Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

του Φάνη Κακριδή
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

3.5.Γ.i. Γενικά[96]

Το 535 π.Χ., με τον πρώτο θεατρικό αγώνα που οργάνωσε ο Πεισίστρατος, οι δραματικές παραστάσεις καθιερώθηκαν ως αναπόσπαστο μέρος της διονυσιακής λατρείας· και τρεις δεκαετίες αργότερα, το 508 π.Χ., οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη οδήγησαν στην εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Στη συνέχεια, ο 5ος π.Χ. αιώνας είναι ο αιώνας της ακμής τόσο του αττικού δράματος όσο και της αθηναϊκής δημοκρατίας· και στους αιώνες που ακολούθησαν, η ποιοτική υποβάθμιση, ο μαρασμός, η μεταλλαγή και το ξέφτισμα του δημοκρατικού πολιτεύματος από τη μια, και των θεατρικών φαινομένων από την άλλη, συμβαδίζουν. Αυτή η παράλληλη πορεία της δημοκρατίας με τις θεατρικές εκδηλώσεις δεν είναι συμπτωματική: το αρχαίο θέατρο ως τέχνη και ως θεσμός έχει πολλά που το συνδέουν με τη δημοκρατία.

Από τα κύρια χαρακτηριστικά της δημοκρατίας είναι η δυνατότητα που έχει καθένας να εκφράσει τη γνώμη του και ο συνακόλουθος διάλογος ανάμεσα στις διάφορες απόψεις (σ. 90). Αντίστοιχα, στο θέατρο κυριαρχούν η πολυφωνία και ο διάλογος: ο διάλογος των υποκριτών μεταξύ τους, αλλά και ο διάλογος των υποκριτών με τον Χορό. Καθώς μάλιστα τα πρόσωπα που υποδύονται οι υποκριτές είναι στην πλειονότητά τους επώνυμοι αξιωματούχοι, ενώ ο Χορός απαρτίζεται από ανώνυμο πλήθος, ο διάλογος του Χορού με τους υποκριτές αποκτά πρόσθετη κοινωνική σημασία.

Οι υποκριτές συνομιλούν με απαγγελτικούς, ιαμβικούς συνήθως, στίχους που προσεγγίζουν τους τρόπους της καθημερινής ομιλίας (σ. 61)· ο Χορός εκφράζεται με τραγούδια, με χορευτικές κινήσεις και επιφωνήματα. Η διαφορά έχει σημασία, καθώς σε όλες τις εποχές οι επώνυμοι διατυπώνουν τη γνώμη τους με συγκροτημένο λόγο (ομιλίες, διαγγέλματα, δημόσιες συζητήσεις κ.τ.ό.), ενώ το πλήθος εκφράζεται με πορείες, συνθήματα, ρυθμικές κινήσεις και τραγούδια. Έτσι, στο αρχαίο δράμα, όπως και στο δημοκρατικό πολίτευμα, τόσο οι προσωπικές απόψεις των λίγων και ξεχωριστών, όσο και η κοινή γνώμη των πολλών, μπορούσαν να εκφραστούν ελεύθερα και με τον τρόπο τους.

Οι δραματικοί αγώνες αποτελούσαν κοινωνικό θεσμό. Οργανώνονταν από την πολιτεία· όμως η πραγματοποίησή τους βασιζόταν στη συμμετοχή των πολιτών, που χρηματοδοτούσαν τις παραστάσεις, επάνδρωναν τους Χορούς, αποτελούσαν το ακροατήριο, αποφάσιζαν για την απονομή των βραβείων, και μετά το τέλος των εκδηλώσεων έκριναν στην εκκλησία του δήμου την οργανωτική επιτυχία ή αποτυχία των αγώνων.

Θεατρικές παραστάσεις γίνονταν μόνο στις γιορτές του Διονύσου, δύο φορές τον χρόνο, στα Μεγάλα Διονύσια (Μάρτη/Απρίλη) και στα Λήναια (Γενάρη/Φλεβάρη).[97] Τα Μεγάλα Διονύσια άρχιζαν όταν οι ιερείς μεταφέραν το ξόανο του θεού στο θέατρο και το εγκαθιστούσαν στην πρώτη σειρά, για να μετέχει στις εκδηλώσεις. Ακολουθούσαν οι διθυραμβικοί αγώνες, όπου έπαιρναν μέρος και οι δέκα φυλές, οι πέντε με αντρικό και οι άλλες πέντε με παιδικό Χορό. Το πρόγραμμα ολοκληρωνόταν με τους δραματικούς αγώνες: τρεις μέρες για τις τραγωδίες, μία για κάθε ποιητή, που έπρεπε να παρουσιάσει ολόκληρη τετραλογία (τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα), και μία μόνο μέρα για τις κωμωδίες, όπου σε αυτήν πέντε ποιητές, ένας μετά τον άλλον, παρουσίαζαν από μία κωμωδία ο καθένας. Στα Λήναια το πρόγραμμα ήταν πιο περιορισμένο, όπως πιο περιορισμένο ήταν και στα Μεγάλα Διονύσια όταν η πολιτεία αντιμετώπιζε δυσκολίες.

