Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Σ"

Βρέθηκαν 79 Λήμματα [41 - 50]

στολίζω

  • Ρήμα, Ρ4, (στο-λί-ζω), (αόρ. στόλισα, παθ. αόρ. στολίστηκα,παθ. μτχ. στολισμένος), [ελνστ. < αρχ. στολίζω < στολὴ ]
  • (μτβ.) διακοσμώ ένα χώρο ή ένα αντικείμενο.:
  • Στόλισαν το σχολείο για τη χριστουγεννιάτικη γιορτή.
  • Συνών.: Συνών.: καλλωπίζω, εξωραΐζω
  • Σύνθ.: σημαιοστολίζω
  • Οικογ. Λέξ.: στόλισμα, στολισμός

στρατός

  • (ο), Ουσιαστικό, Ο13, (στρα-τός), [αρχ. στρατὸς]
  • οργανωμένο σύνολο οπλισμένων ανθρώπων μιας χώρας, που φροντίζει για την άμυνά της και συμμετέχει σε πολεμικές επιχειρήσεις.:
  • Το 1940 ο ελληνικός στρατός υπερασπίστηκε με γενναιότητα το έδαφος της πατρίδας.
  • Συνών.: Συνών.: στράτευμα
  • Σύνθ.: στρατάρχης, στρατηγός, στρατηλάτης, στρατοδικείο, στρατολογία, στρατόπεδο, στρατονομία
  • Οικογ. Λέξ.: στρατεύομαι, στράτευση, στρατεύσιμος, στρατιά, στρατώνας, στρατιώτης, στρατιωτικός
  • Προσδιορ.: απελευθερωτικός, εθνικός, εχθρικός, συμμαχικός, μισθοφορικός, τακτικός

στρογγυλός, -ή, -ό

  • στρόγγυλος, -η, -ο, Επίθετο, Ε1, άψυχα, (στρογ-γυ-λός), [µεσν. στρογγυλὸς < αρχ. στρογγύλος]
  • 1. που έχει σχήμα κυκλικό ή σφαιρικό. 2. ακέραιος αριθμός, χωρίς δεκαδικούς ή κλάσματα.:
  • 1. Η ρόδα του αυτοκινήτου είναι στρογγυλή. 2. Πλήρωσε στρογγυλά εκατό ευρώ.
  • Σύνθ.: ολοστρόγγυλος, στρογγυλοποίηση, στρογγυλοπρόσωπος
  • Οικογ. Λέξ.: στρογγυλά (επίρρ.), στρογγύλεμα, στρογγυλεύω
  • Προσδιορ.: (2) ποσό, λογαριασμός
  • Φράσεις: Συζήτηση στρογγυλής τραπέζης
  • Επεξηγ.: συζήτηση στην οποία εκφράζονται ισότιμα διάφορες απόψεις

στροφή

  • (η), Ουσιαστικό, Ο24, (στρο-φή), [αρχ. στροφὴ < στρέφω]
  • 1. ολοκληρωμένη περιστροφική κίνηση. 2. αλλαγή κατεύθυνσης, γύρισμα, καμπή. 3. ομάδα από δύο ή περισσότερους στίχους.:
  • 1. Έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό του. 2. Το λεωφορείο έκανε στροφή και γύρισε στο πρακτορείο. 3. Ο Εθνικός μας Ύμνος αποτελείται από 158 στροφές.
  • Συνών.: Συνών.: (1) περιστροφή, βόλτα, (2) στρίψιμο
  • Σύνθ.: αποστροφή, επιστροφή, στροφόμετρο
  • Οικογ. Λέξ.: στρέφω, στρέψη
  • Προσδιορ.: (2)απότομη, επικίνδυνη
  • Φράσεις: Παίρνει στροφές
  • Επεξηγ.: είναι έξυπνος

