Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Π"
περνώ
- Ρήμα, Ρ5, (περ-νώ αόρ. πέρασα, παθ. αόρ. περάστηκα, παθ. μτχ. περασμένος), [µεσν. περνῶ < αρχ.περῶ ]
- 1. (μτβ.) διασχίζω. 2. (μτβ.) ξεπερνώ, υπερτερώ. 3. (αμτβ.) ζω. 4. (αμτβ.) διέρχομαι. 5. (αμτβ.) φτάνω στο τέλος. 6. (αμτβ.) γίνομαι αποδεκτός, επικρατώ.:
- 1. Πέρασε τον κάθετο δρόμο και στη συνέχεια έστριψε αριστερά. 2. Πέρασε όλους τους συμμαθητές του στο ύψος. 3. Περνάω καλά αυτή την εποχή. 4. Ο νέος δρόμος περνάει έξω από την πόλη. 5. Πέρασαν και οι γιορτές του Πάσχα. 6.Το νομοσχέδιο πέρασε από τη Βουλή.
- Σύνθ.: περνοδιαβαίνω, διαπερνώ, ξεπερνώ, προσπερνώ
- Οικογ. Λέξ.: πέραση, πέρασμα, περαστικός
- Φράσεις: 1. Δε θα περάσει έτσι αυτό! 2. Περνάει ακόμα η μπογιά του 3. Περνάω το δικό μου 4. Περνάει απ' το χέρι μου
- Επεξηγ.: 1. για κάτι που θα έχει συνέπειες 2. έχει ακόμα ικανότητες, προσόντα 3. πετυχαίνω αυτό που θέλω 4. από εμένα εξαρτάται
πίεση
- (η), Ουσιαστικό, Ο27, (πί-ε-ση, γεν. -ης, πληθ. -έσεις, γεν. -έσεων), [αρχ. πίεσις < πιέζω]
- 1. η δύναμη που ασκείται σε μια επιφάνεια ή σ' ένα αντικείμενο. 2. (μτφ.) ο εξαναγκασμός κάποιου να κάνει ή να δεχτεί κάτι:
- 1. Το φράγμα έσπασε από την πίεση του νερού. 2. Μετά από μεγάλη πίεση στις αρχές αποκτήσαμε κάδους ανακύκλωσης στο σχολείο.
- Σύνθ.: καταπίεση, συμπίεση
- Οικογ. Λέξ.: πιέζω
- Προσδιορ.: (1) αρτηριακή, ατμοσφαιρική, υδροδυναμική, (2) ασφυκτική
πιθανός, -ή, -ό
- Επίθετο, Ε1, άψυχα, (πι-θα-νός), [λόγ. < αρχ. πιθανὸς (= πειστικός)]
- που μπορεί να γίνει ή να μη γίνει, ενδεχόμενος.:
- Είναι πιθανή μια αύξηση της θερμοκρασίας κατά τις επόμενες ημέρες.
- Συνών.: Αντίθ.: απίθανος
- Σύνθ.: απίθανος
- Οικογ. Λέξ.: πιθανώς, πιθανά (επίρρ.), πιθανότητα
- Προσδιορ.: εξέλιξη, ερμηνεία, λύση
πιστεύω
- Ρήμα, Ρ2, (πι-στεύ-ω, αόρ. πίστεψα, παθ. αόρ. πιστεύτηκα), [αρχ. πιστεύω < πίστις]
- 1. (μτβ.) έχω εμπιστοσύνη, βασίζομαι σε κάποιον ή κάτι. 2. (μτβ.) παραδέχομαι κάτι ως πραγματικό, αληθινό.:
- 1. Πιστεύω στην ειλικρίνεια του φίλου μου. 2. Όταν είδα τα δώρα που μου έφεραν, δεν πίστευα στα μάτια μου.
- Σύνθ.: εμπιστεύομαι, πολυπιστεύω
- Οικογ. Λέξ.: πίστη, πιστευτός
πλανήτης
- (ο), Ουσιαστικό, Ο5, (πλα-νή-της, γεν. -η, πληθ. -ες, γεν. -ών), [αρχ. πλάνης < πλανῶµαι]
- ετερόφωτο ουράνιο σώμα που περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο.:
- Οι πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος είναι εννέα.
