Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

του Φάνη Κακριδή
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

5.5.Γ. Ρητορεία και Ρητορική

Η ρητορική, δηλαδή η θεωρία του προφορικού λόγου και η διδασκαλία της, δεν έχασε ποτέ τη σημαντική θέση που κατείχε στην εκπαίδευση από τον καιρό των σοφιστών· μόνο η ρητορεία διαπιστώσαμε ότι υποχώρησε από τη στιγμή που καταλύθηκαν τα δημοκρατικά πολιτεύματα (σ. 205) - φυσικά! Και αν τώρα, στα ελληνορωμαϊκά χρόνια, η ρητορεία βλέπουμε να παρουσιάζει άνθιση, είναι γιατί οι ρήτορες την ασκούσαν στην πιο ήπια μορφή της, εκφωνώντας καθαρά επιδεικτικούς ή ανώδυνα συμβουλευτικούς λόγους σε μεγάλα ακροατήρια. Τέτοιοι ήταν όλοι σχεδόν οι λόγοι που εκφωνούσαν και δημοσίευαν οι σοφιστές της δεύτερης σοφιστικής.

Στη δεύτερη σοφιστική, το είπαμε (σ. 242-3), εντάσσονται μια σειρά από ρήτορες που έζησαν στην Ελληνορωμαϊκή εποχή περιοδεύοντας απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη την αυτοκρατορία και δίνοντας διαλέξεις και μαθήματα σε διάφορα θέματα, με μεγάλη συνήθως επιτυχία. Αυτό ήταν και το μόνο κοινό που είχαν με τους σοφιστές της Κλασικής εποχής· και αν επιμένουμε να χρησιμοποιούμε τους παραπλανητικούς όρους σοφιστές και σοφιστική, είναι γιατί τους συναντούμε στον Φλάβιο Φιλόστρατο, που ανήκει στην ίδια ομάδα (σ. 261).

Οι σοφιστές της δεύτερης σοφιστικής καλλιεργούσαν πλήθος ρητορικά είδη και πραγματεύονταν ποικίλα θέματα. Έγραφαν, απάγγελλαν και δημοσίευαν διαλέξεις, σύντομες πραγματείες ή διατριβές, διάλογους, ρητορικά (προ)γυμνάσματα ή μελέτες (ασκήσεις), εκφράσεις (περιγραφές), προλαλιές (σύντομες προκαταρκτικές ομιλίες), επιστολές, και παίγνια - καθαρά επιδεικτικά τα περισσότερα, με τη φροντίδα του ομιλητή και την προσοχή του ακροατηρίου να συγκεντρώνονται στη μορφή και την απαγγελία περισσότερο παρά στο περιεχόμενο του λόγου.

Σχετικά με το περιεχόμενο των ομιλιών, σημασία έχει να προσέξουμε ότι συχνά οι σοφιστές της δεύτερης σοφιστικής υπέρβαιναν τα όρια της ρητορικής, εισβάλλοντας στα πεδία της λαϊκής ας την πούμε φιλοσοφίας. Στην προσπάθειά τους να συμβουλέψουν, να παρηγορήσουν, να νουθετήσουν ή και μόνο να εντυπωσιάσουν το ακροατήριό τους, πραγματεύονταν θέματα ηθικής με εκλαϊκευτικό τρόπο, χωρίς πρωτοτυπία και βάθος. Έτσι, από τη μια συγχέονταν τα σύνορα ανάμεσα στη φιλοσοφία και τη ρητορική, από την άλλη φιλόσοφοι και σοφιστές βρίσκονταν συχνά αντιμέτωποι, υπερασπίζοντας καθένας την ειδικότητά του.

Κοινό ιδεολογικό χαρακτηριστικό των σοφιστών της δεύτερης σοφιστικής ήταν ο θαυμασμός για την ελληνική ιστορική, φιλοσοφική και λογοτεχνική παράδοση και οι νοσταλγικές αναφορές σε πρόσωπα, καταστάσεις και γεγονότα από το ένδοξο παρελθόν - όλα αυτά χωρίς να αμφισβητείται η ρωμαϊκή κυριαρχία ή να υποβιβάζονται οι Ρωμαίοι, που άλλωστε και οι ίδιοι εθαύμαζαν και τιμούσαν τα ελληνικά επιτεύγματα των παλαιότερων εποχών.

