Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός

των Δ. Ι. Κυρτάτα και Σπ. Ι. Ράγκου
Ίδρυμα ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

8.4. Επιθυμούμε να κλείσουν όλοι οι ναοί και να απαγορευτούν οι θυσίες

Ο χριστιανισμός διαδόθηκε ακολουθώντας τους δρόμους της ιουδαϊκής διασποράς· επιπλέον, τους μεγάλους δρόμους του εμπορίου και της διοίκησης. Ταξίδεψε ταχύτατα τόσο στη Μεσόγειο όσο και πέρα από τα όρια της αυτοκρατορίας, ιδίως προς την Ανατολή. Για να φτάσουν σε έναν νέο τόπο οι πρώτες ειδήσεις γύρω από την ιστορία του Ιησού δεν χρειάζονταν πολλές προετοιμασίες ούτε οργανωμένες αποστολές. Έμποροι, προσκυνητές και κάθε λογής ταξιδιώτες αφηγούνταν όσα είχαν πληροφορηθεί. Ένα από τα πρώτα μεγάλα διοικητικά και εμπορικά κέντρα στα οποία εδραιώθηκε η νέα διδασκαλία ήταν η Αντιόχεια. Εκεί, σύμφωνα με την παράδοση, οι πιστοί άρχισαν να αποκαλούνται για πρώτη φορά χριστιανοί.

Ακολουθώντας τους δρόμους του μεταξιού, ο χριστιανισμός έφτασε από τη Συρία στην Έδεσσα, πρωτεύουσα του ημιανεξάρτητου βασιλείου της Οσροηνής, και από εκεί στην Αρμενία, τη Μεσοποταμία και την Ινδία, μια περιοχή η οποία, σύμφωνα με την ορολογία της εποχής, εκτεινόταν από την Αραβία έως τον Ινδό ποταμό. Όταν ξέσπασαν οι μεγάλοι διωγμοί, ορισμένοι χριστιανοί κατέφυγαν από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στην Περσία, όπου η άσκηση της χριστιανικής λατρείας ήταν ελεύθερη. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε αργότερα ότι οι χριστιανοί στην Περσία ήταν πολυπληθείς και ότι γίνονταν ευμενώς δεκτοί. Με επιστολή του προς τον βασιλιά Σαπώρη Β' (309-379), κατέστησε τη συμπεριφορά των Περσών προς τους χριστιανούς ζήτημα διπλωματικής διαπραγμάτευσης. Η φιλική στάση των περσικών αρχών άλλαξε μόνο όταν έγινε σαφές ότι στη σκληρή σύγκρουση Ρωμαίων και Περσών ο τοπικός κλήρος ευνοούσε την επικράτηση των Ρωμαίων. Το 341 ο Σαπώρης εξαπέλυσε δριμύτατους διωγμούς, στους οποίους, καθώς λέγεται, 16.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Ο ζωροαστρισμός εξελισσόταν άλλωστε σε μη ανεκτική θρησκεία. Δεκαετίες νωρίτερα οι Πέρσες βασιλείς είχαν σκοτώσει τον Μάνη και δίωκαν ήδη σκληρά τους μανιχαίους.

Ωστόσο, με έναν τρόπο πολύ ουσιαστικό ο χριστιανισμός ήταν από νωρίς, και παρέμεινε σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας, υπόθεση πρωτίστως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Όταν στα χρόνια του Κωνσταντίνου ο Ευσέβιος Καισαρείας αποφάσισε να αφηγηθεί την ιστορία του, ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικώς με όσα είχαν συμβεί στο εσωτερικό της.

Ο Ιησούς και οι μαθητές του μιλούσαν αραμαϊκά. Στα αραμαϊκά ήταν γραμμένη και η επιγραφή πάνω στον σταυρό: βασιλεύς των Ιουδαίων - δείχνοντας πώς καταλήγει όποιος διεκδικούσε παρόμοιο τίτλο σε συνθήκες ρωμαϊκής κυριαρχίας. Αλλά η επιγραφή ήταν διατυπωμένη επίσης στις δύο επίσημες γλώσσες της αυτοκρατορίας, τα λατινικά και τα ελληνικά. Από τη στιγμή που οι μαθητές ανοίχτηκαν στην ιουδαϊκή διασπορά, επικοινωνούσαν κυρίως στα ελληνικά, τα οποία άλλοι κατείχαν ως πρώτη και άλλοι ως δεύτερη γλώσσα. Ακόμη και στην πόλη της Ρώμης τα ελληνικά παρέμειναν επίσημη γλώσσα του χριστιανισμού έως το τέλος του 2ου αιώνα. Με τα λατινικά η νέα θρησκεία διαδόθηκε στην Αφρική και τις δυτικές επαρχίες.

