μαθηματικά.
  • Συνών.: Συνών: (2) αφηγούμαι
  • Σύνθ.: επιλέγω, εκλέγω, συλλέγω, προλέγω, διαλέγω, αντιλέγω, ξαναλέγω
  • Οικογ. Λέξ.: λέξη, λεξικό, λόγος, λογικός, λόγιος, λογίζομαι
  • Φράσεις: 1. Τα λέω έξω απ' τα δόντια / Λέω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη 2. Τα λεγόμενα 3. Εγώ τα λέω κι εγώ τα ακούω 4. Το λέει η καρδιά του 5. Αυτό να λέγεται 6. Έχουμε και λέμε
  • Επεξηγ.: 1. μιλώ ξεκάθαρα, χωρίς φόβο 2. τα λόγια, οι απόψεις κάποιου 3. όταν τα λόγια κάποιου δε βρίσκουν απήχηση 4. είναι τολμηρός, γενναίος 5. χωρίς αμφιβολία 6. ας υπολογίσουμε

λεωφορείο

  • (το), Ουσιαστικό, Ο32, (λε-ω-φο-ρεί-ο, γεν. -ου, πληθ. -α), [λόγ. λεωφόρος < λεὼς (= λαός) + φέρω]
  • αυτοκίνητο με μεγάλο αριθμό θέσεων που μεταφέρει επιβάτες.:
  • Οι μαθητές επισκέφτηκαν το μουσείο με αστικό λεωφορείο.
  • Σύνθ.: λεωφόρος, λεωφορειούχος, λεωφορειόδρoμος
  • Οικογ. Λέξ.: λεωφόρος, λεωφορειακός
  • Προσδιορ.: διαστημικό, υπεραστικό, ηλεκτροκίνητο

λήψη

  • (η), Ουσιαστικό, Ο28, (λή-ψη, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις), [αρχ. λῆψις < λαµβάνω]
  • 1. το να παίρνει κανείς κάτι. 2. το να λαμβάνει μια κεραία ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σήμα και να το στέλνει στη συσκευή που λειτουργεί ως δέκτης.:
  • 1. Η λήψη μέτρων για την προστασία του περιβάλλοντος είναι απαραίτητη. 2. Δεν είχαμε καλή λήψη εικόνας, επειδή επικρατούσαν άσχημες καιρικές συνθήκες.
  • Σύνθ.: δοσοληψία
  • Προσδιορ.: (2) δορυφορική, τηλεοπτική, φωτογραφική, παγκόσμια

λιβάδι

  • (το), Ουσιαστικό, Ο36, (λι-βά-δι, γεν. -ού, πληθ. -α), [µτγν. λιβάδιον (=υγρός τόπος), υποκορ. του αρχ. λιβὰς (= πηγή)]
  • έκταση γης που καλύπτεται από χλόη για τη βοσκή των ζώων, βοσκότοπος.:
  • Την Άνοιξη τα λιβάδια είναι ανθισμένα.
  • Συνών.: Συνών.: βοσκοτόπι
  • Σύνθ.: λιβαδότοπος
  • Οικογ. Λέξ.: λιβαδίσιος
  • Προσδιορ.: καταπράσινο, ανθισμένο, φυσικό, τεχνητό

λιμάνι

  • (το), Ουσιαστικό, Ο36, (λι-μά-νι, γεν. -ού, πληθ. -α), [µτγν. λιµένιον, υποκορ. του αρχ. λιµὴν]
  • 1. φυσική ή τεχνητή διαμόρφωση παραλίας ή όχθης ποταμού ή λίμνης για την προστασία και το αγκυροβόλημα των πλοίων. 2. (μτφ.) τόπος ή άνθρωπος στον οποίο αναζητεί κανείς ασφάλεια, καταφύγιο.:
  • 1. Το καράβι έδεσε στο λιμάνι λόγω της θαλασσοταραχής. 2. Βρήκε στους συγγενείς του ένα λιμάνι γαλήνης και ηρεμίας.
  • Συνών.: Συνών.: (1) σκάλα
  • Σύνθ.: λιμεναρχείο, λιμενοφύλακας, μικρολίμανο
  • Οικογ. Λέξ.: λιμενικός, λιμενίσκος
  • Προσδιορ.: (1) φυσικό, απάνεμο, εμπορικό, διεθνές