Όπως θα το περιμέναμε, οι ρήτορες της δεύτερης σοφιστικής ήταν αττικιστές, οπότε αναρωτιόμαστε πώς ήταν δυνατό να κάνουν επιτυχημένες δημόσιες ομιλίες στο μεγάλο κοινό (σε θέατρα, σε βασιλικές, σε σταυροδρόμια), όταν τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν την καταλάβαιναν μόνο οι μορφωμένοι. Το μυστικό ήταν ότι τα χρόνια εκείνα πάντες ᾄδουσι, καὶ ῥήτορες καὶ σοφισταί, «όλοι τραγουδούν, και οι σοφιστές και οι ρήτορες» (Δίων Χρυσόστομος 32.68). Σε εποχή όπου ο μουσικός τονισμός είχε αντικατασταθεί από τον δυναμικό, οι λαμπρόφωνοι αττικιστές εκφωνούσαν τις διαλέξεις τους με την παλιά τραγουδιστή προφορά και γοήτευαν τα πλήθη με τον ήχο και μόνο της ομιλίας τους.[234] Χρονολογικά πρώτος στη σειρά ο Δίων, που για την ευγλωττία του επονομάστηκε Χρυσόστομος.

 

ΔΙΩΝ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ (περ. 40-115 μ.Χ.)

Γεννήθηκε στην Προύσα της Βιθυνίας, όπου και είχε τις πρώτες του επιτυχίες ως ρήτορας. Στο ξεκίνημά του ήταν δηλωμένος πολέμιος κάθε φιλοσοφίας· όμως αργότερα, όταν του δόθηκε στη Ρώμη η ευκαιρία, μαθήτεψε στον Μουσώνιο Ρούφο, τον δάσκαλο του Επίκτητου (σ. 279) και προσηλυτίστηκε στον στωικισμό. Τα βάσανά του άρχισαν όταν το 82 π.Χ. ο αυτοκράτορας Δομιτιανός, για πολιτικούς, υποψιαζόμαστε, λόγους, τον εξόρισε από την Ιταλία και του απαγόρεψε να επιστρέψει στην πατρίδα του.

Φτωχός και αποδιωγμένος ο Δίων φόρεσε τον φιλοσοφικό τρίβωνα και πήρε να ταξιδεύει από τόπο σε τόπο (στην Πελοπόννησο, στην Εύβοια, αλλά και ψηλά, στην περιοχή του Πόντου και του Δούναβη) εκφωνώντας λόγους με λαϊκό-φιλοσοφικό περιεχόμενο. Η τύχη του γύρισε δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, με τον θάνατο του Δομιτιανού: οι διάδοχοι αυτοκράτορες, πρώτος ο Νέρβας, που τον ανακήρυξε ρωμαίο πολίτη, ύστερα ο Τραϊανός, που συνδέθηκε φιλικά μαζί του, τον γέμισαν τιμές και ευεργέτησαν, με τη μεσολάβησή του, την πατρίδα του. Ο Δίων τούς αντάμειψε με δημόσια ευχαριστήρια και επαίνους. Τα τελευταία του χρόνια, ένδοξος πια, τα πέρασε πάλι ταξιδεύοντας και δίνοντας διαλέξεις.

Μας έχουν σωθεί 77 ομιλίες του και 3 επιστολές, η μια προς κάποιο ρωμαίο (;) αξιωματούχο με συμβουλές για το ποιους ποιητές, ιστορικούς και ρήτορες αξίζει να διαβάσει.[235] Από τους λόγους του άλλοι, όπως οι Περὶ βασιλείας, Περὶ ἀρετῆς, Περὶ πλεονεξίας, πραγματεύονται γενικά θέματα· άλλοι, όπως ο Ροδιακός και ο Ταρσικός, απευθύνονται συμβουλευτικά στους κατοίκους των πόλεων που επισκεπτόταν· άλλοι, συμβουλευτικοί και αυτοί, όπως ο Πρὸς Ἀπαμεῖς περὶ ὁμονοίας, αφορούν τοπικά πολιτικά θέματα της Βιθυνίας· άλλοι, όπως ο Περὶ φυγῆς και ο Περὶ τῶν ἔργων είναι αυτοβιογραφικοί· άλλοι, όπως ο Περὶ Ὁμήρου και ο Περὶ Σωκράτους, αναφέρονται σε ποιητές και φιλοσόφους· άλλοι, όπως ο Φιλοκτήτης και η Χρυσηίς αφηγούνται και σχολιάζουν μύθους, κλπ. κλπ. Μέσα σε όλα αυτά ξεχωρίζουμε (α) τον Τρωικὸν ὑπὲρ τοῦ Ἴλιον μὴ ἁλῶναι, όπου με στέρια λογικά επιχειρήματα υποστηρίζεται ότι οι Αχαιοί δεν ήταν δυνατό να πάρουν την Τροία, και ότι ο Όμηρος ψεύδεται (!), (β) τον Εὐβοϊκόν, όπου ο Δίων τάχα ναυαγεί και φιλοξενείται από έναν κυνηγό, που ζει σε ειδυλλιακό περιβάλλον, απομονωμένος με την οικογένειά του, πάμφτωχος, αλλά αγνός και ανέγγιχτος από τα ελαττώματα και τις σκοτούρες της αστικής κοινωνίας, (γ) τον Πρὸς Ἀλεξανδρεῖς, όπου κατηγορεί ανοιχτά τους κατοίκους της Αλεξάνδρειας για ελαφρότητα και για ανάρμοστη συμπεριφορά στους αθλητικούς αγώνες και στις συναυλίες, όπου φανερώνονταν άγριοι και απαίδευτοι, και (δ) ένα νεανικό παίγνιο, το Κώμης ἐγκώμιον, που μας παραδόθηκε ενσωματωμένο στο Φαλάκρας ἐγκώμιον ενός μεταγενέστερου συγγραφέα, του Συνέσιου (4ος μ.Χ. αι.).