Από τον 3ο αιώνα η βασική διγλωσσία της αυτοκρατορίας αποτυπώθηκε και στον χριστιανισμό. Σημειώθηκε πάντως μια πολύ σημαντική εξέλιξη. Ο λατινόφωνος χριστιανισμός επέμενε να διατηρεί τις ιερές γραφές στα λατινικά, ακόμη και όταν απευθυνόταν σε αλλόγλωσσους πληθυσμούς με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο. Αντιθέτως, ο ελληνόφωνος χριστιανισμός ενθάρρυνε τη μετάφραση των γραφών σε όλες τις γλώσσες της Ανατολής. Έγινε μάλιστα όχημα ενδυνάμωσης των τοπικών διαλέκτων - ακόμη και των τοπικών αλφαβήτων. Στην Αίγυπτο εκμεταλλεύτηκε μια νέα γραφή (που βασιζόταν στο ελληνικό αλφάβητο) και συνδέθηκε αναπόσπαστα με τον λεγόμενο κοπτικό πολιτισμό. Όταν στο τέλος του 3ου αιώνα έκανε την εμφάνισή του ο μοναχισμός στην Αίγυπτο και τη Συρία, τα αιγυπτιακά (κοπτικά) και τα συριακά εξελίχθηκαν σε δύο από τις δυναμικότερες γλώσσες διάδοσης του χριστιανισμού.

Με επίκεντρο την Αντιόχεια, την Έφεσο, τη Σμύρνη και την Αλεξάνδρεια (πόλεις με δυναμικό ελληνικό στοιχείο) αναμετρήθηκαν ορισμένες από τις ισχυρότερες τάσεις του πρώιμου χριστιανισμού. Οι αντιδικίες αφορούσαν την απήχηση των γνωστικών ιδεών, τις οργανωτικές δομές της Εκκλησίας, την επικαιρότητα των προφητικών χαρισμάτων καθώς και θέματα λατρείας, όπως τον εορτασμό του Πάσχα. Για την επίλυση των προβλημάτων έγιναν συζητήσεις, συντάχθηκαν υπομνήματα, ανταλλάχθηκαν επιστολές και συγκλήθηκαν τοπικές σύνοδοι. Με δυο λόγια, τέθηκαν τα θεμέλια για τη συγκρότηση και λειτουργία της καθολικής Εκκλησίας.

Το άλλο μεγάλο κέντρο του χριστιανισμού ήταν η αυτοκρατορική πρωτεύουσα. Οι χριστιανοί της Ρώμης δεν πρωτοστάτησαν στις δογματικές έριδες - απεναντίας γίνονταν αποδέκτες όλων των τάσεων και όλων των νεωτεριστικών ιδεών. Επέδειξαν ωστόσο μεγάλο οργανωτικό ταλέντο. Επικοινωνούσαν με όλες τις επαρχίες και ασκούσαν την επιρροή τους, κάνοντας χρήση του πλούτου και των διασυνδέσεων τους. Από πολύ νωρίς διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς με την Κόρινθο, που παρέμενε πάντα σημαντικός εμπορικός σταθμός και διαμετακομιστικός κόμβος. Η χριστιανική ηγεσία της Ρώμης έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο στη συγκρότηση και τη διάδοση του «κανόνα» της Καινής Διαθήκης. Η συμφωνία που πέτυχε για την αναγνώριση ενός κλειστού σώματος ιερών γραφών υπήρξε αποφασιστικό όπλο της καθολικής Εκκλησίας εναντίον των αιρέσεων.

