Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Ε"

Βρέθηκαν 47 Λήμματα [31 - 40]

επίθεση

  • (η), Ουσιαστικό, Ο28, (ε-πί-θε-ση, γεν. -ης, -έσεως, πληθ. -έσεις), [αρχ. ἐπίθεσις < ἐ πιτίθηµι]
  • εχθρική κίνηση εναντίον κάποιου.:
  • Ο εχθρός πραγματοποίησε αεροπορική επίθεση εναντίον της γειτονικής χώρας.
  • Συνών.: Αντίθ.: άμυνα Συνών.: έφοδος, προσβολή, χτύπημα
  • Σύνθ.: αντεπίθεση
  • Οικογ. Λέξ.: επιθετικός, επιθετικότητα
  • Προσδιορ.: αιφνιδιαστική, μετωπική, συκοφαντική

επιθυμώ

  • Ρήμα, Ρ6, (ε-πι-θυ-μώ), (αόρ. επιθύμησα), [αρχ. ἐπιθυµῶ < ἐπὶ + θυµὸς]
  • 1. θέλω. 2. εύχομαι, νοσταλγώ.:
  • 1. Επιθυμώ να κάνω ένα μεγάλο ταξίδι. 2. Το ίδιο επιθυμώ και για εσάς. Είχαμε καιρό να σας δούμε και σας επιθυμήσαμε.
  • Συνών.: Συνών.: (1) λαχταρώ, ποθώ
  • Οικογ. Λέξ.: επιθυμία, επιθυμητός

επικοινωνία

  • (η), Ουσιαστικό, Ο19, (ε-πι-κοι-νω-νί-α), [λόγ. < αρχ. ἐπικοινωνία < ἐπικοινωνῶ]
  • το να έρχεται κανείς σε επαφή με κάποιον άλλον, ανταλλάσσοντας μηνύματα και πληροφορίες.:
  • Το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο συμβάλλει στην ταχύτερη επικοινωνία.
  • Οικογ. Λέξ.: επικοινωνώ
  • Προσδιορ.: δορυφορική,τηλεφωνική

επιμελής, -ής,-ές

  • Επίθετο, Ε9, έμψυχα, (ε-πι-με-λής, γεν. -ούς, -ούς, -ούς,πληθ. -είς, -είς, -ή), [αρχ. ἐπιµελὴς < ἐπιµελοῦµαι]
  • εργατικός, μελετηρός, προκομμένος.:
  • Είναι πάντοτε υπεύθυνος και επιμελής μαθητής.
  • Συνών.: Αντίθ.: αμελής Συνών.: φιλομαθής, φιλόπονος
  • Οικογ. Λέξ.: επιμελώς (επίρρ.), επιμέλεια, επιμελούμαι, επιμελητής, επιμελητήριο
  • Προσδιορ.: μαθητής, φοιτητής

επιμονή

  • (η), Ουσιαστικό, Ο24, (ε-πι-μο-νή, γεν. -ής, πληθ. - ), [αρχ. ἐπιµονὴ < ἐπιµένω]
  • 1. το να εξακολουθεί να επιδιώκει και να υποστηρίζει κανείς κάτι, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει. 2. το πείσμα.:
  • 1. Με την υπομονή και την επιμονή μπορεί κάποιος να επιτύχει πολλά. 2. Είναι ενοχλητική η επιμονή του να γίνεται πάντοτε το δικό του.
  • Συνών.: Συνών.: (1) εμμονή
  • Οικογ. Λέξ.: επιμένω, επίμονος, επίμονα (επίρρ.)
  • Προσδιορ.: αδικαιολόγητη, έντονη

επίπεδο

  • (το), Ουσιαστικό, Ο34, (ε-πί-πε-δο, γεν. -έδου, πληθ. -α), [αρχ. ἐπίπεδον, ουδ. επιθ. ἐπίπεδος < ἐπὶ + πέδον (=έδαφος)]
  • 1. (μαθημ.) κάθε επιφάνεια στην οποία όλα τα σημεία, αν ενωθούν ανά δύο, σχηματίζουν ευθείες γραμμές, που βρίσκονται πάνω στην επιφάνεια. 2. βαθμίδα πνευματικής ή κοινωνικής κατάστασης.:
  • 1. Η ευθεία γραμμή εφαρμόζει απόλυτα σε κάθε επίπεδο. 2. Το επίπεδο της τάξης στα Μαθηματικά είναι πολύ υψηλό.
  • Προσδιορ.: (1) βιοτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό, διανοητικό, (2) παράλληλο
  • Φράσεις: Κεκλιμένο επίπεδο
  • Επεξηγ.: μηχανή που χρησιμεύει για την ανύψωση βαρών