Ο Δίων έγραψε και άλλα έργα, φιλοσοφικά, όπως το Εἰ φθαρτὸς ὁ κόσμος, και ιστορικά, όπως τα Γετικά - όλα χαμένα.

Η γλώσσα και το ύφος του, διαμορφωμένα στα πρότυπα του Ξενοφώντα και του Πλάτωνα, είναι σχετικά απλά και καλαίσθητα - και δυσκολευόμαστε να αποφασίσουμε αν οι σποραδικές παραχωρήσεις του στην Κοινή ήταν συνειδητές ή αθέλητες.

 

Φίλος του Δίωνα, διάσημος για τη ρητορική του δεινότητα, ήταν ο Αντώνιος Πολέμων από τη Λαοδίκεια του Πόντου (περ. 90-145 μ.Χ.). Η φήμη του τον οδήγησε γρήγορα στο περιβάλλον των αυτοκρατόρων, ιδιαίτερα του Αδριανού, που του ανάθεσε να εκφωνήσει τον πανηγυρικό στα εγκαίνια του ναού του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα. Από τα πολλά του έργα σώζονται μόνο δύο φανταστικές αγορεύσεις, όπου ο πατέρας του Κυνέγειρου και ο πατέρας του στρατηγού Καλλίμαχου, που είχε και αυτός σκοτωθεί στη μάχη του Μαραθώνα, διεκδικούν καθένας για τον εαυτό του το δικαίωμα να εκφωνήσει τον επιτάφιο των πεσόντων.

 

ΗΡΩΔΗΣ Ο ΑΤΤΙΚΟΣ (101-177 μ.Χ.)

Γεννήθηκε από αρχοντική και πάμπλουτη οικογένεια του Μαραθώνα, σπούδασε στην Αθήνα και συνδέθηκε φιλικά με τον Πολέμωνα και τον Αδριανό. Τον αμύθητο πλούτο του τον αξιοποίησε ταξιδεύοντας και χρηματοδοτώντας κοινωφελή έργα - στην Αλεξάνδρεια της Τρωάδας, στην Ολυμπία, στην Κόρινθο, στην Αθήνα και αλλού (σ. 244 σημ. 227). Παράλληλα, η οικογενειακή του παράδοση (ο πατέρας του ήταν ενεργός ρωμαίος πολίτης), οι ικανότητές του και το κύρος του τον βοήθησαν να αποχτήσει μεγάλα αξιώματα στην Αθήνα και στη Ρώμη, όπου ο αυτοκράτορας Αντωνίνος τον ονόμασε Πραίτωρα και του ανάθεσε να εκπαιδεύσει τους γιους του.

Πλούτος και αξιώματα δε φέρνουν πάντα την ευτυχία. Ο Ηρώδης έχασε και πένθησε βαριά τη σύζυγό του, τη Ρηγίλλη, τις δύο θυγατέρες του και τον μικρότερό του γιο, άνοιξε δίκες για κληρονομικά θέματα, κατηγορήθηκε και ο ίδιος, δικάστηκε κλπ. Στήριγμά του η πετυχημένη συγγραφική του ενασχόληση και η διδασκαλία της ρητορικής στην Αθήνα.

Από τις διαλέξεις, εφημερίδες (ημερολόγια), επιστολές κλπ. που ξέρουμε ότι έγραψε δε σώθηκε παρά μία φανταστική συμβουλευτική ομιλία Περὶ πολιτείας, όπου προς το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου ένας Λαρισινός παροτρύνει τους συμπολίτες του να συμμαχήσουν με τη Σπάρτη εναντίον των Μακεδόνων. Γλώσσα και ύφος ακολουθούν τα αττικά πρότυπα τόσο πιστά ώστε οι φιλόλογοι να συζητούν αν η ομιλία είναι του Ηρώδη ή αν μήπως πραγματικά ανήκει στον 5ο π.Χ. αιώνα.

