Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

του Φάνη Κακριδή
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

Επιλογικά

Σχεδόν χίλια διακόσια χρόνια κράτησε η εξελικτική πορεία του αρχαιοελληνικού κόσμου, όπως την παρακολουθήσαμε, ξεκινώντας από το κεφαλόβρυσο του Ομήρου, που είχε θησαυρισμένο μέσα του όλον τον πλούτο της προϊστορίας, ως τους τελευταίους εθνικούς διανοούμενους της Ελληνορωμαϊκής εποχής.

Στόχος μας, όπως τον προσδιορίσαμε, ήταν να γνωρίσουμε την ελληνική αρχαιότητα στην πληρότητα, στην ενότητα και στην εξέλιξή της - αλλά σχετικά με την πληρότητα είχαμε εξαρχής επισημάνει την έλλειψη μιας παράλληλης, μακάρι ενσωματωμένης, ιστορίας της αρχαίας τέχνης, που δεν ήταν δυνατό να αναπληρωθεί από τις λίγες σχετικές παρατηρήσεις μας.

Για την ενότητα αφετηρία μας ήταν τα λόγια του Ηρόδοτου όταν μίλησε για «τον Ελληνισμό, που έχει ίδιο αίμα και ίδια γλώσσα», τὸ Ἑλληνικὸν ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον (8.144)· όμως στη συνέχεια, ιδιαίτερα μετά την εκστρατεία του Μεγαλέξανδρου και την εξάπλωση του Ελληνισμού, οδηγός μας στάθηκε και η πολυσήμαντη διαπίστωση του Ισοκράτη ότι «πιο πολύ ονομάζονται Έλληνες όσοι μετέχουν στην παιδεία μας παρά όσοι έχουν την ίδια μ᾽ εμάς φυσική καταγωγή» (σ. 142).

Η ακτινοβολία της ελληνικής παιδείας (με τη γενικότερη έννοια) στους ξένους, η εξάπλωση του Ελληνισμού, η κυριαρχία της ελληνικής γλώσσας και η αποφασιστική επίδραση του ελληνικού πολιτισμού στους Ρωμαίους ας μη μας οδηγήσουν να ξεχάσουμε πόσο γόνιμη ήταν και για τους Έλληνες, σε όλες τις εποχές, η επαφή τους με άλλους λαούς. Δεν ξέρουμε ως ποιο σημείο ισχύει αυτό που διαβάζουμε στην Επινομίδα, ότι «στο τέλος οι Έλληνες τα κάνουν ωραιότερα όσα τυχόν παραλάβουν από τους ξένους»·[258] είναι όμως βέβαιο ότι πλήθος πολιτισμικά στοιχεία, ενσωματωμένα στην ελληνική παράδοση, έχουν αρχικά ξενική, τις περισσότερες φορές ανατολική, προέλευση.

Μένει να μιλήσουμε για την εξέλιξη του αρχαίου ελληνικού κόσμου, για το πώς στο πέρασμα του χρόνου τα πολιτισμικά φαινόμενα από τη μια μεταβάλλονταν από την άλλη συνέχιζαν την παράδοση - και μια εικόνα θα μας βοηθήσει.

Σημειώσαμε, μιλώντας για τον ιστορικό Πολύβιο (σ. 208), την άποψη ότι «στις πολιτείες», όπως και στους ζωντανούς οργανισμούς, «υπάρχει μια φυσιολογική αύξηση, μετά από αυτήν η ακμή, έπειτα ο μαρασμός - και όλα είναι πιο ισχυρά την εποχή της ακμής».[259] Αυτό το σχήμα της εξέλιξης κατὰ φύσιν είναι παλιό· έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές για να περιγράψει ιστορικά φαινόμενα, και θα μπορούσαμε με επιτυχία να το αξιοποιήσουμε ως μεταφορική εικόνα στην περιγραφή της ελληνικής αρχαιότητας.

Η Αρχαϊκή εποχή θα προσέχαμε ότι παρουσιάζει πολλά παιδικά και εφηβικά χαρακτηριστικά: τα ζωηρά συναισθήματα, την επαναστατική διάθεση, τη χαρά της ζωής και, το σημαντικότερο, τη βαθμιαία αφύπνιση της προσωπικότητας (σ. 55). Στους κλασικούς αιώνες η ανακάλυψη και η εκμετάλλευση των νοητικών δυνατοτήτων, η έντονη δραστηριότητα και οι μεγάλες επιτυχίες εύκολα παραλληλίζονται με την παραγωγική ηλικία της ακμής. Η Αλεξανδρινή εποχή, με την ευαισθησία, τη σοφία και την εργατικότητά της αντιστοιχεί, θα λέγαμε, στην προχωρημένη ωριμότητα· τέλος, οι ελληνορωμαϊκοί χρόνοι, με την ακινησία, τον μυστικισμό και τη νοσταλγία των περασμένων μεγαλείων, πολύ θυμίζουν τα γεράματα.

