Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Α"
απιστία
- (η), Ουσιαστικό, Ο19, (α-πι-στί-α), [λόγ. < αρχ. ἀπιστία < ἀ στερ. + πίστη]
- το να μην πιστεύει κανείς σε κάποιον ή σε κάτι.:
- Η απιστία του Θωμά στην Ανάσταση του Κυρίου αναφέρεται στα Ευαγγέλια.
- Συνών.: Αντίθ.: πίστη
- Οικογ. Λέξ.: άπιστος, απιστώ, άπιστα (επίρρ.)
- Προσδιορ.: ασυγχώρητη, συζυγική, εμπορική
- Φράσεις: Απιστία υπαλλήλου
- Επεξηγ.: αδίκημα υπαλλήλου που με πρόθεση ζημιώνει το δημόσιο
άπληστος -η, -ο
- Επίθετο, Ε2, έμψυχα, (ά-πλη-στος), [αρχ. ἂπληστος]
- αυτός που ζητάει παραπάνω απ' όσα έχει ή χρειάζεται, ο πλεονέκτης.:
- Είναι ένας άπληστος άνθρωπος, που ενδιαφέρεται μόνο για τα υλικά πλούτη.
- Συνών.: Αντίθ.: ολιγαρκής Συνών.: ακόρεστος
- Οικογ. Λέξ.: άπληστα (επίρρ.), απληστία
- Προσδιορ.: άνθρωπος
άπνοια
- (η), Ουσιαστικό, Ο20, (ά-πνοι-α, γεν. -ας, πληθ. - ), [µτγν. ἂπνοια < ἂπνους]
- η απουσία ανέμου.:
- Επικρατούσε τόσο μεγάλη άπνοια, που δεν κουνιόταν ούτε φύλλο.
- Συνών.: Συνών.: νηνεμία, γαλήνη, μπουνάτσα
απόβαση
- (η), Ουσιαστικό, Ο28, (α-πό-βα-ση, γεν. -ης, -άσεως, πληθ. -άσεις), [λόγ. < αρχ. ἀπόβασις < ἀποβαίνω]
- έξοδος στρατιωτικών δυνάμεων από τα πλοία στην ξηρά με σκοπό την κατάληψη μιας περιοχής.:
- Η απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία έγινε το 1944.
- Οικογ. Λέξ.: αποβιβάζομαι, αποβίβαση, αποβατικός
- Προσδιορ.: γρήγορη, εικονική, επικίνδυνη, εχθρική, μαζική, συμμαχική
απογοητεύω
- Ρήμα, (α-πο-γο-η-τεύ-ω), (αόρ. απογοήτευσα, παθ. αόρ. απογοητεύτηκα, παθ. μτχ. απογοητευμένος), [λόγ. ἀπογοητεύω < γαλλ. désenschanter]
- (μτβ.) κάνω κάποιον να χάσει την ελπίδα, αποθαρρύνω, απελπίζω.:
- Με απογοήτευσε η εξέλιξη της υπόθεσης.
- Συνών.: Συνών.: αποκαρδιώνω
- Οικογ. Λέξ.: απογοήτευση, απογοητευτικός, απογοητευτικά (επίρρ.)
απόδειξη
- (η), Ουσιαστικό, Ο28, (α-πό-δει-ξη, γεν. -ης, -είξεως, πληθ. -είξεις, γεν. -είξεων), [αρχ. ἀπόδειξις < ἀποδείκνυµι]
- 1. κάθε στοιχείο που βεβαιώνει ότι κάτι είναι αληθινό ή υπαρκτό. 2. γραπτή βεβαίωση που πιστοποιεί παραλαβή ή παράδοση πραγμάτων, χρημάτων κ.λπ..:
- 1. Δε βρέθηκαν αποδείξεις για την ενοχή του. 2. Πλήρωσα το λογαριασμό του νερού και κράτησα την απόδειξη.
- Συνών.: Συνών.: (1) πειστήριο, (2) αποδεικτικό στοιχείο
- Οικογ. Λέξ.: αποδεικνύω, αποδεικτικός
- Προσδιορ.: (1) αδιάσειστη, ισχυρή, μοναδική, ουσιαστική, πειστική, (2) ενυπόγραφη, εξοφλητική
αποδημητικός, -ή, -ό
- Επίθετο, Ε1, έμψυχα, (α-πο-δη-μη-τι-κός), [λόγ. < αρχ. ἀποδηµητικὸς < ἀποδηµῶ]
- αυτός που ταξιδεύει σε άλλους τόπους.:
- Τα χελιδόνια είναι αποδημητικά πουλιά που πηγαίνουν σε θερμές χώρες, για να περάσουν το χειμώνα.
- Συνών.: Συνών: διαβατάρικος, ταξιδιάρικος
- Οικογ. Λέξ.: απόδημος, αποδημώ, αποδημία, αποδήμηση
- Προσδιορ.: πουλί, πτηνό
αποκάλυψη
- (η), Ουσιαστικό, Ο28, (α-πο-κά-λυ-ψη, γεν. -ης, -ύψεως, πληθ.-ύψεις), [λόγ. < ελνστ. ἀποκάλυψις < ἀποκαλύπτω]
- η φανέρωση και η γνωστοποίηση άγνωστων ή κρυφών στοιχείων.:
- Οι μάρτυρες έκαναν συγκλονιστικές αποκαλύψεις κατά τη διάρκεια της δίκης.
- Συνών.: Αντίθ.: απόκρυψη Συνών.: φανέρωμα
- Οικογ. Λέξ.: αποκαλύπτω, αποκαλυπτικός, αποκαλυπτικά (επίρρ.), αποκαλυπτήριος
- Προσδιορ.: εντυπωσιακή, σπουδαία, συγκλονιστική
αποκτώ
- αποχτώ, Ρήμα, Ρ5, (α-πο-κτώ), (αόρ. απέκτησα - απόκτησα, παθ. αόρ. αποκτήθηκα, παθ. μτχ. αποκτημένος), [µεσν. ἀποκτῶ < ἀπὸ + κτῶ (= κατέχω)]
- (μτβ.) κάνω κάτι δικό μου, κερδίζω.:
- Με τη μελέτη αποκτάς συνεχώς νέες γνώσεις.
- Οικογ. Λέξ.: απόκτηση, απόκτημα
απολύμανση
- (η), Ουσιαστικό, Ο28, (α-πο-λύ-μαν-ση, γεν. -ης, -άνσεως, πληθ. -άνσεις), [λόγ. ἀπολύµανσις < ἀπολυµαίνοµαι < µεταφρ. δάν. γαλλ. désinfection]
- καθαρισμός με ειδικά φάρμακα για την εξόντωση μικροβίων.:
- Στην αρχή της σχολικής χρονιάς έγινε απολύμανση των αιθουσών του σχολείου.
- Οικογ. Λέξ.: απολυμαίνω, απολυμαντής, απολυμαντικός
- Προσδιορ.: γενική, προληπτική, τακτική