 

Μαθητής του Ηρώδη ήταν ο Αίλιος Αριστείδης (περ. 129-189 μ.Χ.) από τη Μυσία. Ως σοφιστής ταξίδεψε και δοξάστηκε πολύ· όμως και βασανίστηκε για χρόνια από μιαν άγνωστή μας αρρώστια. Οι γιατροί στο Ασκληπιείο της Περγάμου δε μπόρεσαν να τον βοηθήσουν, και για να γιατρευτεί χρειάστηκε ο ίδιος ο Ασκληπιός να τον επισκέπτεται στα όνειρά του και να του δίνει σωτήριες συμβουλές. Αυτές τις θεϊκές επισκέψεις ο Αριστείδης τις κατάγραψε με κάθε λεπτομέρεια στους έξι Ἱεροὺς λόγους, που μας σώθηκαν - μνημεία δεισιδαιμονίας, ματαιοδοξίας και μυστικοπάθειας.

Άλλα του έργα, συνθεμένα στους συμβατικούς τύπους και με τα συνηθισμένα θέματα της δεύτερης σοφιστικής, διασώθηκαν πολλά. Ξεχωρίζουμε τις ομιλίες που σχετίζονται με τη δεύτερη πατρίδα του, τη Σμύρνη, τότε που την κατάστρεψε ο μεγάλος σεισμός του 178 μ.Χ. Ο Αριστείδης τη θρήνησε (Μονῳδία ἐπὶ Σμύρνῃ), απευθύνθηκε με την Ἐπιστολὴ περὶ Σμύρνης στους αυτοκράτορες ζητώντας βοήθεια για την ανοικοδόμησή της, το πέτυχε, και το γιόρτασε με την Παλινῳδία ἐπὶ Σμύρνῃ.

Χαρακτηριστικοί είναι οι φιλοσοφικοί λόγοι, όπου αντικρούει τον Πλάτωνα υπερασπίζοντας τον Γοργία και τη ρητορική ως τέχνη. Ο ίδιος ήταν αττικιστής, είχε πρότυπό του τον Δημοσθένη και φρόντιζε το ύφος και τη μουσικότητα του λόγου του τόσο ώστε τα πεζογραφήματά του να προσεγγίζουν τα πεδία της ποίησης. Το βλέπουμε αυτό στους ύμνους Εἰς Δία, Εἰς Σάραπιν, Εἰς Ποσειδῶνα και σε άλλα πεζά υμνητικά-πανηγυρικά του έργα.

 

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ (περ. 120-180 μ.Χ.)

Ο Λουκιανός ήταν Σύρος, γεννημένος στα Σαμόσατα, στις όχθες του Ευφράτη, από γονείς φτωχούς, που τον έστειλαν να μάθει λιθοξόος· ωστόσο, η κλίση του στα γράμματα ήταν τόσο ισχυρή, και την ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία τις έμαθε τόσο καλά, ώστε να ζήσει ταξιδεύοντας (στη Μικρασία, στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στη Γαλατία), δίνοντας διαλέξεις και συγγράφοντας, όπως κάθε άλλος επιτυχημένος σοφιστής της εποχής του. Σημαντική επίδραση στη ζωή του είχαν η συνάντηση με τον πλατωνικό φιλόσοφο Νιγρίνο στη Ρώμη,[236] και η εγκατάστασή του στην Αθήνα από το 165 μ.Χ. και μετά. Τα μαθαίνουμε όλα αυτά από δικά του αυτοβιογραφικά έργα, όπως το Ἐνύπνιον («Όνειρο»), το Δὶς κατηγορούμενος κ.ά.

Από τα 70 και παραπάνω έργα του που έχουν σωθεί, ορισμένα, πρώιμα τα περισσότερα, δεν απομακρύνονται από τα θεματικά και μορφολογικά στερεότυπα της δεύτερης σοφιστικής. Εδώ ανήκουν κάποια ρητορικά γυμνάσματα, μια σειρά από προλαλιές, δύο εκφράσεις και ένα παίγνιο, το Μυίας ἐγκώμιον.

Το ιδιαίτερο στον Λουκιανό, αυτό που τον κάνει να ξεχωρίζει, είναι το μοναδικό σατιρικό του χάρισμα. Η δηκτική και ειρωνική του διάθεση, η ικανότητά του να επινοεί και να παρουσιάζει κωμικές καταστάσεις, η ευστοχία του λόγου του - όλα τον τοποθετούν δίπλα στους μεγάλους κωμικούς της ελληνικής αρχαιότητας, τον Αριστοφάνη, τον Μένανδρο και τον Μένιππο, που άλλωστε τους χρωστούσε πολλά.

Ο Λουκιανός δεν άφησε τίποτα να μην το ειρωνευτεί, τίποτα που να μην το σατιρίσει με επιτυχία.

Στηλίτευσε μια σειρά από ανθρώπινους τύπους, π.χ. τον ἀπαίδευτον καὶ πολλὰ βιβλία ὠνούμενον, τον μισάνθρωπο, και τους τσαρλατάνους που τα χρόνια εκείνα δρούσαν ως θαυματοποιοί με θεϊκές τάχα δυνάμεις, όπως ο Ἀλέξανδρος ἢ ψευδόμαντις, που τριγύριζε με ένα πελώριο αλλά ήμερο φίδι κάνοντας «γητειές και μαγγανείες, μαδώντας τους πλούσιους…»(6).

