Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

του Φάνη Κακριδή
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

2.4.Β.ii.α. Ίαμβοι

Η λέξη ἴαμβος είναι προελληνική. Στα ιστορικά χρόνια ως ἴαμβοι ή ἰαμβεῖα χαρακτηρίζονταν στίχοι και ποιήματα συνθεμένα σε ιαμβικό ρυθμό - ρυθμό που «συγγενεύει με την ομιλία περισσότερο από κάθε άλλον· σημάδι, ότι στις μεταξύ μας κουβέντες συμβαίνει να λέμε πολλά σε ιαμβικό ρυθμό» (Αριστοτέλης).[50]

Ιάμβη ονομαζόταν στη μυθολογία μια γριά δούλη στο παλάτι της Ελευσίνας που με τα τολμηρά της αστεία και πειράγματα έκανε τη θεά Δήμητρα να χαμογελάσει, τότε που τριγύριζε απελπισμένη αναζητώντας την κόρη της. Ο μύθος εκφράζει μιαν αλήθεια, καθώς εξαρχής οι ίαμβοι χρησιμοποιήθηκαν για χωρατά και πειράγματα, συχνά και για κατηγόριες: τόσο ο ποιητής του Μαργίτη (σ. 52), όσο και ο Ξενοφάνης στα επικριτικά του ποιήματα, τους Σίλλους (σ. 51), δε δίστασαν να παρεμβάλουν ιαμβικά μέτρα στους δακτυλικούς εξάμετρους στίχους τους. Όλα αυτά συνδέονταν με τη λαϊκή συνήθεια σε ορισμένες γιορτές της Δήμητρας και του Διονύσου να επιτρέπονται κάθε λογής πειράγματα και χοντροκοπιές, που διατυπώνονταν ιαμβικά και τραγουδιόνταν με τη συνοδεία ενός έγχορδου οργάνου που ονομαζόταν ἰαμβύκη.

ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (περ. 680-640 π.Χ.)

Τον Άρη ξέρω εγώ ρηγάρχη μου· σ᾽ αυτόν δουλεύω· ωστόσο

με το γλυκό τους χάρισμα με προίκισαν οι Μούσες.

Απόσπ. 1 W. (μετάφρ. I. Θ. Κακριδής)

Γεννήθηκε στην Πάρο τις πρώτες δεκαετίες του 7ου π.Χ. αιώνα. Στο έργο του μνημονεύεται η έκλειψη του ήλιου που έγινε το 648 π.Χ. Ο πατέρας του ήταν από παλιά αρχοντική οικογένεια, αλλά η μητέρα του δούλη. Νέος ξεκίνησε αναζητώντας την τύχη του στον αποικισμό της Θάσου, αλλά δεν τα κατάφερε να προκόψει. Έζησε ταξιδεύοντας και πολεμώντας εδώ κι εκεί· και τη μια φορά που θέλησε να στεριώσει και να παντρευτεί μια Παριανή από καλό σπίτι, τη Νεοβούλη, ο γάμος του ναυάγησε. Λένε πως τότε, θυμωμένος με τον παρ᾽ ολίγο πεθερό του και τις κόρες του, ο ποιητής τούς κακολόγησε με τους ιάμβους του τόσο ώστε να αυτοκτονήσουν.

Για όλα αυτά, για τους πολέμους, τα ταξίδια, την αγάπη του, ο Αρχίλοχος μίλησε με πάθος και αμεσότητα τη γλώσσα της αλήθειας. Από το έργο του απουσιάζει ο απόμακρος μύθος με τους φανταστικούς πρωταγωνιστές και τις πλαστές καταστάσεις· στο προσκήνιο στέκει ο ίδιος ο ποιητής και περιγράφει τη δική του σύγχρονη πραγματικότητα, δίχως φτιασίδια, ρεαλιστικά, όπως ακριβώς τη βιώνει. Ελεύθερο πνεύμα με έντονη κριτική διάθεση, ο Αρχίλοχος ξεγυμνώνει, και τις περισσότερες φορές στιγματίζει, καταστάσεις και πρόσωπα, πρώτα και πάνω απ᾽ όλα τον εαυτό του.

Λέγεται πως ο Αρχίλοχος, «ζώντας στην πολυτάραχη εποχή των μεγάλων αποικισμών, που αμφισβήτησε τη θέση και τις ταξικές αξίες των ευγενών» (Α. Λέσκι), θέλησε συνειδητά όχι μόνο να απομακρυνθεί ο ίδιος από τα ηρωικά ποιητικά πρότυπα, αλλά και να κατεδαφίσει συστηματικά το αριστοκρατικό ιδεολογικό οικοδόμημα. Έτσι, δε δίστασε να προβάλλει επιδεικτικά στο έργο του πλήθος αυτοβιογραφικά στοιχεία που λογικό θα ήταν να τα αποκρύψει. Δεν είχε, για παράδειγμα, κανένα λόγο να φανερώσει ούτε ότι ήταν νόθος, ούτε ότι αρραβωνιασμένος με τη Νεοβούλη ξελόγιαζε τη νεότερη αδελφή της, ούτε ότι σε κάποια μάχη είχε εγκαταλείψει, μεγάλη ντροπή, την ασπίδα του στον εχθρό (απόσπ. 5 W.):[51]

Την ασπίδα μου τη χαίρεται ένας Θράκας,

όπλο αψεγάδιαστο, που άθελά μου το παράτησα σ᾽ ένα θάμνο.