επισημαίνω

  • Ρήμα, (ε-πι-ση-μαί-νω), (αόρ. επισήμανα, παθ. αόρ. επισημάνθηκα, παθ. μτχ. επισημασμένος), [αρχ. ἐπισηµαίνω < ἐπὶ + σηµαίνω]
  • 1. (μτβ.) δίνω έμφαση σε κάτι που θεωρώ σημαντικό. 2. (μτβ.) (μτφ.) εντοπίζω κάποιον ή κάτι, διαπιστώνω.:
  • 1.Ο γεωπόνος επισήμανε τους κινδύνους από την ανεξέλεγκτη χρήση των φυτοφαρμάκων. 2.Επισημαίνω τα λάθη που έγιναν στις ασκήσεις των Μαθηματικών.
  • Συνών.: Συνών.: (1) υπογραμμίζω, τονίζω, (2) διακρίνω
  • Οικογ. Λέξ.: επισήμανση

επιστήμη

  • (η), Ουσιαστικό, Ο25, (ε-πι-στή-μη, γεν. -ης, πληθ. -ες), [αρχ. ἐπιστήµη < ἐπίσταµαι]
  • 1. οι γνώσεις που έχουν ανακαλυφθεί με έρευνα και μελέτη και είναι οργανωμένες σε τομείς. 2. κάθε τομέας γνώσεων.:
  • 1. Η πρόοδος της επιστήμης είναι καταπληκτική τα τελευταία χρόνια. 2. Η επιστήμη της Φυσικής χρησιμοποιεί τη θεωρία και το πείραμα.
  • Σύνθ.: επιστημολογία
  • Οικογ. Λέξ.: επιστήμονας, επιστημονικός, επιστημοσύνη
  • Προσδιορ.: (1, 2) θεωρητική, εφαρμοσμένη, πολιτική, οικονομική

επιχείρηση

  • (η), Ουσιαστικό, Ο28, (ε-πι-χεί-ρη-ση, γεν. -ης, -ήσεως, πληθ. -ήσεις, γεν. -ήσεων), [αρχ. ἐπιχείρησις < ἐπιχειρῶ ]
  • 1. η ομαδική προσπάθεια για την πραγματοποίηση ενός σκοπού. 2.οικονομική μονάδα με σκοπό το κέρδος.:
  • 1. Στήθηκε μεγάλη επιχείρηση, για να βρεθούν οι αγνοούμενοι. 2. Άνοιξαν οικογενειακή επιχείρηση με έτοιμα ενδύματα.
  • Συνών.: Συνών.: (1) απόπειρα
  • Σύνθ.: επιχειρηματολογία
  • Οικογ. Λέξ.: επιχειρώ, επιχείρημα, επιχειρηματίας, επιχειρηματικός, επιχειρηματικότητα
  • Προσδιορ.: (1) επικίνδυνη, (1, 2) δημόσια, (2) ιδιωτική, εμπορική, τουριστική

έρευνα

  • (η), Ουσιαστικό, Ο20, (έ-ρευ-να), [αρχ. ἒρευνα < ἐρευνῶ ]
  • η συστηματική προσπάθεια που γίνεται με σκοπό να βρεθεί, να ανακαλυφθεί και να ερμηνευθεί κάτι, αναζήτηση, ψάξιμο.:
  • Οι αρχαιολογικές έρευνες έφεραν στο φως αμύθητους θησαυρούς.
  • Συνών.: Συνών.: εξερεύνηση, εξέταση, αναζήτηση
  • Οικογ. Λέξ.: ερευνώ, ερευνητής, ερευνητικός
  • Προσδιορ.: άκαρπη, δειγματοληπτική, στατιστική, εξονυχιστική, δημοσιογραφική, επιστημονική