Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Π"

Βρέθηκαν 94 Λήμματα [11 - 20]

παρακαλώ

  • Ρήμα, Ρ6, (πα-ρα-κα-λώ), (αόρ. παρακάλεσα,παθ. αόρ. παρακλήθηκα, παθ. μτχ. παρακαλεσμένος), [αρχ. παρακαλῶ]
  • 1. (μτβ.) ζητώ ευγενικά από κάποιο να κάνει κάτι. 2. (μτβ.) κάνω δέηση στο Θεό.:
  • 1. Παρακάλεσε τον προϊστάμενό του να του δώσει άδεια. 2. Παρακαλώ το Θεό να έχει καλά όλο τον κόσμο.
  • Συνών.: Συνών.: (2) προσεύχομαι
  • Σύνθ.: θερμοπαρακαλώ
  • Οικογ. Λέξ.: παράκληση, παρακλητικός, παρακαλεστός

παραλαμβάνω

  • παραλαβαίνω, Ρήμα, (πα-ρα-λαμ-βά-νω), (αόρ. παρέλα-βα, παθ. αόρ. παραλήφθηκα), [αρχ. παραλαµβάνω]
  • (μτβ.) παίρνω κάτι που μου δίνει ή μου στέλνει κάποιος.:
  • Παρέλαβα το δέμα από το ταχυδρομείο. Η επιχείρηση παρέλαβε καινούργια εμπορεύματα.
  • Συνών.: Αντίθ.: παραδίνω
  • Οικογ. Λέξ.: παραλαβή, παραλήπτης

παράλληλος, -η, -ο

  • Επίθετο, Ε2, άψυχα, (πα-ράλ-λη-λος), [αρχ. παράλληλος]
  • 1. (μαθημ.) γραμμές ή επιφάνειες που όσο κι αν προεκταθούν δεν συναντιούνται. 2. (μτφ.) αυτός που γίνεται συγχρόνως ή έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με άλλον::
  • 1. Δύο κάθετες ευθείες πάνω στην ίδια ευθεία γραμμή είναι παράλληλες μεταξύ τους. 2. Οι δύο φίλοι ακολούθησαν παράλληλους δρόμους στη ζωή.
  • Σύνθ.: παραλληλόγραμμο, παραλληλεπίπεδο
  • Οικογ. Λέξ.: παράλληλα (επίρρ.), παραλλήλως (επίρρ.), παραλληλία, παραλληλίζω, παραλληλισμός
  • Προσδιορ.: (2) δράση, σύνδεση, επιδιώξεις
  • Φράσεις: Βίοι παράλληλοι
  • Επεξηγ.: για πρόσωπα που ζουν παρόμοιες καταστάσεις

παραμερίζω

  • Ρήμα, Ρ4, (πα-ρα-με-ρίζω), (αόρ. παραμέρι-σα, παθ. αόρ. παραμερίστηκα, παθ. μτχ. παραμερισμένος), [µεσν. παραµερίζω < παράµερος]
  • 1. (μτβ.) βάζω κάτι ή κάποιον στην άκρη. 2. (μτβ.) (μτφ.) βγάζω κάποιον ή κάτι από τη μέση, για να πετύχω ένα σκοπό. 3. (αμτβ.) πηγαίνω στην άκρη με τη θέλησή μου, κάνω τόπο.:
  • 1. Παραμέρισα με τα χέρια μου τις πέτρες, για να περάσει το αυτοκίνητο. 2. Τον παραμέρισαν με την ψήφο τους και στη θέση του εκλέχτηκε κάποιος άλλος. 3. Παραμερίσαμε όλοι, για να περάσει το ασθενοφόρο.
  • Συνών.: Συνών.: (3) τραβιέμαι
  • Οικογ. Λέξ.: παραμερισμός, παραμέρισμα

παραμονή

  • (η), Ουσιαστικό, Ο24, (πα-ρα-μο-νή, γεν. -ής, πληθ. - ), [µτγν. παραµονὴ < παραµένω]
  • 1. το να μένει κάποιος σε έναν τόπο για μικρό ή μεγάλο διάστημα, διαμονή. 2. η προηγούμενη ημέρα σημαντικού γεγονότος ή γιορτής.:
  • 1. Κατά την παραμονή του στο Ηράκλειο επισκέφτηκε όλους τους αρχαιολογικούς χώρους. 2. Την παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς τα καταστήματα παιχνιδιών έχουν μεγάλη κίνηση.
  • Οικογ. Λέξ.: παραμονεύω