Έως το τέλος του 2ου αιώνα ο συνολικός αριθμός των χριστιανών θα πρέπει να ήταν εξαιρετικά μικρός. Σύμφωνα με αρκετά αυθαίρετους υπολογισμούς, δεν μπορεί να υπερέβαινε τις 200.000 σε όλη την αυτοκρατορία. Αμέσως μετά, όπως σημειώνει και ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος, η ανάπτυξη έγινε γοργή. Στη διάρκεια του 3ου αιώνα, την εποχή που η αυτοκρατορία περνούσε βαθιά και πολύπλευρη κρίση, πολλά μέλη των εύπορων τάξεων προσχώρησαν στον χριστιανισμό. Στο μέσον του 3ου αιώνα θα μπορούσαν να αντιπροσωπεύουν το 2% του συνολικού πληθυσμού, ενώ στα χρόνια του Κωνσταντίνου θα πρέπει να ξεπερνούσαν το 10%. Αλλά και τότε η κατανομή ήταν πολύ άνιση. Μεγαλύτερη διάδοση γνώριζε ο χριστιανισμός στις ανατολικές επαρχίες, μολονότι στην κεντρική Ελλάδα η προσήλωση στις προγονικές λατρείες διατηρήθηκε πολύ ισχυρή.

Πολλές από τις χριστιανικές κοινότητες παρέμεναν εξαιρετικά μικρές, ακόμη και μετά την επικράτηση του Κωνσταντίνου. Λίγες δεκάδες ή εκατοντάδες πιστοί σε μια πόλη μπορούσαν να έχουν τον δικό τους επίσκοπο, να αλληλογραφούν μεταξύ τους και να συμμετέχουν στις εξελίξεις. Χωρούσαν συχνά σε μικρά κτίσματα, στην αρχή ιδιωτικές οικίες και στη συνέχεια ειδικώς οικοδομημένες εκκλησίες, μικρών ή μέτριων διαστάσεων. Ελάχιστες πόλεις είχαν περισσότερους από έναν ναούς. Στη διάρκεια των μεγάλων διωγμών χρειάστηκαν λίγες ώρες για να κατεδαφιστεί η επιβλητική για την εποχή της εκκλησία της Νικομήδειας, που ήταν ορατή από το ανάκτορο του Διοκλητιανού. Μόνο μετά τη μεταστροφή του Κωνσταντίνου άρχισε η οικοδόμηση, με κεντρικό σχεδιασμό, μεγαλόπρεπων και συχνά πανομοιότυπων εκκλησιών, σε όλες σχεδόν τις πόλεις της αυτοκρατορίας. Για την ανέγερσή τους διατέθηκαν συχνά κεντρικοί και δημόσιοι χώροι.

 

Ο Ιουλιανός (361-363), που ήταν ανιψιός του Κωνσταντίνου, γλίτωσε από τη δυναστική σφαγή, επειδή ήταν μόλις 6 ετών. Ανατράφηκε χριστιανικά κάτω από αυστηρό έλεγχο και συστηματική επιτήρηση. Διαμένοντας στη Νικομήδεια σε συνθήκες κάποιας στοιχειώδους ελευθερίας, δέχτηκε την επιρροή δύο μεγάλων ρητόρων, που παρέμεναν προσηλωμένοι στις θρησκευτικές πεποιθήσεις των Ελλήνων, του Ευνάπιου και του Λιβάνιου (Κακριδής 5.7 [σ. 296]), και μυήθηκε στον νεοπλατωνισμό από τον φιλόσοφο Μάξιμο τον Εφέσιο. Για ένα μικρό διάστημα πήρε την άδεια να σπουδάσει στην Αθήνα, όπου εξακολουθούσαν να λειτουργούν οι φιλοσοφικές σχολές. Το 354, μετά την εκτέλεση του αδελφού του, διορίστηκε καίσαρας της Γαλατίας, καθώς ο Κωνστάντιος Β' ετοιμαζόταν να στραφεί εναντίον της Περσίας. Αποχαιρέτησε την Αθήνα με δάκρυα και σπαραγμό, εφόσον εκεί πίστεψε ότι μπορούσε να βρει τον προορισμό του. Ως καίσαρας ωστόσο υπήρξε εξαιρετικά επιτυχημένος και επέδειξε στρατηγικές αρετές, προκαλώντας τον φθόνο του αυτοκράτορα. Η αναμέτρηση των δύο εξαδέλφων φαινόταν αναπόφευκτη, αλλά ο Κωνστάντιος πέθανε, και ο Ιουλιανός, ως μοναδικός επιζών από τον οίκο του Κωνσταντίνου, βρέθηκε να κυριαρχεί σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Σύντομα αισθάνθηκε αρκετά ισχυρός ώστε να δηλώσει την προσήλωσή του στον ἑλληνισμόν, δηλαδή την παραδοσιακή θρησκεία Ελλήνων και Ρωμαίων.