Δε δίστασε να διασύρει τους θεούς, π.χ. στο Θεῶν ἐκκλησία, στο Ζεὺς ἐλεγχόμενος και στο Ζεὺς τραγῳδός, όπου οι θεοί φοβούνται ότι οι φιλόσοφοι θα καταφέρουν τελικά να αποδείξουν την ανυπαρξία τους. Εδώ ανήκουν και οι Θεῶν διάλογοι και οι Ἐνάλιοι (θαλασσινοί) διάλογοι, όπου συζητώντας ανοιχτά μεταξύ τους θεοί και θεές αποκαλύπτουν όλες τους τις αδυναμίες, και όχι μόνο.

Ο Λουκιανός αγαπούσε πολύ το διαλογικό είδος, που το χειριζόταν έτσι ώστε να προσεγγίζει πότε τον φιλοσοφικό διάλογο και πότε την κωμωδία. Στη δεύτερη περίπτωση ανήκουν, δίπλα στους θεϊκούς, οι περίφημοι Νεκρικοὶ διάλογοι, όπου κάτω στον Άδη οι νεκροί βρίσκονται απογυμνωμένοι από κάθε εξουσία και πλούτο, και οι ηθογραφικοί Ἑταιρικοὶ διάλογοι, όπου συζητούν και φανερώνουν τα μυστικά τους αθηναίες εταίρες της Κλασικής εποχής. Αντίθετα, τους φιλοσοφικούς διάλογους προσεγγίζουν μερικά από τα τελευταία του έργα, π.χ. ο Ἑρμότιμος, ο Εὐνοῦχος και το Περὶ ὀρχήσεως, όπου παρουσιάζεται να παίρνει μέρος και ο ίδιος ο Λουκιανός, με το εξελληνισμένο του όνομα Λυκίνος.

Η σάτιρα κορυφώνεται όταν άμεσα ή έμμεσα ο Λουκιανός στρέφεται εναντίον του εαυτού του και των ομοίων του.

Όπως φαίνεται από έργα σαν το Δὶς κατηγορούμενος, το Νιγρίνος κ.ά. οι σχέσεις του με τη φιλοσοφία, όπου θα μπορούσε εύκολα να ενταχτεί στους σκεπτικούς (σ. 221), δεν ήταν καθόλου εχθρικές· και όμως, κανείς δε διακωμώδησε τόσο τις φιλοσοφικές θεωρίες και τους εκπροσώπους τους όσο εκείνος: στο Συμπόσιον ἢ Λαπίθαι, π.χ., οι φιλόσοφοι διαφωνούν και, μεθυσμένοι, πιάνονται στα χέρια· στο Δραπέται η ίδια η Φιλοσοφία καταγγέλλει στον Δία ότι πολλοί σφετερίζονται τον τίτλο του φιλοσόφου ενώ «η ζωή τους είναι βρωμερή, γεμάτη αμάθεια, θράσος και αδιαντροπιά» (4)· και στο Βίων πρᾶσις φιλόσοφοι των διαφόρων σχολών διαφημίζουν και βγάζουν στο σφυρί τον ἄριστον βίον, όπως τον δίδασκε καθένας τους, αλλά δε βρίσκουν όλοι αγοραστές.

Παρόμοια, αττικιστής ο Λουκιανός, αλλά δεν παράλειψε να διακωμωδήσει στον Λεξιφάνη, στον Σολοικιστή και στον Ψευδολογιστή τις αττικιστικές υπερβολές· ρήτορας ο ίδιος, δήλωσε ότι απαρνήθηκε τη ρητορική τέχνη (Δὶς κατηγορούμενος) και την ευτέλισε στο Ρητόρων διδάσκαλος, όπου, αν και θαυμαστής της κλασικής αρχαιότητας, δε δίστασε να ειρωνευτεί τις μεγάλες της δόξες συστήνοντας στον μαθητευόμενο ρήτορα να λέει και να ξαναλέει «για τον Μαραθώνα και για τον Κυνέγειρο, που χωρίς αυτούς δε γίνεται ομιλία, […] για τον ουρανό που σκεπάστηκε από τα περσικά βέλη, τον Ξέρξη που το ᾽βαλε στα πόδια, τον Λεωνίδα…» (18).

Σάτιρα και φαντασία ξεχειλίζουν στα αφηγηματικά Ἀληθῆ διηγήματα, όπου ο Λουκιανός παρωδεί τα εξωτικά, γεμάτα περιπέτειες ταξίδια των μυθιστοριογράφων (σ. 270): αφού δηλώσει ότι ἓν […] τοῦτο ἀληθεύσω λέγων ὅτι ψεύδομαι, ο Λουκιανός περιγράφει ένα ουτοπικό ταξίδι όπου με τους συντρόφους του επισκέφτηκε πλήθος παράδοξα νησιά στον ουρανό, το Τυρονήσι, το Φελλονήσι, το Νησί των ονείρων κ.ά.

