Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Ο"

Βρέθηκαν 30 Λήμματα [21 - 30]

οργίζομαι

  • Ρήμα, Ρ4, (ορ-γί-ζο-μαι), (παθ. αόρ. οργίστηκα, παθ. μτχ. οργισμένος), [αρχ. ὀργίζοµαι]
  • (αμτβ.) βρίσκομαι σε κατάσταση μεγάλου θυμού ή αγανάκτησης.:
  • Οργίζομαι πάρα πολύ, όταν σκέφτομαι πως υπάρχουν άνθρωποι που βασανίζουν τα ζώα.
  • Συνών.: Συνών: θυμώνω, εξοργίζομαι
  • Σύνθ.: εξοργίζομαι
  • Οικογ. Λέξ.: οργή, οργίλος
  • Φράσεις: Οργισμένα νιάτα
  • Επεξηγ.: ασυμβίβαστοι νέοι

ορεινός, -ή, -ό

  • Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα, (ο-ρει-νός), [αρχ. ὀρεινὸς < ὂρος]
  • 1. αυτός που σχετίζεται με το βουνό. 2. τόπος που έχει πολλά βουνά.:
  • 1. Πολλές περιοχές της Ελλάδας έχουν ορεινό κλίμα. 2. Η Ελλάδα είναι ορεινή χώρα.
  • Συνών.: Αντίθ.: (2) πεδινός, καμπίσιος Συνών.: (1) βουνίσιος, ορεσίβιος
  • Σύνθ.: ημιορεινός
  • Οικογ. Λέξ.: όρος, ορεινά (τα)
  • Προσδιορ.: (1, 2) όγκος, χωριό

ορθοπεδικός

  • (ο), Ουσιαστικό, Ο13, (ορ-θο-πε-δι-κός), [λόγ. < γαλλ. orthopédique]
  • ο ειδικευμένος γιατρός που ασχολείται με τις παθήσεις του κινητικού συστήματος, δηλ. των οστών, των αρθρώσεων και των μυών.:
  • Ο ορθοπεδικός επισκέφτηκε το σχολείο, για να διαπιστώσει αν υπάρχουν μαθητές με σκολίωση (= πάθηση της σπονδυλικής στήλης).

    ορίζοντας

    • (ο), Ουσιαστικό, Ο3, (ο-ρί-ζο-ντας), [λόγ. < αρχ. ὁρίζων]
    • η νοητή γραμμή όπου ο ουρανός φαίνεται να ακουμπά τη γη ή τη θάλασσα.:
    • Ένα μεγάλο πλοίο φάνηκε μακριά στον ορίζοντα.
    • Οικογ. Λέξ.: οριζόντιος, οριζοντιώνω
    • Προσδιορ.: μακρινός, τεχνητός, στενός, ευρύς, νέος, υδροφόρος
    • Φράσεις: 1. Ανοίγω νέους ορίζοντες 2. Κάτι φαίνεται στον ορίζοντα
    • Επεξηγ.: 1. δημιουργώ καινούργιες προοπτικές 2. κάτι αρχίζει να γίνεται

    ορκωμοσία

    • (η), Ουσιαστικό, Ο19, (ορ-κω-μο-σί-α ), [αρχ. ὁρκωµοσία < ὃρκος + ὂµνυµι]
    • το να ορκίζεται κανείς ενώπιον επίσημης αρχής κατά την ανάληψη καθηκόντων, την ολοκλήρωση των σπουδών του κ.ά..:
    • Η ορκωμοσία των βουλευτών γίνεται ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας.
    • Προσδιορ.: επίσημη

    ορμώ

    • Ρήμα, Ρ5, (ορ-μώ), (αόρ. όρμησα), [αρχ. ὁρµῶ < ὁρµὴ ]
    • 1. (αμτβ.) κινούμαι βιαστικά προς τα εμπρός. 2. (μτβ.) κάνω επίθεση.:
    • 1. Οι φίλαθλοι όρμησαν στο γήπεδο, για να πανηγυρίσουν τη νίκη της ομάδας τους. 2. Ο εχθρός όρμησε εναντίον της φρουράς του κάστρου με όλες τις δυνάμεις που διέθετε.
    • Σύνθ.: εξορμώ, εφορμώ
    • Οικογ. Λέξ.: ορμή, ορμητήριο, ορμητικός, ορμητικότητα