παραμύθι

  • (το), Ουσιαστικό, Ο36, (πα-ρα-μύ-θι, γεν. -ιού, πληθ. -ια), [αρχ. παραµύθιον (= παρηγοριά, ανακούφιση)]
  • 1. φανταστική διήγηση μαγικών και εξωπραγματικών γεγονότων. 2. (μτφ.) μεγάλο ψέμα.:
  • 1. Τα λαϊκά παραμύθια ξεκινούν συχνά με τη φράση «Κόκκινη κλωστή δεμένη». 2. Κανείς δεν πίστευε τα παραμύθια που μας έλεγε.
  • Συνών.: Συνών: (1) μύθος, (2) ψευτιά
  • Οικογ. Λέξ.: παραμυθάς, παραμυθένιος, παραμυθία, παραμυθιάζω
  • Προσδιορ.: (1) ανατολίτικο, διασκεδαστικό, εύθυμο, ηθικοπλαστικό, λαϊκό, παιδικό
  • Φράσεις: Παραμύθια της Χαλιμάς
  • Επεξηγ.: μεγάλα ψέματα

παράξενος, -η, -ο

  • Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα, (πα-ρά-ξε-νος), [ελνστ. παράξενος < παρὰ + ξένος]
  • 1. (για πράγματα) κάτι που προκαλεί την προσοχή, επειδή είναι ασυνήθιστο και ανεξήγητο. 2 . (για πρόσωπα) ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος στο χαρακτήρα και τη συμπεριφορά::
  • 1. Ήταν ένα παράξενο μηχάνημα που σφύριζε συνέχεια. 2. Είναι παράξενος άνθρωπος και γκρινιάζει συνέχεια.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1) συνηθισμένος, κανονικός Συνών.: (1, 2) περίεργος, (2) δύστροπος
  • Οικογ. Λέξ.: παράξενα (επίρρ.), παραξενιά, παραξενεύω
  • Προσδιορ.: (2) άνθρωπος, (1) συνήθειες, ντύσιμο

παρασέρνω

  • παρασύρω, Ρήμα, (πα-ρα-σέρ-νω), (αόρ. παρέσυρα και παράσυρα, παθ. αόρ. παρασύρθηκα, παθ. μτχ. παρασυρμένος), [αρχ. παρασύρω]
  • 1. (μτβ.) παίρνω μαζί μου ή τραβώ με δύναμη κάποιον ή κάτι. 2. (μτβ.) (μτφ.) βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο.:
  • 1. Το πλημμυρισμένο ποτάμι παρέσυρε ό,τι συνάντησε μπροστά του. 2. Τον παρέσυραν οι κακές παρέες.
  • Συνών.: Συνών.: (1) συμπαρασύρω, (2) ξελογιάζω
  • Σύνθ.: συμπαρασύρω,παρατηρώ

παρατηρώ

  • Ρήμα, Ρ6, (πα-ρα-τη-ρώ), (αόρ. παρατήρησα, παθ. αόρ. παρατηρήθηκα, παθ. μτχ. παρατηρημένος), [αρχ. παρατηρῶ]
  • 1. (μτβ.) παρακολουθώ κάποιον ή κάτι με προσοχή, εξετάζω. 2. (μτβ.) αντιλαμβάνομαι, βλέπω, διαπιστώνω, διακρίνω. 3. (αμτβ.) (γ΄ πρόσ.) γίνεται αντιληπτό, διαπιστώνεται: 4. (μτβ.) επικρίνω κάποιον, ελέγχω.:
  • 1. Παρατηρούσε τις κινήσεις των πλανητών με το τηλεσκόπιο. 2. Παρατήρησα μια σημαντική αλλαγή στη συμπεριφορά σου. 3. Παρατηρείται διαφοροποίηση των καιρικών φαινομένων. 4. Τον παρατήρησε για την άσχημη συμπεριφορά του.
  • Συνών.: Συνών: (1) κοιτάζω, (3) σημειώνεται, (4) κατακρίνω
  • Οικογ. Λέξ.: παρατήρηση, παρατηρητής, παρατηρητήριο, παρατηρητικότητα

παρελθόν

  • (το), Ουσιαστικό, Ο44, (πα-ρελ-θόν, γεν. -όντος, πληθ. - ), [αρχ. παρελθὸν < παρέρχοµαι]
  • 1. ο χρόνος, το χρονικό διάστημα που πέρασε. 2. τα γεγονότα που συνέβησαν σε περασμένους καιρούς.:
  • 1. Οι ιστορικοί μελετούν το παρελθόν. 2. Η Ελλάδα έχει ένδοξο παρελθόν.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1) παρόν, μέλλον Συνών.: (1) τα παλιά
  • Σύνθ.: παρελθοντολογία
  • Οικογ. Λέξ.: παρελθοντικός
  • Προσδιορ.: (2) αλησμόνητο, θρυλικό, ιστορικό