Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

του Φάνη Κακριδή
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

5.2. Κοινωνία

Όταν ένα ένα τα βασίλεια των Διαδόχων ενσωματώθηκαν στη ρωμαϊκή επικράτεια, άλλο δεν έγινε ουσιαστικά από το να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο η ήδη τεράστια έκταση του ενιαίου ανθρωπογεωγραφικού χώρου. Αντίστοιχα κλιμακώθηκαν και τα κοινωνικά φαινόμενα που μας ενδιαφέρουν.

 

«Με την τελική επικράτηση των Ρωμαίων και τη συρρίκνωση ή κατάργηση όσων δημοκρατικών θεσμών λειτουργούσαν ακόμη, τα φτωχότερα τμήματα των κατακτημένων ελληνικών πληθυσμών δέχτηκαν μεγάλο πλήγμα. Οι μηχανισμοί που είχαν οικοδομηθεί στη διάρκεια αιώνων για την προστασία των συμφερόντων τους δε λειτουργούσαν πια. Οι ανώτερες και ευπορότερες τάξεις αντιθέτως εδραίωσαν τα κοινωνικά και τα οικονομικά τους προνόμια. » (Δ. Κυρτάτας[216])

Η διακίνηση των πληθυσμών ήταν ελεύθερη σε ολόκληρη την αυτοκρατορία· οι συναλλαγές διευκολύνονταν από το ενιαίο νόμισμα, και οι κάθε λογής επιχειρήσεις, εμπορικές, τραπεζικές, βιοτεχνικές κλπ., μπορούσαν να αποδώσουν αφάνταστα πλούτη. Αμέτρητα πλούτη είχαν συσσωρευτεί και στον αυτοκρατορικό οίκο και στα χέρια των ρωμαίων αξιωματούχων που εκμεταλλεύονταν τη βαριά φορολογία, τις έκτακτες εισφορές, τα πρόστιμα κλπ.

Η κοινωνική ζωή επικεντρωνόταν στις επιβλητικές δημόσιες πανηγυρικές εκδηλώσεις. Με ιδιαίτερη φροντίδα τις οργάνωναν, σε μεγάλη κλίμακα και δίχως να υπολογίζουν έξοδα, οι αυτοκράτορες, οι τοπικοί διοικητές και άλλοι αξιωματούχοι, θέλοντας να κερδίσουν και να συντηρήσουν την εύνοια του λαϊκού πλήθους, που την εποχή εκείνη λέγεται ότι άλλο δε ζητούσε παρά «άρτον και θεάματα».

Οι θρησκευτικές γιορτές κρατούσαν, όπως πάντα, τη θέση τους· όμως ο βασικός χώρος των εκδηλώσεων είχε μετακινηθεί από τους ιερούς περιβόλους στα στάδια, όπου δε διεξάγονταν μόνο αθλητικοί αγώνες και ιπποδρομίες αλλά και αγώνες μονομάχων, θηριομαχίες και άλλα παρόμοια.[217] Αυτά τα ρωμαϊκά θεάματα, που ενθουσίαζαν τους θεατές τόσο ώστε «όλα να τα ξεχνούν και να μη ντρέπονται να κάνουν ό,τι τους κατέβαινε» (Δίων Χρυσόστομος 32.41), υιοθετήθηκαν και από τους Έλληνες, που συχνά, για να μπορούν να τα παρουσιάζουν, μετάπλαθαν τα παραδοσιακά θεατρικά τους οικοδομήματα.

Στα φαινόμενα που είχαν ξεκινήσει στην Ελληνιστική και συνεχίστηκαν εντονότερα στην Ελληνορωμαϊκή εποχή ανήκει ο θρησκευτικός συγκρητισμός:[218] ανακατώνονταν και επιδρούσαν η μια πάνω στην άλλη οι ποικίλες θρησκείες των λαών της αυτοκρατορίας, τόσο στο ιδεολογικό-δογματικό, όσο και στο πρακτικό-λατρευτικό επίπεδο. Πρώτο παράδειγμα οι ίδιοι οι Ρωμαίοι, που είχαν ενσωματώσει στη θρησκεία τους πλήθος ξένα στοιχεία, όχι μόνο ελληνικά αλλά και ανατολίτικα.

