Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Ε"
επίθεση
- (η), Ουσιαστικό, Ο28, (ε-πί-θε-ση, γεν. -ης, -έσεως, πληθ. -έσεις), [αρχ. ἐπίθεσις < ἐ πιτίθηµι]
- εχθρική κίνηση εναντίον κάποιου.:
- Ο εχθρός πραγματοποίησε αεροπορική επίθεση εναντίον της γειτονικής χώρας.
- Συνών.: Αντίθ.: άμυνα Συνών.: έφοδος, προσβολή, χτύπημα
- Σύνθ.: αντεπίθεση
- Οικογ. Λέξ.: επιθετικός, επιθετικότητα
- Προσδιορ.: αιφνιδιαστική, μετωπική, συκοφαντική
επιθυμώ
- Ρήμα, Ρ6, (ε-πι-θυ-μώ), (αόρ. επιθύμησα), [αρχ. ἐπιθυµῶ < ἐπὶ + θυµὸς]
- 1. θέλω. 2. εύχομαι, νοσταλγώ.:
- 1. Επιθυμώ να κάνω ένα μεγάλο ταξίδι. 2. Το ίδιο επιθυμώ και για εσάς. Είχαμε καιρό να σας δούμε και σας επιθυμήσαμε.
- Συνών.: Συνών.: (1) λαχταρώ, ποθώ
- Οικογ. Λέξ.: επιθυμία, επιθυμητός
επικοινωνία
- (η), Ουσιαστικό, Ο19, (ε-πι-κοι-νω-νί-α), [λόγ. < αρχ. ἐπικοινωνία < ἐπικοινωνῶ]
- το να έρχεται κανείς σε επαφή με κάποιον άλλον, ανταλλάσσοντας μηνύματα και πληροφορίες.:
- Το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο συμβάλλει στην ταχύτερη επικοινωνία.
- Οικογ. Λέξ.: επικοινωνώ
- Προσδιορ.: δορυφορική,τηλεφωνική
επιμελής, -ής,-ές
- Επίθετο, Ε9, έμψυχα, (ε-πι-με-λής, γεν. -ούς, -ούς, -ούς,πληθ. -είς, -είς, -ή), [αρχ. ἐπιµελὴς < ἐπιµελοῦµαι]
- εργατικός, μελετηρός, προκομμένος.:
- Είναι πάντοτε υπεύθυνος και επιμελής μαθητής.
- Συνών.: Αντίθ.: αμελής Συνών.: φιλομαθής, φιλόπονος
- Οικογ. Λέξ.: επιμελώς (επίρρ.), επιμέλεια, επιμελούμαι, επιμελητής, επιμελητήριο
- Προσδιορ.: μαθητής, φοιτητής
επιμονή
- (η), Ουσιαστικό, Ο24, (ε-πι-μο-νή, γεν. -ής, πληθ. - ), [αρχ. ἐπιµονὴ < ἐπιµένω]
- 1. το να εξακολουθεί να επιδιώκει και να υποστηρίζει κανείς κάτι, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει. 2. το πείσμα.:
- 1. Με την υπομονή και την επιμονή μπορεί κάποιος να επιτύχει πολλά. 2. Είναι ενοχλητική η επιμονή του να γίνεται πάντοτε το δικό του.
- Συνών.: Συνών.: (1) εμμονή
- Οικογ. Λέξ.: επιμένω, επίμονος, επίμονα (επίρρ.)
- Προσδιορ.: αδικαιολόγητη, έντονη
επίπεδο
- (το), Ουσιαστικό, Ο34, (ε-πί-πε-δο, γεν. -έδου, πληθ. -α), [αρχ. ἐπίπεδον, ουδ. επιθ. ἐπίπεδος < ἐπὶ + πέδον (=έδαφος)]
- 1. (μαθημ.) κάθε επιφάνεια στην οποία όλα τα σημεία, αν ενωθούν ανά δύο, σχηματίζουν ευθείες γραμμές, που βρίσκονται πάνω στην επιφάνεια. 2. βαθμίδα πνευματικής ή κοινωνικής κατάστασης.:
- 1. Η ευθεία γραμμή εφαρμόζει απόλυτα σε κάθε επίπεδο. 2. Το επίπεδο της τάξης στα Μαθηματικά είναι πολύ υψηλό.