Με το όνομά του σώζονται και 53 επιγράμματα, τα περισσότερα σατιρικά, αλλά ίσως όχι όλα δικά του.

 

Από τα πολλά ψευδεπίγραφα που αποδίδονται στον Λουκιανό, ενώ τα είχαν γράψει άλλοι, νεότεροι συγγραφείς, ξεχωρίζουμε: (α) το θρησκειολογικά εξαιρετικά ενδιαφέρον Περὶ τῆς Συρίης θεοῦ, γραμμένο ιωνικά με τον τρόπο του Ηροδότου, (β) δύο σύντομες (παρα)τραγωδίες με πρωταγωνίστρια την Ποδάγρα, την αρρώστια που βασανίζει τους καλοφαγάδες, και (γ) το Λούκιος ἢ ὄνος, με την ιστορία ενός νέου που θεσσαλές μάγισσες τον μεταμόρφωσαν κατά λάθος σε γάιδαρο και είδε κι έπαθε να ξαναβρεί την ανθρώπινη μορφή του. Το τελευταίο αυτό πιστεύουμε ότι αποτελεί απόσπασμα από το χαμένο έργο Μεταμορφώσεις που έγραψε ένας σύγχρονος με το Λουκιανό συγγραφέας, ο Λούκιος (;) από την Πάτρα.

Ρήτορας με έντονα φιλοσοφικά ενδιαφέροντα ήταν ο Μάξιμος από την Τύρο (περ. 125-185 μ.Χ.). Σώθηκαν 41 διαλέξεις του, όπου συζητά «αν οι στρατιώτες ή οι γεωργοί είναι χρησιμότεροι για την πολιτεία, αν είναι τέχνη η αρετή, αν η ηδονή είναι σταθερό και μόνιμο αγαθό» και άλλα ανάλογα θέματα λαϊκής φιλοσοφίας. Ο Μάξιμος ήταν πλατωνιστής, αλλά είχε υιοθετήσει και δοξασίες από άλλες σχολές. Έγραψε στην αττική διάλεκτο, με ύφος απλό και παραστατικό, όπως ταιριάζει όταν ο λόγος απευθύνεται σε ανθρώπους με ενδιαφέροντα αλλά χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις. Ορισμένες διαλέξεις παραδίδεται ότι εκφωνήθηκαν στη Ρώμη, στα χρόνια του Κόμμοδου, και αυτό είναι το μόνο σταθερό στοιχείο που έχουμε για τη ζωή του.

 

ΟΙ ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΙ (2ος και 3ος μ.Χ. αι.)

Στην οικογένεια των Φιλόστρατων, που είχε την καταγωγή της στη Λήμνο, ανήκουν συνολικά τέσσερις συγγραφείς· και καθώς οι πληροφορίες που έχουμε είναι αόριστες και αντιφατικές, χρειάστηκαν φιλολογικές έρευνες για να διαπιστωθεί ποιος ήταν και τι έγραψε καθένας τους.

Πρώτος ήταν ο Φιλόστρατος γιος του Βέρου, που παραδίδεται ότι ζούσε στην Αθήνα ως δραματικός ποιητής, σοφιστής και συγγραφέας ενός έργου Περὶ κωμῳδίας - όλα αμφίβολα.

Γιος του ήταν ο Φλάβιος Φιλόστρατος (περ. 170-245 μ.Χ.), που σπούδασε στην Αθήνα και την Έφεσο, διακρίθηκε ως σοφιστής, ταξίδεψε και έγινε δεκτός στην αυλή του Σεπτίμιου Σεβήρου στη Ρώμη. Εκεί τον εκτίμησε και τον κράτησε στο στενό περιβάλλον της η αυτοκράτειρα Ιουλία Δόμνα, που είχε έντονα πνευματικά ενδιαφέροντα. Με δική της εντολή ο Φιλόστρατος έγραψε Τὰ εἰς τὸν Τυανέα Ἀπολλώνιον: μυθιστορηματική βιογραφία ενός ταξιδευτή νεοπυθαγόρειου φιλόσοφου του 1ου μ.Χ. αιώνα (σ. 278), που ο θρύλος τον ήθελε πάνσοφο και θαυματουργό. Αργότερα, μετά τον θάνατο της Ιουλίας Δόμνας, ο Φιλόστρατος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα ως ρητοροδιδάσκαλος και συνέχισε το συγγραφικό του έργο.

