Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Ε"

Βρέθηκαν 47 Λήμματα [21 - 30]

έξοδος

  • (η), Ουσιαστικό, Ο28, (έ-ξο-δος, γεν. -όδου, πληθ. -οι), [αρχ. ἒξοδος < ἐκ + ὁδὸς]
  • 1. μετακίνηση από μέσα προς τα έξω. 2. απομάκρυνση από μια υπηρεσία. 3. η μαζική αναχώρηση από έναν τόπο ή χώρο για λόγους αναψυχής.:
  • 1. Η έξοδος των φιλάθλων από το γήπεδο έγινε με απόλυτη τάξη. 2. Η έξοδος από την υπηρεσία είναι δυνατόν να γίνει και λόγω ορίου ηλικίας. 3. Η έξοδος των κατοίκων της πρωτεύουσας για το εορταστικό τριήμερο ήταν μεγάλη.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1) είσοδος
  • Σύνθ.: διέξοδος, αδιέξοδος
  • Οικογ. Λέξ.: έξοδο (το)
  • Προσδιορ.: (1, 2, 3) αιφνιδιαστική, αναγκαστική, ομαδική, (1, 3) μυστική
  • Φράσεις: Η έξοδος του Μεσολογγίου
  • Επεξηγ.: η εξόρμηση των πολιορκημένων του Μεσολογγίου στις 10 Απριλίου 1826

εξοφλώ

  • Ρήμα, Ρ6, (ε-ξο-φλώ), (αόρ. εξόφλησα, παθ. αόρ. εξοφλήθηκα, παθ. μτχ. εξοφλημένος), [µεσν. ἐξοφλ < ἐκ+ ὀφλῶ (= οφείλω)]
  • (μτβ.) πληρώνω χρέος.:
  • Εξόφλησε το χρέος του με δόσεις μέσα σε τρία χρόνια.
  • Συνών.: Συνών.: αποπληρώνω, ξεπληρώνω
  • Οικογ. Λέξ.: εξόφληση, εξοφλητικός

εξπρές

  • (το), Ουσιαστικό, (-), (εξ-πρές), [λόγ. < γαλλ. ex-press]
  • 1. γρήγορο μεταφορικό μέσο, συνήθως τρένο, που κάνει ελάχιστες ή καθόλου στάσεις. 2. αποστολή ταχυδρομικών επιστολών ή δεμάτων με τρόπο ταχύτερο από το συνηθισμένο.:
  • 1. Ταξιδέψαμε με την εξπρές αμαξοστοιχία Αθηνών-Θεσσαλονίκης. 2. Έστειλε ένα γράμμα εξπρές στην κόρη του που σπουδάζει στην Αλεξανδρούπολη.

    έπαλξη

    • (η), Ουσιαστικό, Ο28, (έ-παλ-ξη, γεν. -ης, -άλξεως, πληθ. -άλξεις), [αρχ. ἒπαλξις]
    • 1. το πάνω μέρος των τειχών ενός φρουρίου ή πύργου, απ' όπου μάχονταν προστατευμένοι οι πολεμιστές. 2. (μτφ.) για κάθε θέση απ' όπου κάποιος αγωνίζεται.:
    • 1. Πολλές πόλεις περιβάλλονται από παλιά κάστρα με επάλξεις. 2. Βρίσκεται πάντα στις επάλξεις του αγώνα για δικαιοσύνη και ισότητα.

      επανάσταση

      • (η), Ουσιαστικό, Ο28, (ε-πα-νά-στα-ση, γεν. -ης, -άσεως, πληθ. -άσεις), [αρχ. ἐπανάστασις < ἐπανίστηµι (= ξεσηκώνω)]
      • 1. ομαδική εξέγερση για τη βίαιη ανατροπή πολιτικού ή κοινωνικού καθεστώτος μιας χώρας ή για την απελευθέρωση από ξένο κατακτητή. 2. απότομη αλλαγή των δεδομένων στην επιστήμη, την τέχνη κ.λπ..:
      • 1. Η ελληνική επανάσταση του 1821 υπήρξε μεγάλος σταθμός στην πορεία του έθνους. 2. Η επανάσταση στην τεχνολογία χαρακτηρίζει την εποχή μας.
      • Συνών.: Συνών.: (1) εξέγερση, στάση, κίνημα
      • Σύνθ.: αντεπανάσταση
      • Οικογ. Λέξ.: επαναστατώ, επαναστάτης, επαναστατικά (επίρρ.)
      • Προσδιορ.: (1) αιματηρή, ειρηνική, εργατική, ιστορική