στρώνω

  • Ρήμα, Ρ1, (στρώ-νω, αόρ. έστρωσα, παθ. αόρ. στρώθηκα, παθ. μτχ. στρωμένος), [µεσν. < αόρ. ἒστρωσα του αρχ. στόρνυµι, στρώννυµι (= στρώνω)]
  • 1. (μτβ.) καλύπτω μια επιφάνεια με κάτι. 2. (αμτβ.) γίνομαι καλύτερος, βελτιώνομαι. 3. (μτβ.) (μέσ.) αφοσιώνομαι, ασχολούμαι με ζήλο.:
  • 1. Έστρωσαν την κουζίνα του σπιτιού με πλακάκια. 2. Το τελευταίο διάστημα έστρωσε η δουλειά του. 3. Κατά την περίοδο των εξετάσεων στρώθηκε στο διάβασμα.
  • Συνών.: Συνών.: (1) ξεστρώνω
  • Σύνθ.: ασφαλτοστρώνω, καταστρώνω, ξεστρώνω
  • Οικογ. Λέξ.: στρώμα, στρώση, στρώσιμο, στρωσίδι, στρωτά (επίρρ.)
  • Φράσεις: Παροιμ.: Όπως στρώσεις, θα κοιμηθείς

στύλος

  • (ο), Ουσιαστικό, Ο14, (στύ-λος), [αρχ. στῦλος]
  • κολόνα.:
  • Η Δ.Ε.Η. χρησιμοποιεί και ξύλινους στύλους για τη μεταφορά του ηλεκτρικού ρεύματος.
  • Συνών.: Συνών.: κίονας
  • Σύνθ.: στυλοβάτης
  • Οικογ. Λέξ.: στυλώνω, στύλωμα, στύλωση
  • Προσδιορ.: μαρμάρινος, πέτρινος, τηλεγραφικός

συγγραφέας

  • (ο, η), Ουσιαστικό, Ο17, (συγ-γρα-φέ-ας), [αρχ. συγγραφεὺς < συγγράφω]
  • αυτός που έγραψε ένα λογοτεχνικό ή επιστημονικό έργο σε πεζό λόγο.:
  • Ο Παπαδιαμάντης είναι ένας πολύ γνωστός συγγραφέας.
  • Οικογ. Λέξ.: συγγράφω, συγγραφή, συγγραφικός, σύγγραμμα
  • Προσδιορ.: ανώνυμος, δόκιμος, θεατρικός, διάσημος, βραβευμένος

συγκεκριμένος, -η, -ο

  • Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα, (συ-γκε-κρι-μέ-νος), [αρχ. συγκρίνοµαι]
  • σαφής, ακριβής, ξεκάθαρος.:
  • Η Τροχαία έκανε συγκεκριμένεςπροτάσεις, για να αντιμετωπιστεί το κυκλοφοριακό πρόβλημα της Θεσσαλονίκης.
  • Συνών.: Αντίθ.: γενικός, αόριστος, ασαφής, αφηρημένος
  • Οικογ. Λέξ.: συγκεκριμένα(επίρρ.)
  • Προσδιορ.: παράδειγμα, ενέργεια, προθεσμία

συγκεντρώνω

  • Ρήμα, Ρ1, (συ-γκε-ντρώ-νω), (αόρ. συγκέντρωσα, παθ. αόρ. συγκεντρώθηκα, παθ. μτχ. συγκεντρωμένος), [µτγν. συγκεντρόω-ῶ < σὺν + κέντρον, µεταφρ. δάν. γαλλ. concentrer]
  • 1. (μτβ.) μαζεύω πολλά πρόσωπα ή πράγματα σε ορισμένο σημείο, συναθροίζω. 2. (μτβ.) (μέσ.) αφοσιώνομαι απερίσπαστος σε κάτι.:
  • 1. Η διευθύντρια συγκέντρωσε τους μαθητές και τους μίλησε για το πρόγραμμα της εκδρομής. 2. Συγκεντρώσου στο στόχο σου και σίγουρα θα τα καταφέρεις.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1) σκορπίζω, (2) αφαιρούμαι
  • Οικογ. Λέξ.: συγκέντρωση, συγκεντρωτικός
  • Φράσεις: Συγκεντρώσου
  • Επεξηγ.: πρόσεξε

συγκοινωνία

  • (η), Ουσιαστικό, Ο19, (συ-γκοι-νω-νί-α), [λόγ. < µεσν. συγκοινωνία < αρχ. συγκοινωνῶ ]
  • η μεταφορά ανθρώπων και πραγμάτων από τόπο σε τόπο, καθώς και τα μέσα μεταφοράς.:
  • Πολλά ορεινά χωριά δεν έχουν τακτική συγκοινωνία.
  • Σύνθ.: συγκοινωνιολόγος
  • Οικογ. Λέξ.: συγκοινωνώ, συγκοινωνιακός
  • Προσδιορ.: αεροπορική, θαλάσσια, αστική, υπεραστική, χερσαία, εναέρια