Στα θρησκευτικά θέματα οι Ρωμαίοι ήταν, όπως και θα το περιμέναμε, ανεξίθρησκοι: όχι μόνο ανέχονταν αλλά και υποστήριζαν τις διάφορες εθνικές θρησκείες με τις ποικίλες λατρευτικές εκδηλώσεις τους· και αν ορισμένες υποτελείς πολιτείες αποφάσιζαν να αφιερώσουν ναούς στον Δία του Καπιτωλίου ή και στη θεά Ρώμη, αυτό δε συνέβαινε γιατί το απαιτούσαν οι κατακτητές, αλλά γιατί οι τοπικοί άρχοντες επιθυμούσαν με αυτό τον τρόπο να κερδίσουν την εύνοια της ρωμαϊκής εξουσίας.[219] Ιδιαίτερο κεφάλαιο αποτελούσε η λατρεία των αυτοκρατόρων, που ακολουθώντας ελληνιστικά πρότυπα αποθεώνονταν άλλοι μετά άλλοι και πριν από τον θάνατό τους.

Σημαντική εξάπλωση είχαν και στην Ελληνορωμαϊκή εποχή οι μυστηριακές λατρείες, τόσο οι ελληνικές, όπως της Δήμητρας στα Ελευσίνια, όπου επιδίωξαν να μυηθούν και έγιναν δεκτοί πολλοί αυτοκράτορες, όσο και άλλων λαών, όπως τα μυστήρια του ιρανικού θεού Μίθρα και της αιγυπτιακής Ίσιδας, που ταυτιζόταν πότε με τη Δήμητρα πότε με τη θεά Τύχη. Παράλληλα, αφθονούσαν (και έκαναν χρυσές δουλειές) οι λογής λογής μάντεις, αστρολόγοι και θαυματοποιοί που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εκμεταλλεύονταν τη δεισιδαιμονία τόσο του πλήθους όσο και των ανώτερων κοινωνικών τάξεων.

Ως αντίδραση στη θρησκευτική ακαταστασία και τη γενικότερη ιδεολογική σύγχυση μιας κοινωνίας όπου δυσχερὴς ὁ βίος καὶ μεστὸς ἀπάτης, πονηρίας, λύπης, μυρίων ἄλλων κακῶν (Δίων Χρυσόστομος 32.15), αναπτύχτηκαν και γρήγορα κέρδισαν έδαφος θρησκευτικά κινήματα με μονοθεϊστικές αντιλήψεις και έντονο πνευματικό-φιλοσοφικό περιεχόμενο, όπως ο Ορφισμός στην εξελιγμένη μορφή του, ο Ερμητισμός (σ. 286), και πάνω απ᾽ όλα ο Χριστιανισμός, που η διδασκαλία του διαδόθηκε ταχύτατα και η επίσημη αναγνώρισή του, όταν έγινε, σηματοδότησε τη μετάβαση στην επόμενη, βυζαντινή εποχή.

Η ακτινοβολία και διάδοση των ελληνικών γραμμάτων και της ελληνικής τέχνης συνεχίστηκαν και στα ελληνορωμαϊκά χρόνια, εντονότερες, καθώς στον γλωσσικό και πολιτισμικό εξελληνισμό συμμετείχαν τώρα όχι μόνο οι κατακτημένοι λαοί αλλά και οι ίδιοι οι Ρωμαίοι.[220] Θα δούμε, άλλωστε, στην ελληνική γραμματεία της εποχής να διακρίνονται και αρκετοί ελληνίζοντες ξένοι, όπως ο Λουκιανός, ο Φίλων ο Ιουδαίος, ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος και άλλοι, που παραμερίζοντας τη γλώσσα τους προτίμησαν να συγγράψουν στα ελληνικά.


216 Κατακτώντας την Αρχαιότητα, Αθήνα (Πόλις) 2002, σ. 46.

217 Αντίστοιχα και στην αρχιτεκτονική η προσοχή συγκεντρώθηκε στους χώρους της άθλησης και των θεαμάτων περισσότερο παρά στους χώρους της λατρείας.

218 Η λέξη παράγεται από το ρήμα συγκεράννυμι, που σημαίνει «βάζω μαζί και ανακατεύω».

219 Ένας τέτοιος ναός, του Αυγούστου και της Ρώμης, είχε χτιστεί και πάνω στην Ακρόπολη, ακριβώς μπροστά στον Παρθενώνα.

220 Για τις πολιτισμικές σχέσεις του ελληνισμού με τους Ρωμαίους βλ. αναλυτικά Θ. Παπαγγελής, Η Ρώμη και ο κόσμος της.