Υπεύθυνος για την οργάνωση των αγώνων ήταν από τη μεριά της πολιτείας ο επώνυμος άρχοντας κάθε χρονιάς. Αυτός με τους βοηθούς του όριζαν τους χορηγούς, πλούσιους Αθηναίους που θα αναλάβαιναν καθένας τα έξοδα μιας παράστασης, τους ποιητές που θα παρουσίαζαν τα έργα τους, και τους υποκριτές που θα κρατούσαν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Ο χορηγός ήταν υποχρεωμένος να επιλέξει, να συντηρήσει και να αποζημιώσει τα μέλη του Χορού όσο κρατούσαν οι δοκιμές, και ακόμα να φροντίσει για τους μουσικούς και για όσα ακόμα πρόσωπα και υλικά (ρούχα, προσωπεία, όπλα κλπ.) ήταν απαραίτητα στην παράσταση. Τα έξοδά του ήταν μεγάλα, αλλά μεγάλη ήταν και η ηθική του ανταμοιβή σε περίπτωση διάκρισης, οπότε ο χορηγός βραβευόταν μαζί με τον ποιητή και είχε δικαίωμα να στήσει μνημείο θυμητικό της νίκης του.

Οι χορευτές ήταν ερασιτέχνες, νέοι καλλίφωνοι και καλογυμνασμένοι που το θεωρούσαν τιμή και πολιτική τους υποχρέωση να πάρουν μέρος στις παραστάσεις. Το έργο τους εύκολο δεν ήταν, ιδιαίτερα στους τραγικούς Χορούς, όπου τα ίδια πρόσωπα έπαιρναν μέρος και στα τέσσερα δράματα της ημέρας, αλλάζοντας σκευή και παριστάνοντας διαδοχικά (π.χ. στην Ορέστεια του Αισχύλου) γέροντες Μυκηναίους, θεραπαινίδες του παλατιού, Ευμενίδες και Σατύρους.

Ερασιτέχνες ήταν αρχικά και οι υποκριτές· με τα χρόνια όμως, όταν οι απαιτήσεις μεγάλωσαν και καθιερώθηκε ειδικό βραβείο για τους πρωταγωνιστές, οι προικισμένοι, λαμπρόφωνοι και εκφραστικοί ηθοποιοί έγιναν περιζήτητοι επαγγελματίες, και πια τον 4ο π.Χ. αιώνα οι περὶ τὸν Διόνυσον τεχνῖται οργανώθηκαν σε συντεχνίες, που φρόντιζαν να επανδρώνουν τις δραματικές παραστάσεις σε όλα τα μέρη της Ελλάδας. Και των υποκριτών το έργο δεν ήταν εύκολο, καθώς έπρεπε σε κάθε παράσταση να ενσαρκώνουν, αλλάζοντας σκευή, πολλά και διαφορετικά πρόσωπα, αντρικά και γυναικεία.

Το κοινό των παραστάσεων δεν το αποτελούσαν μόνο αστοί κάτοικοι της Αθήνας αλλά και αγρότες από τις πιο μακρινές κώμες της Αττικής, όχι μόνο Αθηναίοι πολίτες αλλά και ξένοι επισκέπτες[98] και μέτοικοι, όχι μόνο άντρες αλλά και γυναίκες, όχι μόνο πλούσιοι, κοσμικοί και φιλότεχνοι αλλά και κάθε απλός άνθρωπος - όλοι το θεωρούσαν δικαίωμα και ευχαρίστησή τους να βρεθούν στο θέατρο από το ξημέρωμα, να παρακολουθήσουν ώρες ολόκληρες τις παραστάσεις, να εκδηλώσουν με επιδοκιμασίες και αποδοκιμασίες την κρίση τους.

Γρήγορα ο θεατρικός χώρος αποδείχτηκε μικρός, και το πρόβλημα όχι μόνο δε λύθηκε όταν καθιερώθηκε εισιτήριο (σύμβολον), αλλά έγινε πιο πολύπλοκο, καθώς οι εύποροι Αθηναίοι αγόραζαν πολλά καθένας εισιτήρια, να τα μοιράσουν στους ανθρώπους τους. Για να αποφύγει παρόμοια φαινόμενα, ο Περικλής καθιέρωσε τα θεωρικά, επίδομα που έδινε στους άπορους τη δυνατότητα να αγοράσουν μόνοι τους εισιτήρια.

Οι κριτές που απονέμαν τα βραβεία δεν ήταν ειδικοί τεχνοκρίτες αλλά απλοί πολίτες, εκπρόσωποι της κοινής γνώμης. Καθεμιά από τις δέκα φυλές της Αττικής πρότεινε δέκα, και από τους εκατό συνολικά υποψήφιους κληρώνονταν την πρώτη μέρα των αγώνων δέκα που με την ψήφο τους ανάδειχναν τους νικητές.

Ο ποιητής, τραγωδοδιδάσκαλος, δεν ήταν μόνο συγγραφέας και σκηνοθέτης της παράστασης: δική του ήταν και η μουσική και η χορογραφία, ο ίδιος κρατούσε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο - στις αρχές, γιατί πάλι με τα χρόνια οι απαιτήσεις μεγάλωναν, οι ανάγκες πολλαπλασιάζονταν, και οι ποιητές χρειάστηκε να ζητούν βοήθεια από ειδικούς μουσικούς, χοροδιδασκάλους κ.ά.


96 Για τη διδακτική λειτουργία του θεάτρου, που προβλημάτιζε, διαφώτιζε, ως ένα σημείο και καθοδηγούσε το αθηναϊκό πλήθος σε θέματα ηθικής, κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας, βλ. παραπάνω, σ. 91-2.

97 Στα Μικρά ή κατ᾽ αγρούς Διονύσια οι ίδιες παραστάσεις περιόδευαν στους διάφορους δήμους της Αττικής.

98 Τα Μεγάλα Διονύσια γιορτάζονταν την εποχή που οι σύμμαχοι της Αθήνας έπρεπε να καταβάλουν τις εισφορές τους, και βέβαια οι αντιπροσωπείες τους παρακολουθούσαν με ευχαρίστηση και θαυμασμό τις εκδηλώσεις.