Ο Ιουλιανός ακολούθησε μια πολιτική ανεξιθρησκίας, αλλά εργάστηκε με ζήλο για την επαναφορά των απαγορευμένων θυσιών και την αναζωογόνηση του πολυθεϊσμού. Προσπάθησε μάλιστα να οργανώσει τους ιερείς ακολουθώντας χριστιανικά πρότυπα. Τα μέτρα που έλαβε εναντίον των χριστιανών ήταν λιγοστά αλλά σημαντικά. Τους απαγόρευσε να διδάσκουν ρητορική και γραμματική, εφόσον η γραμματεία της εποχής απαιτούσε, κατά τη γνώμη του, σεβασμό στο θρησκευτικό της υπόβαθρο, κατήργησε τις φοροαπαλλαγές του κλήρου και επανέφερε όλους τους εξόριστους επισκόπους. Αυτό το τελευταίο μέτρο προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση, διότι υποχρέωσε σε συνύπαρξη τους ηγέτες όλων των δογματικών τάσεων και αναζωπύρωσε τις ενδοχριστιανικές συγκρούσεις. Ο Ιουλιανός σκόπευε μάλιστα να ανοικοδομήσει τον Ναό της Ιερουσαλήμ, ο οποίος παρέμενε ερειπωμένος μετά τις ατυχείς ιουδαϊκές εξεγέρσεις. Οι χριστιανοί εξέλαβαν την πρόθεσή του αυτή ως μέγιστη πρόκληση. Αλλά το σχέδιο παρέμεινε ανεκτέλεστο, καθώς ο τελευταίος εθνικός αυτοκράτορας σκοτώθηκε πολεμώντας εναντίον των Περσών 18 μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας. Ήταν μόλις 31 ετών. Οι χριστιανοί δυσκολεύτηκαν πολύ να ξεπεράσουν το τραύμα της σύντομης σταδιοδρομίας του και επέλεξαν να τον αποκαλούν παραβάτη ή αποστάτη.

Οι διάδοχοι του Ιουλιανού ήταν όλοι ευσεβείς χριστιανοί, μολονότι όχι σύμφωνοι μεταξύ τους στις δογματικές επιλογές. Όλοι προσπάθησαν να προωθήσουν τη διάδοση του χριστιανισμού, εκδίδοντας νόμους και διατάγματα με τα οποία απαγόρευαν όχι μόνο τις θυσίες αλλά ακόμη και την είσοδο στους ναούς με θρησκευτικούς σκοπούς. Σε πολλές περιοχές ωστόσο η προσήλωση στις παραδοσιακές θρησκείες παρέμενε έντονη. Έτσι, όταν ο διοικητής της Ελλάδας παρέλαβε νόμο που απαγόρευε όλες τις νυκτερινές θυσίες, διαμήνυσε στον αυτοκράτορα ότι αυτό θα έκανε τον βίο αβίωτο στους Έλληνες και τον έπεισε να τον αφήσει ανενεργό - τουλάχιστον για κάποιο διάστημα.

Εκτός από τους Πέρσες, στους οποίους οι Ρωμαίοι υποχρεώθηκαν να παραδώσουν ολόκληρες πόλεις, επικίνδυνοι εχθροί έπρεπε να αντιμετωπιστούν και στα βόρεια σύνορα. Οι κακοί χειρισμοί του αυτοκράτορα Ουάλη (364-378), που διοικούσε το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, οδήγησαν σε μια αναμέτρηση με τους Γότθους που είχε δραματική κατάληξη. Το 378 ο ρωμαϊκός στρατός υπέστη στην Αδριανούπολη μια από τις χειρότερες ήττες στην ιστορία του και ο ίδιος ο αυτοκράτορας σκοτώθηκε. Εφόσον οι Γότθοι μπορούσαν πλέον να κάνουν επιθέσεις στην Κωνσταντινούπολη, ακόμη και η επιβίωση της αυτοκρατορίας δεν ήταν πλέον δεδομένη. Με τη μάχη αυτή τερματίζει το έργο του ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς της αρχαιότητας, ο Αμμιανός Μαρκελλίνος (περ. 330 - περ. 395).