Σωστά και χρήσιμα όλα αυτά· έχουν όμως και την αρνητική τους πλευρά. Στην εφαρμογή του, το σχήμα της φυσιολογικής εξέλιξης εισάγει αυτόματα έννοιες αξιολογικές, όπως η ακμή και η παρακμή, η άνοδος και η πτώση, έννοιες που παλαιότερα χρησιμοποιήθηκαν στην ιστοριογραφία αλλά οι σημερινοί επιστήμονες τις αποφεύγουν, γιατί συχνά οδηγούν σε σφαλερές εκτιμήσεις και λάθη.[260] Στην περίπτωσή μας, η «φυσιολογική» θεώρηση της ελληνικής αρχαιότητας εύκολα θα μας ξεγελούσε να υποτιμήσουμε την ποίηση και την τέχνη της Ελληνιστικής εποχής και να παραβλέψουμε ως παρακμιακά τα επιτεύγματα των ελληνορωμαϊκών χρόνων.

Έτσι προτιμήσαμε μιαν άλλη εικόνα, την εικόνα της ετήσιας διαδοχής των εποχών, αντιστοιχώντας την Αρχαϊκή εποχή με την άνοιξη, την Κλασική με το καλοκαίρι, την Ελληνιστική με το φθινόπωρο και την Ελληνορωμαϊκή με τον χειμώνα. Το σχήμα είναι απλό και σε όλους μας οικείο, σχήμα χρονικό όπου μέσα του διαδέχονται η μια την άλλη οι εποχές, καθεμιά με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αλλά χωρίς απότομες αλλαγές, όπως συμβαίνει και στην εξέλιξη του αρχαιοελληνικού κόσμου (σ. 19). Ακόμα, στο σύνολό της η εικόνα του ἐνιαυτοῦ δεν αποτελεί ανεξάρτητη ενότητα, αλλά εντάσσεται σε μιαν αδιάσπαστη ακολουθία όπου η αρχή της συμπίπτει με το τέλος της προηγούμενης και το τέλος της με την αρχή της επόμενης χρονιάς - το ίδιο που συμβαίνει με τις μεγάλες ιστορικές περιόδους, όπως συμβατικά τις ξεχωρίζουμε. Τελευταίο και σημαντικό: οι εποχές του χρόνου είναι ισότιμες, η καθεμιά με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της, η καθεμιά συνεχίζοντας την προηγούμενη και προετοιμάζοντας την επόμενη - όλες απαραίτητες για το γύρισμα της χρονιάς και τη ροή των εξελίξεων.

Υποχρέωσή μας είναι ακόμα να δείξουμε ότι ο παραλληλισμός της πορείας της ελληνικής αρχαιότητας με τον ενιαυτό βασίζεται σε κάποιες πραγματικές αντιστοιχίες και βοηθά να τακτοποιηθούν, αν όχι και να κατανοηθούν, ορισμένα φαινόμενα.

Ύστερα από μια μεγάλη περίοδο ομοιομορφίας και στασιμότητας, εννοώντας τους προϊστορικούς αιώνες της θεόσδοτης βασιλείας και του ηρωικού κώδικα συμπεριφοράς, η Αρχαϊκή εποχή με την πολυχρωμία στην τέχνη, με την τραγουδιστική ποικιλία της λυρικής ποίησης, με το ξύπνημα της προσωπικότητας, με τη διαφοροποίηση των προτιμήσεων, με την απόλαυση της ζωής, τα θαλασσινά ταξίδια και τους ελπιδοφόρους αποικισμούς σίγουρα συγγενεύει σε πολλά με την άνοιξη.

