Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Σ"
στολίζω
- Ρήμα, Ρ4, (στο-λί-ζω), (αόρ. στόλισα, παθ. αόρ. στολίστηκα,παθ. μτχ. στολισμένος), [ελνστ. < αρχ. στολίζω < στολὴ ]
- (μτβ.) διακοσμώ ένα χώρο ή ένα αντικείμενο.:
- Στόλισαν το σχολείο για τη χριστουγεννιάτικη γιορτή.
- Συνών.: Συνών.: καλλωπίζω, εξωραΐζω
- Σύνθ.: σημαιοστολίζω
- Οικογ. Λέξ.: στόλισμα, στολισμός
στρατός
- (ο), Ουσιαστικό, Ο13, (στρα-τός), [αρχ. στρατὸς]
- οργανωμένο σύνολο οπλισμένων ανθρώπων μιας χώρας, που φροντίζει για την άμυνά της και συμμετέχει σε πολεμικές επιχειρήσεις.:
- Το 1940 ο ελληνικός στρατός υπερασπίστηκε με γενναιότητα το έδαφος της πατρίδας.
- Συνών.: Συνών.: στράτευμα
- Σύνθ.: στρατάρχης, στρατηγός, στρατηλάτης, στρατοδικείο, στρατολογία, στρατόπεδο, στρατονομία
- Οικογ. Λέξ.: στρατεύομαι, στράτευση, στρατεύσιμος, στρατιά, στρατώνας, στρατιώτης, στρατιωτικός
- Προσδιορ.: απελευθερωτικός, εθνικός, εχθρικός, συμμαχικός, μισθοφορικός, τακτικός
στρογγυλός, -ή, -ό
- στρόγγυλος, -η, -ο, Επίθετο, Ε1, άψυχα, (στρογ-γυ-λός), [µεσν. στρογγυλὸς < αρχ. στρογγύλος]
- 1. που έχει σχήμα κυκλικό ή σφαιρικό. 2. ακέραιος αριθμός, χωρίς δεκαδικούς ή κλάσματα.:
- 1. Η ρόδα του αυτοκινήτου είναι στρογγυλή. 2. Πλήρωσε στρογγυλά εκατό ευρώ.
- Σύνθ.: ολοστρόγγυλος, στρογγυλοποίηση, στρογγυλοπρόσωπος
- Οικογ. Λέξ.: στρογγυλά (επίρρ.), στρογγύλεμα, στρογγυλεύω
- Προσδιορ.: (2) ποσό, λογαριασμός
- Φράσεις: Συζήτηση στρογγυλής τραπέζης
- Επεξηγ.: συζήτηση στην οποία εκφράζονται ισότιμα διάφορες απόψεις
στροφή
- (η), Ουσιαστικό, Ο24, (στρο-φή), [αρχ. στροφὴ < στρέφω]
- 1. ολοκληρωμένη περιστροφική κίνηση. 2. αλλαγή κατεύθυνσης, γύρισμα, καμπή. 3. ομάδα από δύο ή περισσότερους στίχους.:
- 1. Έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό του. 2. Το λεωφορείο έκανε στροφή και γύρισε στο πρακτορείο. 3. Ο Εθνικός μας Ύμνος αποτελείται από 158 στροφές.
- Συνών.: Συνών.: (1) περιστροφή, βόλτα, (2) στρίψιμο
- Σύνθ.: αποστροφή, επιστροφή, στροφόμετρο
- Οικογ. Λέξ.: στρέφω, στρέψη
- Προσδιορ.: (2)απότομη, επικίνδυνη
- Φράσεις: Παίρνει στροφές
- Επεξηγ.: είναι έξυπνος
στρώνω
- Ρήμα, Ρ1, (στρώ-νω, αόρ. έστρωσα, παθ. αόρ. στρώθηκα, παθ. μτχ. στρωμένος), [µεσν. < αόρ. ἒστρωσα του αρχ. στόρνυµι, στρώννυµι (= στρώνω)]
- 1. (μτβ.) καλύπτω μια επιφάνεια με κάτι. 2. (αμτβ.) γίνομαι καλύτερος, βελτιώνομαι. 3. (μτβ.) (μέσ.) αφοσιώνομαι, ασχολούμαι με ζήλο.:
- 1. Έστρωσαν την κουζίνα του σπιτιού με πλακάκια. 2. Το τελευταίο διάστημα έστρωσε η δουλειά του. 3. Κατά την περίοδο των εξετάσεων στρώθηκε στο διάβασμα.