- Σύνθ.: πλανητάρχης
- Οικογ. Λέξ.: πλανητικός, πλανητάριο
πλάση
- (η), Ουσιαστικό, Ο27, (πλά-ση, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις), [αρχ. πλάσις < πλάσσω]
- το σύνολο των δημιουργημάτων του Θεού, το σύμπαν, η οικουμένη.:
- Την άνοιξη χαίρεται όλη η πλάση.
- Συνών.: Συνών: κτίση, κόσμος, φύση
- Σύνθ.: διάπλαση, ανάπλαση, μετάπλαση
- Οικογ. Λέξ.: πλάθω, πλάσμα, πλάστης, πλάσιμο
πλειοψηφία
- (η), Ουσιαστικό, Ο19, (πλει-ο-ψη-φί-α, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών), [µτγν. πλειοψηφία < πλείων + ψῆφος]
- το μεγαλύτερο μέρος των ψήφων ή των ψηφοφόρων.:
- Η απόφαση πάρθηκε με πλειοψηφία του κοινοβουλίου και όχι με ομοφωνία.
- Συνών.: Αντίθ.: μειοψηφία
- Οικογ. Λέξ.: πλειοψηφώ, πλειοψηφικός
- Φράσεις: 1. Απόλυτη πλειοψηφία 2. Σχετική πλειοψηφία
- Επεξηγ.: 1. περισσότερες από τις μισές στο σύνολο των ψήφων 2. μεγαλύτερος αριθμός ψήφων από τους άλλους υποψηφίους, χωρίς να φτάνει τις μισές συν μία ψήφο
πληγώνω
- Ρήμα, Ρ1, (πλη-γώ-νω), (αόρ. πλήγωσα, παθ. αόρ. πληγώθηκα, παθ. μτχ. πληγωμένος), [µτγν. πληγώνω < πληγῶ < πλήττω (=κτυπώ)]
- 1. (μτβ.) τραυματίζω κάποιον. 2. (μτβ.) (μτφ.) με τα λόγια ή τις πράξεις μου προκαλώ σε κάποιον μεγάλη στενοχώρια, πικραίνω.:
- 1. Πλήγωσε τον αντίπαλό του στο χέρι. 2. Τον πλήγωσαν τα λόγια του φίλου του.
- Συνών.: Συνών.: (1) λαβώνω, (2) στενοχωρώ
- Οικογ. Λέξ.: πληγή, πλήγωμα
πλήθος
- (το), Ουσιαστικό, Ο37, (πλή-θος, γεν. -ους, πληθ. -η), [αρχ. πλῆθος]
- 1. μεγάλος αριθμός από πρόσωπα, ζώα ή πράγματα. 2. (με άρθρο) πολύς κόσμος, πολλοί άνθρωποι συγκεντρωμένοι.:
- 1. Το βιβλίο που διαβάζεις περιέχει ένα πλήθος πληροφοριών για την αρχαία Αθήνα. 2. Το συγκεντρωμένο πλήθος χειροκροτούσε με πάθος όλους τους ομιλητές.
- Σύνθ.: πολυπληθής
- Οικογ. Λέξ.: πληθαίνω, πληθυντικός, πληθυσμός, πληθυσμιακός, πληθώρα, πληθωρικός, πληθωρισμός
- Προσδιορ.: (1, 2) αγανακτισμένο, αγριεμένο, ανώνυμο, ενθουσιασμένο, επαναστατημένο, πειθαρχημένο, τεράστιο
πλημμυρίζω
- Ρήμα, Ρ4, (πλημ-μυ-ρί-ζω), (αόρ. πλημμύρι-σα, παθ. μτχ. πλημμυρισμένος), [ελνστ. πληµµυρίζω < αρχ. πληµµυρῶ ]
- 1. (μτβ.) ξεχειλίζω και καλύπτω μεγάλη έκταση με νερό. 2. (μτβ.) (μτφ.) γεμίζω από κάτι.:
- 1. Ο ποταμός πλημμύρισε τα χωράφια και κατέστρεψε τα σιτηρά. 2. Στην παρέλαση που έγινε η πλατεία πλημμύρισε από κόσμο.
- Συνών.: Συνών.: (2) κατακλύζω
- Οικογ. Λέξ.: πλημμύρα, πλημμύρισμα