Ο Αμμιανός ήταν ελληνικής καταγωγής από την Αντιόχεια, αλλά επέλεξε να συγγράψει το εκτενές του σύγγραμμα στα λατινικά. Είχε υπηρετήσει στον στρατό και γνώριζε από πρώτο χέρι πολλές από τις πολεμικές υποθέσεις που περιγράφει. Πολύτιμη είναι η μαρτυρία του για τη βασιλεία του Κωνστάντιου Β', του Ιουλιανού, τον οποίο ακολούθησε στην περσική του εκστρατεία, και των άμεσων διαδόχων του. Εθνικός καθώς ήταν, βρήκε την ευκαιρία να καυτηριάσει και να ειρωνευτεί τη συμπεριφορά και τα πάθη των χριστιανών επισκόπων. Θαύμαζε και τιμούσε τον Ιουλιανό, αλλά δεν δίστασε να τον επικρίνει και αυτόν για θρησκευτικές υπερβολές. Με ακριβή και συγκλονιστικό τρόπο περιγράφει επίσης το τσουνάμι που κατέκλυσε την ανατολική Μεσόγειο το 365.

 

Το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας το ανέλαβε μέσα σε δύσκολες συνθήκες ο Θεοδόσιος (379-395), ο οποίος κατάφερε να σταθεροποιήσει τα σύνορα, δείχνοντας υποχωρητικότητα προς τις απαιτήσεις των Περσών. Η σημαντικότερη πρωτοβουλία του ωστόσο αφορούσε μια μερίδα Γότθων, στους οποίους επέτρεψε να εγκατασταθούν μαζικά στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, παραχωρώντας τους βαλκανική γη. Οι Γότθοι αυτοί αυτοδιοικούνταν, αλλά αναλάμβαναν την υποχρέωση να παρέχουν στρατιωτικές μονάδες όταν αυτό κρινόταν απαραίτητο.

Η θρησκευτική πολιτική έγινε την εποχή εκείνη πιο αδιάλλακτη. Για πρώτη φορά χριστιανοί ηγέτες οδηγούνταν στην πυρά από χριστιανούς αυτοκράτορες για δογματικές παρεκκλίσεις. Ο ίδιος ο Θεοδόσιος ήταν φανατικός οπαδός της Συνόδου της Νίκαιας και σκληρός πολέμιος του αρειανισμού. Η δογματική αυτή επιλογή περιέπλεξε αρκετά την πολιτική κατάσταση, εφόσον οι Γότθοι είχαν μεταστραφεί στον χριστιανισμό σε μια εποχή που ως ορθοδοξία εκλαμβάνονταν οι δοξασίες του Άρειου. Ο Θεοδόσιος ήταν επιθετικός και προς τις παραδοσιακές λατρείες, απειλώντας με θάνατο όσους αποτολμούσαν να τελέσουν θυσίες. Επιπλέον, ανέχτηκε την κατεδάφιση πολλών ναών από φανατικούς χριστιανούς ιερείς και μοναχούς. Το Σεράπειο της Αλεξάνδρειας, ο μεγαλοπρεπέστερος ίσως ναός της εποχής, κατελήφθη και καταστράφηκε έως τα θεμέλια.