      επαρχία

      • (η), Ουσιαστικό, Ο19, (ε-παρ-χί-α), [µτγν. ἐπαρχία < ἒπαρχος]
      • 1. διοικητική περιφέρεια του κράτους που είναι μικρότερη από το νομό. 2. κάθε περιοχή της χώρας εκτός από την πρωτεύουσα.:
      • 1. Ο Νομός Ιωαννίνων περιλαμβάνει τις επαρχίες Δωδώνης, Κόνιτσας και Μετσόβου. 2. Πήρε μετάθεση από την πρωτεύουσα στην επαρχία.
      • Συνών.: Αντίθ.: (2) πρωτεύουσα Συνών.: (2) περιφέρεια, ύπαιθρος
      • Οικογ. Λέξ.: έπαρχος, επαρχείο,επαρχιακός, επαρχιώτης

      επεισόδιο

      • (το), Ουσιαστικό, Ο34, (ε-πει-σό-δι-ο, γεν. -ίου, πληθ. -α), [αρχ. ἐπεισόδιον < ἐπὶ + εἲσοδος]
      • 1. έντονο περιστατικό, συμβάν. 2. απρόοπτη φιλονικία, λογομαχία. 3. καθένα από τα αυτοτελή ή συνεχιζόμενα μέρη ενός έργου (λογοτεχνικού, τηλεοπτικού κ.λπ.).:
      • 1. Ο ιστορικός κατέγραψε πολλά σημαντικά επεισόδια από την ελληνική επανάσταση. 2. Είχαμε ένα έντονο επεισόδιο στην αίθουσα του δικαστηρίου. 3. Η τηλεοπτική σειρά που παρακολουθούμε αποτελείται από δέκα αυτοτελή επεισόδια.
      • Συνών.: Συνών.: (2) καβγάς
      • Οικογ. Λέξ.: επεισοδιακός, επεισοδιακά (επίρρ.)
      • Προσδιορ.: (1, 2) απρόοπτο, διπλωματικό, θερμό, πολιτικό, οδυνηρό, (1) ιστορικό

      επιβάλλω

      • Ρήμα, (ε-πι-βάλ-λω), (αόρ. επέβαλα, παθ. αόρ. επιβλήθηκα, παθ. μτχ. επιβεβλη-μένος), [αρχ. ἐπιβάλλω < ἐπὶ + βάλλω (= ρί-χνω, πέφτω επά-νω)]
      • 1. (μτβ.) αναγκάζω κάποιον να δεχτεί κάτι συνήθως δυσάρεστο. 2. (αμτβ.) (απρόσ., μέσ.) είναι αναγκαίο,πρέπει να…:
      • 1. Στις συζητήσεις που γίνονται επιβάλλει πάντοτε τη δική του γνώμη. 2. Μετά από ένα τόσο κοπιαστικό ταξίδι επιβάλλεται να ξεκουραστούμε.
      • Συνών.: Συνών.: (1) υποχρεώνω, (2) χρειάζεται, ενδείκνυται
      • Οικογ. Λέξ.: επιβολή

      επιβραβεύω

      • Ρήμα, Ρ2, (ε-πι-βρα-βεύ-ω), (αόρ. επιβράβευσα, παθ. αόρ. επιβραβεύτηκα, παθ. μτχ. επιβραβευμένος), [µεσν. ἐπιβραβεύω]
      • (αμτβ.) αναγνωρίζω την αξία κάποιου και τον ανταμείβω με υλική ή ηθική αμοιβή.:
      • Για το σπουδαίο λογοτεχνικό του έργο επιβραβεύτηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών.
      • Συνών.: Συνών.: βραβεύω, ανταμείβω, επιδοκιμάζω
      • Οικογ. Λέξ.: επιβράβευση

      επιδρομή

      • (η), Ουσιαστικό, Ο24, (ε-πι-δρο-μή), [αρχ. ἐπιδροµὴ < ἐπὶ + δροµῶ < δρόµος]
      • ξαφνική επίθεση ή εισβολή σε ξένη χώρα.:
      • Εναντίον της Βυζαντινής αυτοκρατορίας έγιναν πολλές επιδρομές από άλλους λαούς.
      • Συνών.: Συνών.: επίθεση
      • Οικογ. Λέξ.: επιδρομέας
      • Προσδιορ.: εχθρική, μαζική, αιφνίδια
      • Φράσεις: Επιδρομή λύκων, ακρίδας κ.λπ.
      • Επεξηγ.: ομαδική εμφάνιση και καταστρεπτική δράση