- Συνών.: Συνών.: (1) ξεστρώνω
- Σύνθ.: ασφαλτοστρώνω, καταστρώνω, ξεστρώνω
- Οικογ. Λέξ.: στρώμα, στρώση, στρώσιμο, στρωσίδι, στρωτά (επίρρ.)
- Φράσεις: Παροιμ.: Όπως στρώσεις, θα κοιμηθείς
στύλος
- (ο), Ουσιαστικό, Ο14, (στύ-λος), [αρχ. στῦλος]
- κολόνα.:
- Η Δ.Ε.Η. χρησιμοποιεί και ξύλινους στύλους για τη μεταφορά του ηλεκτρικού ρεύματος.
- Συνών.: Συνών.: κίονας
- Σύνθ.: στυλοβάτης
- Οικογ. Λέξ.: στυλώνω, στύλωμα, στύλωση
- Προσδιορ.: μαρμάρινος, πέτρινος, τηλεγραφικός
συγγραφέας
- (ο, η), Ουσιαστικό, Ο17, (συγ-γρα-φέ-ας), [αρχ. συγγραφεὺς < συγγράφω]
- αυτός που έγραψε ένα λογοτεχνικό ή επιστημονικό έργο σε πεζό λόγο.:
- Ο Παπαδιαμάντης είναι ένας πολύ γνωστός συγγραφέας.
- Οικογ. Λέξ.: συγγράφω, συγγραφή, συγγραφικός, σύγγραμμα
- Προσδιορ.: ανώνυμος, δόκιμος, θεατρικός, διάσημος, βραβευμένος
συγκεκριμένος, -η, -ο
- Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα, (συ-γκε-κρι-μέ-νος), [αρχ. συγκρίνοµαι]
- σαφής, ακριβής, ξεκάθαρος.:
- Η Τροχαία έκανε συγκεκριμένεςπροτάσεις, για να αντιμετωπιστεί το κυκλοφοριακό πρόβλημα της Θεσσαλονίκης.
- Συνών.: Αντίθ.: γενικός, αόριστος, ασαφής, αφηρημένος
- Οικογ. Λέξ.: συγκεκριμένα(επίρρ.)
- Προσδιορ.: παράδειγμα, ενέργεια, προθεσμία
συγκεντρώνω
- Ρήμα, Ρ1, (συ-γκε-ντρώ-νω), (αόρ. συγκέντρωσα, παθ. αόρ. συγκεντρώθηκα, παθ. μτχ. συγκεντρωμένος), [µτγν. συγκεντρόω-ῶ < σὺν + κέντρον, µεταφρ. δάν. γαλλ. concentrer]
- 1. (μτβ.) μαζεύω πολλά πρόσωπα ή πράγματα σε ορισμένο σημείο, συναθροίζω. 2. (μτβ.) (μέσ.) αφοσιώνομαι απερίσπαστος σε κάτι.:
- 1. Η διευθύντρια συγκέντρωσε τους μαθητές και τους μίλησε για το πρόγραμμα της εκδρομής. 2. Συγκεντρώσου στο στόχο σου και σίγουρα θα τα καταφέρεις.
- Συνών.: Αντίθ.: (1) σκορπίζω, (2) αφαιρούμαι
- Οικογ. Λέξ.: συγκέντρωση, συγκεντρωτικός
- Φράσεις: Συγκεντρώσου
- Επεξηγ.: πρόσεξε
συγκοινωνία
- (η), Ουσιαστικό, Ο19, (συ-γκοι-νω-νί-α), [λόγ. < µεσν. συγκοινωνία < αρχ. συγκοινωνῶ ]
- η μεταφορά ανθρώπων και πραγμάτων από τόπο σε τόπο, καθώς και τα μέσα μεταφοράς.:
- Πολλά ορεινά χωριά δεν έχουν τακτική συγκοινωνία.
- Σύνθ.: συγκοινωνιολόγος
- Οικογ. Λέξ.: συγκοινωνώ, συγκοινωνιακός
- Προσδιορ.: αεροπορική, θαλάσσια, αστική, υπεραστική, χερσαία, εναέρια