Το 391 ο Θεοδόσιος εξέδωσε διαταγή σύμφωνα με την οποία έπρεπε να κλείσουν όλοι οι μη χριστιανικοί ναοί. Ο Λιβάνιος (περ. 314 - περ. 394), ο μεγαλύτερος εθνικός ρήτορας της ύστερης αρχαιότητας, έκανε από την Αντιόχεια όπου ζούσε μια ύστατη έκκληση στον αυτοκράτορα. Ισχυρίστηκε ότι οι περίλαμπροι ναοί που δέσποζαν σε περίοπτες θέσεις ήταν τα μάτια των πόλεων και, σε κάθε περίπτωση, βασιλική περιουσία. Εφόσον δεν επιτρεπόταν να λειτουργούν πλέον ως θρησκευτικά κέντρα, ας παρέμεναν τουλάχιστον όρθιοι ως απλά οικοδομήματα. Μπορούσαν μάλιστα να χρησιμεύσουν για τη συγκέντρωση των φόρων. Αλλά δεν εισακούστηκε. Με εξαίρεση μια ανοχή προς τον ιουδαϊσμό, ο χριστιανισμός ήταν πλέον η μοναδική αποδεκτή θρησκεία της αυτοκρατορίας. Οι πάντες καλούνταν επισήμως να την ασπαστούν και μάλιστα στην εκδοχή που θεωρήθηκε ορθή. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες, με το έντονα θρησκευτικό τους στοιχείο, τερματίστηκαν. Ο ελληνικός κόσμος όφειλε να αποδεχθεί με ταχείς ρυθμούς μία και μοναδική εκδήλωση θρησκευτικής λατρείας.

Ο δρόμος προς την καθολική επιβολή του χριστιανισμού επιδείχθηκε και με το προσωπικό παράδειγμα του αυτοκράτορα. Παρορμητικός καθώς ήταν, ο Θεοδόσιος είχε διατάξει το σφαγιασμό 7.000 (άλλοι ανεβάζουν τον αριθμό στο διπλάσιο) Θεσσαλονικέων μέσα στον Ιππόδρομο, ως τιμωρία για τη δολοφονία ενός ανώτατου αξιωματούχου. Για να εξιλεωθεί, υποτάχθηκε στην απαίτηση του ισχυρού επισκόπου Μεδιολάνων Αμβρόσιου (περ. 338-397) και επέδειξε τη μετάνοιά του, έως ότου γίνει και πάλι δεκτός στα θεία μυστήρια. Λίγο αργότερα ξέσπασε νέα μεγάλη κρίση στην Αντιόχεια, όπου μεγάλα πλήθη ξεσηκώθηκαν εναντίον της βαριάς φορολογίας. Αυτή τη φορά ωστόσο η μεσολάβηση του Λιβάνιου και του τοπικού επισκόπου αποσόβησαν τα χειρότερα. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος (περ. 347-407) ανέλαβε να εμψυχώσει το τρομοκρατημένο πλήθος που κατέκλυσε τη μεγάλη εκκλησία της πόλης αναμένοντας την αυτοκρατορική τιμωρία.

Ο Θεοδόσιος κληροδότησε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στους δύο γιους του, το ανατολικό της τμήμα στον Αρκάδιο και το δυτικό στον Ονώριο. Η αυτοκρατορία είχε κυβερνηθεί πολλές φορές στο παρελθόν από δύο ή περισσότερους αυτοκράτορες, αλλά αυτή, όπως αποδείχτηκε, ήταν η οριστική της διαίρεση. Μέσα στον επόμενο αιώνα το δυτικό τμήμα της έμελλε άλλωστε να καταλυθεί από τους Γότθους. Την κατάκτηση της Ρώμης από βαρβάρους το 410 επέλεξε ως ορόσημο για την ιστορική του αφήγηση ο Ζώσιμος. Αφοσιωμένος καθώς ήταν στην παραδοσιακή θρησκεία των Ελλήνων, απέδωσε την παρακμή και την κατάρρευσή της στην επικράτηση του χριστιανισμού. Το έργο του, που αποτελεί την πληρέστερη ιστορική αφήγηση για τα γεγονότα του 4ου αιώνα, αποδίδει τον «εκβαρβαρισμό» της αυτοκρατορίας στην περιφρόνηση και την καταπολέμηση των θεών που της είχαν προσδώσει αιώνια δόξα. Το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας συνέχισε ωστόσο να υπάρχει για χίλια ακόμη χρόνια. Οι νεότεροι ιστορικοί έχουν συνηθίσει να το αποκαλούν Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ οι κάτοικοί της τη θεωρούσαν συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με επίσημη θρησκεία τον χριστιανισμό και έδρα την Κωνσταντινούπολη.

Δημήτρης I. Κυρτάτας