Η καλοκαιρινή διάσταση της Κλασικής εποχής υποστηρίζεται από την εξαιρετική ενεργητικότητα σε κάθε τομέα (στον πολιτικό, στον οικονομικό, στον καλλιτεχνικό, ακόμα και στον πολεμικό), από την έντονη επικοινωνία, τις αλλεπάλληλες γιορταστικές εκδηλώσεις, πάνω απ᾽ όλα από το καλοκαιρινό φως: τον ήλιο που πολεμά τις σκιές, ξεκαθαρίζει τα περιγράμματα και απογυμνώνει την πραγματικότητα, όπως την πραγματικότητα απογύμνωνε και την αλήθεια φανέρωνε το κίνημα του διαφωτισμού, που αναπτύχτηκε τον 5ο και ολοκληρώθηκε τον 4ο π.Χ. αιώνα.

Κυρίαρχο φθινοπωρινό χαρακτηριστικό της Αλεξανδρινής εποχής η λεπταίσθητη ποιητική διάθεση, αλλά και η αφθονία, ο πλούτος και η συνακόλουθη φροντίδα για συγκομιδή και αποθήκευση των αγαθών. Στον τομέα των γραμμάτων, που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα, οι σοφοί δούλεψαν νύχτα μέρα να συγκεντρώσουν τους πνευματικούς καρπούς, να ξεχωρίσουν τους καλύτερους (κανόνες), να τους συντηρήσουν (κριτική αποκατάσταση των κειμένων), να τους συσκευάσουν (εκδόσεις), ακόμα και να τους αποθηκεύσουν στις βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας, της Περγάμου και αλλού.

Τέλος, στον χειμώνα της Ελληνορωμαϊκής εποχής έχουμε από τη μια την εκμετάλλευση ή, καλύτερα, την ανάλωση του αποθηκευμένου πλούτου από τον αττικισμό και τη δεύτερη σοφιστική, από την άλλη την ομοιομορφία και την απραξία που υπαγόρευε η αυστηρή έννομη τάξη της ρωμαϊκής εξουσίας. Τελευταίο και σπουδαιότερο χειμωνιάτικο χαρακτηριστικό, η αργή υπόγεια προετοιμασία για το νέο ξεκίνημα, όπως το σηματοδότησε, στο γύρισμα από τον 1ο π.Χ. στον 1ο μ.Χ. αιώνα, η γέννηση του Χριστού.

Μπορεί να αμφισβητηθεί και αυτό το σχήμα· δεν είναι όμως παρά μια απλή πρόταση· και ο αναγνώστης, έχοντας γνωρίσει μαζί μας τα πράγματα, είναι τώρα σε θέση να εκτιμήσει μόνος ως ποιο σημείο η εικόνα του ενιαυτού ισχύει ως μεταφορά, και ως ποιο σημείο δεν αποτελεί παρά απλό οργανωτικό τέχνασμα.

Χαλεπὸν […] ἄνθρωπον ὄντα μὴ διαμαρτάνειν ἐν πολλοῖς,

τὰ μὲν ὅλως ἀγνοήσαντα, τὰ δὲ κακῶς κρίναντα,

τὰ δὲ ἀμελέστερον γράψαντα.

Γαληνός[261]


258 Ὅτιπερ ἂν Ἕλληνες βαρβάρων παραλάβωσι, κάλλιον τοῦτο εἰς τέλος ἀπεργάζονται (987d). Για την Επινομίδα βλ. σ. 171 σημ. 151.

259 Παντός, καὶ σώματος καὶ πολιτείας καὶ πράξεως, ἐστί τις αὔξησις κατὰ φύσιν, μετὰ δὲ ταύτην ἀκμή, κἄπειτα φθίσις, κράτιστα δ᾽ αὐτῶν ἐστι πάντα τὰ κατὰ τὴν ἀκμήν (6.51.4).

260 Είναι γνωστά τα έργα Ιστορία της παρακμής και της πτώσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του άγγλου ιστορικού Γίββωνα (1737-1794) και Σκέψεις για τα αίτια του μεγαλείου και της παρακμής των Ρωμαίων του γάλλου φιλόσοφου Μοντεσκιέ (1689-1755), όπου και στα δύο η χιλιόχρονη ιστορία του Βυζαντίου παρουσιάζεται ως η παρακμή και η πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

261 «Δύσκολο ένας άνθρωπος να μη λαθέψει σε πολλά: σε μερικά γιατί το αγνόησε τελείως, σε άλλα γιατί δεν τα έκρινε σωστά, σε άλλα γιατί τα έγραψε ανέμελα» (Περὶ συνθέσεως φαρμάκων 12.34.4-6) - και με χαρά θα δεχτούμε και θα αξιοποιήσουμε στην επόμενη έκδοση τις παρατηρήσεις που θα μας κάνουν οι αναγνώστες, μικροί και μεγάλοι.