Τον εαυτό μου τον έσωσα! Τι με μέλει η ασπίδα;

Ας χαθεί· γρήγορα θ᾽ αποκτήσω μιαν άλλη, όχι χειρότερη!

Όλα αυτά δεν εμπόδισαν τα τραγούδια του να αγαπηθούν και τη φήμη του να διαδοθεί τόσο ώστε πολλοί να τον τοποθετούν ισάξιο ποιητή δίπλα στον Όμηρο. Από το έργο του, που εκτός από τους ιάμβους περιλαμβάνει ελεγείες, ύμνους και άλλα λυρικά είδη, μας σώζονται αρκετά αποσπάσματα, καθώς στα παπυρικά ευρήματα ήρθαν το 1949 να προστεθούν οι επιγραφές από το Αρχιλόχειο, ένα τέμενος που του αφιέρωσαν στην Πάρο οι συντοπίτες του τον 3ο π.Χ. αιώνα για να τον τιμήσουν.

Στον μύθο της Πανδώρας, όπως τον διηγείται ο Ησίοδος (Έργα 47-105), μια γυναίκα ήταν η αρχή κάθε ανθρώπινης συμφοράς· και γενικά, στις κοινωνίες όπου κυριαρχούν οι άντρες, οι μύθοι, οι λαϊκές διηγήσεις, οι παροιμίες κλπ. (αντίστοιχα και η επώνυμη λογοτεχνία) παρουσιάζουν τις αρνητικές περισσότερο παρά τις θετικές ιδιότητες των γυναικών. Πρώτο μετά τον Ησίοδο παράδειγμα ο Ἴαμβος κατὰ γυναικῶν του Σημωνίδη.

 

ΣΗΜΩΝΙΔΗΣ (περ. 660-600 π.Χ.)

Λίγο νεότερος από τον Αρχίλοχο, ο Σημωνίδης γεννήθηκε στη Σάμο, αλλά εγκαταστάθηκε και έζησε ως άποικος στην Αμοργό. Λίγοι στίχοι σώζονται από τις βαρύθυμες βιοσοφικές ελεγείες του· όμως σπάνια τύχη το θέλησε να περισωθεί ένας σχεδόν ολόκληρος ίαμβος: 118 στίχοι, δίχως χάσματα.

Τις γυναίκες, λέει ο ποιητής, τις έπλασε ο Δίας από ζώα: τις πονηρές από την αλεπού, τις κοκέτες από τη φοράδα, τις πανάσχημες από τη μαϊμού, κλπ. κλπ. Ένας ένας παρουσιάζονται γυναικείοι τύποι, με πλήθος ελαττώματα και ελάχιστες αρετές, και το ποίημα καταλήγει στη διαπίστωση ότι μονάχα οι λιγοστές γυναίκες που κατάγονται από τη μέλισσα είναι ευλογία για τους άντρες τους· όλες οι άλλες είναι καταστροφή, μέγιστον κακόν!

Η ιδέα δεν είναι του Σημωνίδη, που παράλλαξε και εκμεταλλεύτηκε στο τραγούδι του μια λαϊκή διήγηση γνωστή και από τους αισώπειους μύθους (σ. 76) και από πολλά σύγχρονα νεοελληνικά και ξένα παραμύθια.

Ο Ιππώνακτας (περ. 560-500 π.Χ.) γεννήθηκε στην Έφεσο, αλλά οι τύραννοι τον υποχρέωσαν να μετοικήσει στις Κλαζομενές. Τα τραγούδια του, ρεαλιστικά και αθυρόστομα, όταν δεν αναφέρονται στην αγαπημένη του Αρήτη, κακολογούν τους εχθρούς του, και πάνω απ᾽ όλα διεκτραγωδούν, όχι χωρίς κάποιο χαμόγελο, τη μεγάλη του φτώχεια (απόσπ. 32 W.):

Ερμή, αγαπημένε Ερμή, πολύ κρυώνω! […]

Δώσε μια χλαίνα στον Ιππώνακτα, κι ένα ρουχαλάκι

και πεδιλάκια και μποτάκια και χρυσάφι…


50 Δεν είναι σύμπτωση πως και ο αντίστοιχος νεοελληνικός ιαμβικός ρυθμός συγγενεύει με την καθημερινή μας ομιλία, όπου συχνά συμβαίνει να τον ακολουθούμε.

51 Το παράδειγμα του, ωστόσο, ακολούθησαν και άλλοι ποιητές: ο Αλκαίος (σ. 66) αποκάλυψε ότι στη μάχη για το Σίγειο ο ίδιος σώθηκε «όχι όμως και τα όπλα του, που οι Αθηναίοι τα κρέμασαν στον ναό της γαλανομάτας Αθηνάς» (απόσπ. 184 P.), και πάλι ανάλογες ομολογίες συναντούμε στα έργα του Ανακρέοντα (σ. 67 και ενός σημαντικού ρωμαίου ποιητή, του Οράτιου.