- Προσδιορ.: (1) βιοτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό, διανοητικό, (2) παράλληλο
- Φράσεις: Κεκλιμένο επίπεδο
- Επεξηγ.: μηχανή που χρησιμεύει για την ανύψωση βαρών
επισημαίνω
- Ρήμα, (ε-πι-ση-μαί-νω), (αόρ. επισήμανα, παθ. αόρ. επισημάνθηκα, παθ. μτχ. επισημασμένος), [αρχ. ἐπισηµαίνω < ἐπὶ + σηµαίνω]
- 1. (μτβ.) δίνω έμφαση σε κάτι που θεωρώ σημαντικό. 2. (μτβ.) (μτφ.) εντοπίζω κάποιον ή κάτι, διαπιστώνω.:
- 1.Ο γεωπόνος επισήμανε τους κινδύνους από την ανεξέλεγκτη χρήση των φυτοφαρμάκων. 2.Επισημαίνω τα λάθη που έγιναν στις ασκήσεις των Μαθηματικών.
- Συνών.: Συνών.: (1) υπογραμμίζω, τονίζω, (2) διακρίνω
- Οικογ. Λέξ.: επισήμανση
επιστήμη
- (η), Ουσιαστικό, Ο25, (ε-πι-στή-μη, γεν. -ης, πληθ. -ες), [αρχ. ἐπιστήµη < ἐπίσταµαι]
- 1. οι γνώσεις που έχουν ανακαλυφθεί με έρευνα και μελέτη και είναι οργανωμένες σε τομείς. 2. κάθε τομέας γνώσεων.:
- 1. Η πρόοδος της επιστήμης είναι καταπληκτική τα τελευταία χρόνια. 2. Η επιστήμη της Φυσικής χρησιμοποιεί τη θεωρία και το πείραμα.
- Σύνθ.: επιστημολογία
- Οικογ. Λέξ.: επιστήμονας, επιστημονικός, επιστημοσύνη
- Προσδιορ.: (1, 2) θεωρητική, εφαρμοσμένη, πολιτική, οικονομική
επιχείρηση
- (η), Ουσιαστικό, Ο28, (ε-πι-χεί-ρη-ση, γεν. -ης, -ήσεως, πληθ. -ήσεις, γεν. -ήσεων), [αρχ. ἐπιχείρησις < ἐπιχειρῶ ]
- 1. η ομαδική προσπάθεια για την πραγματοποίηση ενός σκοπού. 2.οικονομική μονάδα με σκοπό το κέρδος.:
- 1. Στήθηκε μεγάλη επιχείρηση, για να βρεθούν οι αγνοούμενοι. 2. Άνοιξαν οικογενειακή επιχείρηση με έτοιμα ενδύματα.
- Συνών.: Συνών.: (1) απόπειρα
- Σύνθ.: επιχειρηματολογία
- Οικογ. Λέξ.: επιχειρώ, επιχείρημα, επιχειρηματίας, επιχειρηματικός, επιχειρηματικότητα
- Προσδιορ.: (1) επικίνδυνη, (1, 2) δημόσια, (2) ιδιωτική, εμπορική, τουριστική
έρευνα
- (η), Ουσιαστικό, Ο20, (έ-ρευ-να), [αρχ. ἒρευνα < ἐρευνῶ ]
- η συστηματική προσπάθεια που γίνεται με σκοπό να βρεθεί, να ανακαλυφθεί και να ερμηνευθεί κάτι, αναζήτηση, ψάξιμο.:
- Οι αρχαιολογικές έρευνες έφεραν στο φως αμύθητους θησαυρούς.
- Συνών.: Συνών.: εξερεύνηση, εξέταση, αναζήτηση
- Οικογ. Λέξ.: ερευνώ, ερευνητής, ερευνητικός
- Προσδιορ.: άκαρπη, δειγματοληπτική, στατιστική, εξονυχιστική, δημοσιογραφική, επιστημονική