    όρος

    • (ο), Ουσιαστικό, Ο14, (ό-ρος), [λόγ. < αρχ. ὃρος]
    • 1. απαραίτητη προϋπόθεση, για να υπάρξει κάτι άλλο. 2. (πληθ.) παράγοντες που επηρεάζουν την εργασία, τη ζωή και τις δραστηριότητες κάποιου. 3. η ονομασία ενός πράγματος ή μιας έννοιας στην επιστήμη ή την τέχνη.:
    • 1. Θα έρθω μαζί σου διακοπές, υπό τον όρο ότι θα πάμε σε κάποιο νησί. 2. Οι όροι εργασίας των ναυτικών έχουν βελτιωθεί σε σημαντικό βαθμό. 3. Η λέξη «οπτική» είναι όρος της Φυσικής.
    • Σύνθ.: ορολογία
    • Προσδιορ.: επιστημονικός, μουσικός, διεθνής, ασαφής
    • Φράσεις: 1. Όροι του κλάσματος 2. Μέσος όρος 2. Εφ' όρου ζωής 4. Άνευ όρων
    • Επεξηγ.: 1. ο αριθμητής και ο παρονομαστής 2. το ενδιάμεσο μεταξύ δύο ακραίων σημείων 3. για ολόκληρη τη ζωή 4. χωρίς περιορισμούς

    ουσία

    • (η), Ουσιαστικό, Ο19, (ου-σί-α), [αρχ. οὐσία < οὖσα < εἰµὶ]
    • 1. κάθε είδος ύλης, φυσικό σώμα. 2. το πιο σημαντικό στοιχείο, ό,τι είναι σπουδαιότερο και σοβαρότερο σ' ένα θέμα, μια υπόθεση κ.λπ..:
    • 1. Στο γάλα υπάρχουν πολλές θρεπτικές ουσίες. 2. Ο ανταποκριτής της εφημερίδας προσπάθησε να καταγράψει την ουσία των γεγονότων.
    • Συνών.: Συνών.: (2) νόημα, βάρος, σπουδαιότητα
    • Σύνθ.: απουσία, εξουσία, παρουσία, περιουσία
    • Οικογ. Λέξ.: ουσιώδης, ουσιωδώς (επίρρ.), ουσιαστικός, ουσιαστικό (το), ουσιαστικά (επίρρ. )
    • Προσδιορ.: (1) οργανική, ανόργανη, δηλητηριώδης, θρεπτική, τοξική, φαρμακευτική
    • Φράσεις: 1. Ξοδεύω φαιά ουσία 2. Στην ουσία / κατ' ουσία
    • Επεξηγ.: 1. σκέφτομαι 2. στην πραγματικότητα

    οφείλω

    • Ρήμα, (ο-φεί-λω), (παρατ. όφειλα), [αρχ. ὀφείλω]
    • 1. (μτβ.) χρωστώ. 2. (μτβ.) είμαι υποχρεωμένος, έχω καθήκον να κάνω κάτι.:
    • 1. Αγόρασα σπίτι και οφείλω χρήματα στην Τράπεζα. 2. Οφείλω πολλά στους δασκάλους μου.
    • Συνών.: Συνών.: (1, 2) χρωστώ
    • Οικογ. Λέξ.: όφελος, οφειλή, οφειλέτης

    όψη

    • (η), Ουσιαστικό, Ο27, (ό-ψη, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις), [λόγ. < αρχ. ὂψις < ὁρῶ (= βλέπω)]
    • 1. η εξωτερική εμφάνιση. 2. η φυσιογνωμία, το πρόσωπο και η έκφραση ενός ατόμου.:
    • 1. Η μπροστινή όψη του κτιρίου είναι διακοσμημένη με μάρμαρο. 2. Από την όψη του φαινόταν ότι δεν ήταν καλά στην υγεία του.
    • Συνών.: Συνών.: (1, 2) θωριά
    • Σύνθ.: άποψη, κάτοψη, πρόσοψη, σύνοψη
    • Προσδιορ.: (1, 2) ευχάριστη, θλιμμένη, ταλαιπωρημένη
    • Φράσεις: 1. Λαμβάνω / έχω υπόψη μου 2. Η άλλη όψη του νομίσματος 3. Οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος
    • Επεξηγ.: 1. δεν ξεχνώ 2. η αντίθετη πλευρά ενός ζητήματος 3. για δυο πράγματα που είναι ίδια