Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Σ"

Βρέθηκαν 79 Λήμματα [51 - 60]

συγχαρητήρια

  • (τα), Ουσιαστικό, Ο34, (συγ-χα-ρη-τή-ρι-α, γεν. -ίων), [αρχ. συγχαίρω]
  • γραπτή ή προφορική έκφραση χαράς σε κάποιον για κάτι ευχάριστο που του συνέβη.:
  • Τα θερμά μου συγχαρητήρια για την επιτυχία σου στο Πανεπιστήμιο.
  • Συνών.: Αντίθ.: συλλυπητήρια
  • Οικογ. Λέξ.: συγχαίρω, συγχαρητήριος
  • Προσδιορ.: ειλικρινή, θερμά, εγκάρδια

σύγχυση

  • (η), Ουσιαστικό, Ο28, (σύγ-χυ-ση), [αρχ. σύγχυσις < συγχέω]
  • 1. ανακάτεμα, μπέρδεμα. 2. ψυχική αναστάτωση, στενοχώρια.:
  • 1. Κάποιες φορές οι κανόνες των παιχνιδιών δημιουργούν σύγχυση στα παιδιά. 2. Βρισκόταν σε σύγχυση και δεν ήξερε τι έλεγε.
  • Οικογ. Λέξ.: συγχύζω
  • Προσδιορ.: (2) διανοητική, (1, 2) πλήρης, πρωτοφανής

συζήτηση

  • (η), Ουσιαστικό, Ο28, (συ-ζή-τη-ση), [συζήτησις < αρχ.συζητῶ]
  • ανταλλαγή απόψεων για ένα συγκεκριμένο θέμα με σκοπό την επίλυσή του, διάλογος.:
  • Οργανώθηκε μια δημόσια συζήτηση με θέμα το περιβάλλον.
  • Οικογ. Λέξ.: συζητώ, συζητητής, συζητήσιμος
  • Προσδιορ.: ανοιχτή, τηλεοπτική, πολιτική, έντονη, ενδιαφέρουσα, επεισοδιακή
  • Φράσεις: 1. Δε σηκώνω συζήτηση 2. Είναι υπό συζήτηση
  • Επεξηγ.: 1. είμαι απόλυτος στις απόψεις μου 2. για κάτι που το εξετάζουμε ακόμη

συλλογή

  • (η), Ουσιαστικό, Ο24, (συλ-λο-γή), [λόγ. < αρχ. συλλογὴ < συλλέγω]
  • 1. συγκέντρωση πραγμάτων, μάζεμα. 2. ομοειδή αντικείμενα που έχουν συγκεντρωθεί. 3. (μτφ.) το να βυθίζεται κάποιος σε σκέψεις.:
  • Συνών.: Συνών.: (1) σύναξη, (3) συλλογισμός, περίσκεψη, περισυλλογή
  • Οικογ. Λέξ.: συλλέγω, σύλλογος, συλλέκτης
  • Προσδιορ.: (2) ανεκτίμητη, ποιητική, λογοτεχνική

συλλογίζομαι

  • Ρήμα, Ρ4, (συλ-λο-γί-ζομαι), (παθ. αόρ. συλλογίστηκα, παθ. μτχ. συλλογισμένος), [αρχ. συλλογίζοµαι (= υπολογίζω προσεκτικά)]
  • 1. (μτβ.) σκέφτομαι, φέρνω στο νου μου. 2. (μτβ.) παίρνω υπόψη μου κάποιον ή κάτι, υπολογίζω.:
  • 1. Κάθεται και συλλογίζεται τα χρόνια που πέρασε στην ξενιτιά. 2. Δε συλλογίστηκε καθόλου τα έξοδα που έκανε για το ταξίδι του, αφού πέρασε τόσο ωραία.
  • Συνών.: Συνών.: (1, 2) αναλογίζομαι, σκέφτομαι
  • Οικογ. Λέξ.: συλλογισμός

σύλλογος

  • (ο), Ουσιαστικό, Ο16, (σύλ-λο-γος), [αρχ. σύλλογος < συλλέγω]
  • οργανωμένη ομάδα ανθρώπων με νομική αναγνώριση, που επιδιώκει έναν ορισμένο σκοπό.:
  • Είναι μέλος του Συλλόγου δασκάλων και νηπιαγωγών Νομού Ροδόπης.
  • Συνών.: Συνών.: σωματείο
  • Οικογ. Λέξ.: συλλέγω, συλλογή
  • Προσδιορ.: αθλητικός, πολιτιστικός, εξωραϊστικός, φιλανθρωπικός, εμπορικός

συλλυπητήρια

  • (τα), Ουσιαστικό, Ο34, (συλ-λυ-πη-τή-ρια), [λόγ. < αρχ. συλλυπούµαι]
  • γραπτή ή προφορική έκφραση λύπης σε κάποιον για το πένθος του.:
  • Σας εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια.
  • Συνών.: Αντίθ.: συγχαρητήρια
  • Οικογ. Λέξ.: συλλυπούμαι, συλλυπητήριος
  • Προσδιορ.: θερμά, ειλικρινή, εγκάρδια

συμβόλαιο

  • (το), Ουσιαστικό, Ο34, (συμ-βό-λαι-ο), [αρχ. συµβόλαιον < συµβάλλω]
  • γραπτό συμφωνητικό με υπογραφές που συντάχτηκε σε συμβολαιογραφείο.:
  • Έκανε συμβόλαιο για το σπίτι που αγόρασε.
  • Σύνθ.: συμβολαιογράφος, συμβολαιογραφείο
  • Προσδιορ.: οριστικό, προσωρινό, ιδιωτικό, κοινωνικό
  • Φράσεις: Ο λόγος του είναι συμβόλαιο
  • Επεξηγ.: μπορείς να βασιστείς σ' αυτά που λέει

συμμαχία

  • (η), Ουσιαστικό, Ο19, (συμ-μα-χί-α), [λόγ. < αρχ. συµµαχία < σύµµαχος]
  • 1. συμφωνία δύο ή περισσότερων κρατών για κοινή πολιτική και στρατιωτική δράση. 2. (μτφ.) κάθε συνεργασία δύο ή περισσότερων ατόμων ή ομάδων για κοινά συμφέροντα.:
  • 1. Διάφορες χώρες υπογράφουν μεταξύ τους αμυντικές συμμαχίες. 2. Αποφασίστηκε η συμμαχία όλων των μικρών κομμάτων κατά τις επόμενες βουλευτικές εκλογές.
  • Οικογ. Λέξ.: συμμαχώ, σύμμαχος, συμμαχικός
  • Προσδιορ.: (1) αμυντική, αθηναϊκή, (1,2) ιερή, ανίερη

συμπληρώνω

  • Ρήμα, Ρ1, (συ-μπλη-ρώ-νω), (αόρ. συμπλήρωσα, παθ. αόρ. συμπληρώθηκα, παθ. μτχ. συμπληρωμένος), [αρχ. συµπληρόω-ῶ < συν + πληρῶ (=γεµίζω)]
  • 1. (μτβ.) προσθέτω αυτό που λείπει. 2. (μτβ.) ολοκληρώνω, αποπερατώνω κάτι που έχει αρχίσει.:
  • 1. Συμπλήρωσε την αίτηση με τα στοιχεία της ταυτότητάς του. 2. Πήγε στη Γαλλία, για να συμπληρώσει τις σπουδές του στην Πληροφορική.
  • Συνών.: Συνών.: (2) τελειώνω
  • Οικογ. Λέξ.: συμπλήρωμα, συμπληρωματικός, συμπλήρωση