Πολύτιμο μας είναι το έργο του Βίοι σοφιστῶν: 60 πάνω κάτω βιογραφίες σοφιστών που έδρασαν από τον 5ο π.Χ. αιώνα ως τις μέρες του. Στην εισαγωγή ο Φιλόστρατος ξεχωρίζει την αρχαία σοφιστική, που άρχισε με τον Γοργία τον Λεοντίνο (σ. 100, από τη δεύτερη σοφιστική, που κατά τη γνώμη του ξεκίνησε με τον Αισχίνη τον ρήτορα στη Ρόδο (σ. 146).

Στον Φλάβιο Φιλόστρατο ανήκουν ακόμα (α) ο Ἡρωικός, όπου το φάντασμα του Πρωτεσίλαου, ήρωα που λατρευόταν ακόμα στην Τρωάδα, αποκαλύπτει σε έναν αμπελουργό όλες τις αλήθειες για τον Τρωικό πόλεμο·[237] (β) ο Περὶ γυμναστικῆς, όπου καταγράφονται πληροφορίες για τα διάφορα αγωνίσματα, τη σωστή προπόνηση και δίαιτα των αθλητών, και καυτηριάζονται τα σύγχρονα (τότε!) εκφυλιστικά φαινόμενα: π.χ. η χρηματική παρανομία, «το να αγοράζουν οι αθλητές και να πουλούν τις νίκες» (45)· (γ) οι Εἰκόνες: εκφράσεις, δηλαδή αναλυτικές περιγραφές μιας σειράς από ζωγραφικούς πίνακες με ποικίλα θέματα (Φαέθων, Βόσπορος, Σάτυροι, Θηρευταί κ.ά.π.), που ο Φιλόστρατος ισχυρίζεται ότι τους είδε συγκεντρωμένους σε μια πινακοθήκη, αλλά οι φιλόλογοι έχουν κάθε λόγο να υποψιάζονται ότι είναι φανταστικοί· (δ) ορισμένες επιστολές, οι περισσότερες ερωτικές σε ανύπαρκτα πρόσωπα.

Ο τρίτος Φιλόστρατος με την επωνυμία ο Λήμνιος (3ος μ.Χ. αι.), παραδίδεται πως ήταν επιτυχημένος σοφιστής και συγγραφέας· όμως το μόνο δικό του που μπορούμε σήμερα να διαβάσουμε είναι μια επιστολή σχετική με την τέχνη της επιστολογραφίας.

Τελευταίος Φιλόστρατος, ο νεότερος, εγγονός του Φλάβιου, έγραψε και αυτός Εἰκόνες, ακολουθώντας, όπως σημειώνει, το παράδειγμα του παππού του, που είχε περιγράψει τα ζωγραφικά έργα λίαν ἀττικῶς.

 

Στους σοφιστές της δεύτερης σοφιστικής περιλαμβάνει ο Φλάβιος Φιλόστρατος και τον Ερμογένη από την Ταρσό της Κιλικίας (περ. 160-225 μ.Χ.), που ως νεαρός ρήτορας είχε μεγάλες επιτυχίες αλλά γρήγορα παραιτήθηκε από κάθε δημόσια επίδειξη και ασχολήθηκε μόνο με τη ρητορική θεωρία. Τα έργα του, όπως και οι περισσότερες ρητορικές τέχνες που γράφτηκαν στα ελληνορωμαϊκά χρόνια, προορίζονταν για τη διδασκαλία της ρητορικής στα σχολεία.

Στα ρητορικά είδη που ακμάζουν την Ελληνορωμαϊκή εποχή είδαμε να περιλαμβάνεται και η επιστολογραφία.[238] Δε μιλούμε βέβαια για ιδιωτικά γράμματα που απευθύνονταν με συγκεκριμένη αφορμή σε συγκεκριμένο αποδέκτη και έτυχε να σωθούν, αλλά για γράμματα που γράφτηκαν εξαρχής για να εκδοθούν - και βέβαια είναι εξαιρετικά προσεγμένα. Εκτός από το περιεχόμενο και τη λογοτεχνική τους υπόσταση, ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ταυτότητα τόσο του αποστολέα όσο και του αποδέκτη τους.

Από την πλευρά του αποστολέα ξεχωρίζουμε: (α) επιστολές που υπογράφονται από τον πραγματικό συγγραφέα τους, όπως οι επιστολές του Ισοκράτη (σ. 141), και (β) επιστολές νόθες ή ψευδεπίγραφες, όπου ο συγγραφέας προσποιείται ότι το γράμμα το έγραψε είτε κάποιο επώνυμο ιστορικό πρόσωπο, π.χ. ο Σωκράτης ή ο Ιπποκράτης, είτε κάποιος ανώνυμος αγρότης, ψαράς, εταίρα κλπ.

Από την πλευρά του αποδέκτη ξεχωρίζουμε (α) επιστολές που απευθύνονται σε συγκεκριμένα επώνυμα πρόσωπα, όπως οι επιστολές του Αίλιου Αριστείδη στους αυτοκράτορες, και (β) επιστολές που ο αποδέκτης τους είναι πρόσωπο φανταστικό, όπως στις ερωτικές επιστολές του Φλαβίου Φιλόστρατου. Περιττό να σημειώσουμε ότι στα ψευδεπίγραφα γράμματα συμβαίνει συχνά φανταστικά πρόσωπα να είναι και ο αποστολέας και ο αποδέκτης. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στις περισσότερες επιστολές του Αλκίφρονα.

Από τον Αλκίφρονα, που έζησε τον 2ο μ.Χ. αιώνα, σώζονται Ἁλιευτικαὶ ἐπιστολαί, όπου π.χ. ο Εύδιος γράφει στον Φιλόσκαφο να του διηγηθεί μια μικρή θαλασσινή περιπέτεια· Γεωργικαὶ ἐπιστολαί, όπου π.χ. ο Αμπελίων γράφει στον Εύεργο να του περιγράψει πώς με τον χιονιά έπιασε στην ξόβεργα τσίχλες και κοτσύφια·[239] Ἑταιρικαὶ ἐπιστολαί, όπου π.χ. η Φιλουμένη γράφει στον Κρίτωνα ζητώντας του πενήντα χρυσά, αλλιώς να μην την ενοχλήσει· και Ἐπιστολαὶ παρασίτων, όπου π.χ. ο Τραπεζολείκτης γράφει στον Ψιχοδιαλέκτη να του πει πόσο λυπήθηκε μαθαίνοντας ότι σε κάποιο συμπόσιο τον είχαν ξυλοφορτώσει. Οι τίτλοι, τα πλαστά ονόματα και οι διηγήσεις που παραθέσαμε δε φτάνουν να φανερώσουν την απίθανη ποικιλία των επιστολών, που η μία με την άλλη συνθέτουν μιαν ολοζώντανη ρεαλιστική εικόνα της Αθήνας της Κλασικής εποχής - γιατί σε αυτό τον χώρο και σε αυτό τον χρόνο τοποθέτησε ο αττικιστής Αλκίφρων όλα του τα γράμματα.[240]


234 Μιλώντας για έναν τέτοιο ρήτορα, τον Αδριανό από την Τύρο (2ος μ.Χ. αι.), ο Φλάβιος Φιλόστρατος γράφει πως είχε γοητέψει τη Ρώμη τόσο «ώστε να θέλουν να τον ακούσουν και όσοι δε γνώριζαν την ελληνική γλώσσα. Τον άκουγαν σαν αηδόνι μελωδικό, θαυμάζοντας την όψη και την ευγλωττία του, την ευλυγισία της φωνής και τους κουβεντιαστούς και τραγουδιστούς ρυθμούς του» (Βίοι σοφιστών 2.10).

235 Στο σώμα των έργων του διασώζονται τρεις ακόμα λόγοι, όχι δικοί του αλλά του μαθητή του Φαβορίνου, που ακολουθούσε τους ασιανούς ρητορικούς τρόπους.

236 Ο Νιγρίνος δε μας είναι γνωστός παρά μόνο από την Πρὸς Νιγρῖνον επιστολή και τη διατριβή Νιγρίνου φιλοσοφία του Λουκιανού.

237 Στα λεγόμενά του ο Πρωτεσίλαος περισσότερο συμπληρώνει και διαψεύδει παρά επιβεβαιώνει την Ιλιάδα. Ωστόσο, κάποια στιγμή βεβαιώνει ότι ο Όμηρος «την ήξερε την αλήθεια, αλλά πολλά τα άλλαξε για να εξυπηρετήσει το ποιητικό σχέδιο που είχε στον νου του» (728)!

238 Θυμίζουμε ότι επιστολές μάς έχουν σωθεί και από παλαιότερες εποχές, άλλες ανεξάρτητες, όπως οι επιστολές του Πλάτωνα και του Ισοκράτη, άλλες ενταγμένες σε μεγαλύτερα έργα όπως η Ιστορία του Ηρόδοτου. Ωστόσο, μόνο τώρα, στα ελληνορωμαϊκά χρόνια, η επιστολογραφία καλλιεργήθηκε συστηματικά, στο πλαίσιο της ρητορικής ως ξεχωριστό είδος.

239 Παρόμοιες επιστολές έγραψε και ο κάπως νεότερος Κλαύδιος Αιλιανός (σ. 274).

240 Λίγο μόνο ξεφεύγουν από το χρονολογικό πλαίσιο τα γράμματα που υποτίθεται αντάλλαξαν ο Μένανδρος και η αγαπημένη του Γλυκέρα, τότε που ο Πτολεμαίος είχε προσκαλέσει τον κωμωδιογράφο στην Αλεξάνδρεια - και βέβαια ο Μένανδρος προτίμησε να μείνει στην Αθήνα (σ. 190).