Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός

των Δ. Ι. Κυρτάτα και Σπ. Ι. Ράγκου
Ίδρυμα ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

2.3. Η πόλη παραμένει ίδια αλλά οι κάτοικοί της έχουν αλλάξει

Ο Θέογνις έζησε τον 6ο αιώνα και προερχόταν από παλαιά αριστοκρατική οικογένεια των Μεγάρων (Κακριδής 2.4.Β.iii.δ [σ. 72]). Από τον πατέρα και τον παππού του θα είχε ασφαλώς ακούσει πόσο καλά ήταν στο παρελθόν τα πολιτικά πράγματα, τότε που η εξουσία των ἀρίστων δεν είχε ακόμη αμφισβητηθεί. Ο ίδιος όμως ζούσε σε περίοδο μεγάλων αλλαγών. Ο πλουτισμός πολλών ανθρώπων από τις κατώτερες τάξεις, που συνέβη με την αναδιανομή των γαιών και την αύξηση των εσόδων του αγροτικού κόσμου, συνεπαγόταν την ενεργό συμμετοχή τους στην πολιτική διοίκηση του τόπου. Η πόλη είχε ανάγκη από περισσότερους οπλίτες, και έτσι το σώμα των πολιτών διευρύνθηκε. Ο Θέογνις δεν ήταν σύμφωνος με αυτό τον νεωτερισμό.

Η οικονομικά και πολιτικά τονωμένη αυτοπεποίθηση οδηγεί σε μεγαλύτερες κοινωνικές αξιώσεις. Τα ήθη όμως και ο τρόπος ζωής αλλάζουν με βραδύτερους ρυθμούς και απαιτούν την πάροδο δύο ή τριών γενεών. Στην απόσταση ανάμεσα στην οικονομικοπολιτική δύναμη, από τη μια, και την κοινωνική συμπεριφορά, από την άλλη, εστίασε την προσοχή του ο αριστοκράτης ποιητής και θεώρησε απρεπή και δυνητικά καταστροφική για τον τόπο του την πολιτική ενδυνάμωση απλών αγροτών. Εξάλλου, τα νέα προνόμια της ανερχόμενης τάξης έθιγαν τα κεκτημένα συμφέροντα του ίδιου και των ομοίων του και αμφισβητούσαν την (αναντίρρητη πριν) κοινωνική και ηθική πρωτιά τους. Τους νεόπλουτους που έβλεπε να ξεφυτρώνουν παντού γύρω του ο Θέογνις τους αποκάλεσε κακούς, για να υπογραμμίσει την κατώτερη και άξεστη κοινωνική τους προέλευση. Κάποιοι είχαν ήδη εγκατασταθεί στο άστυ, ενώ οι πραγματικοί αστοί, στους οποίους ανήκε και ο ίδιος, ήταν ἐσθλοί και ἀγαθοί. Στην ιδεολογική αντιπαράθεσή του με τους ανερχόμενους αγρότες των Μεγάρων ο ποιητής μεταχειρίστηκε την ομηρική σημασία του κακοῦ, που δηλώνει τον δειλό και άνανδρο στη μάχη. Ο Θέογνις ανήκε ακόμη στη γενιά των ευγενών, που έβλεπαν τις κοινωνικές διαφορές να αντικατοπτρίζονται στα σώματα των ανθρώπων. Μπορούσε, όπως σημειώνει υπερήφανα, να διακρίνει αμέσως έναν ελεύθερο από έναν δούλο. Απευθυνόμενος στον νεότερο, επίσης αριστοκράτη, φίλο του Κύρνο, ο Θέογνις γράφει:

Κύρνε, αυτή εδώ η πόλη είναι ακόμη ίδια, όμως οι κάτοικοι έχουν αλλάξει

και δεν γνώρισαν ποτέ τους μήτε τη δικαιοσύνη μήτε νόμους,

μα τα πλευρά τους τα κατέτριβαν δέρματα κατσικίσια

και ζούσαν κι έτρωγαν μακριά απ᾽ την πόλη σαν τα ελάφια.

Τώρα αυτοί είναι οι καλοί, άριστε Κύρνε, και οι πριν καλοί

τώρα είναι ασήμαντοι. Ποιος άραγε μπορεί να τα ανέχεται όλα αυτά;

Η κοινωνική και οικονομική αναστάτωση στα Μέγαρα εγκυμονούσε πραγματικούς πολιτικούς κινδύνους. Ο μεγαλύτερος από αυτούς ήταν η εμφύλια σύρραξη (στάσις) -μια συμφορά για όλους- και η εγκαθίδρυση τυραννίας - μια συμφορά για τους ευγενείς. Στο πρόσωπο του Θεαγένη τα Μέγαρα γνώρισαν πράγματι έναν χαρακτηριστικό τύραννο της εποχής. Ο Θέογνις είχε προβλέψει την εξέλιξη αυτή.

Την ίδια περίπου εποχή ο ποιητής Αλκαίος ζούσε και αυτός με πάθος τα πολιτικά γεγονότα του τόπου του και διαδραμάτιζε ενεργό ρόλο σε ορισμένα από αυτά. Με την ανάληψη της εξουσίας από τον Πιττακό, η πολιτική ομαλότητα ανεστάλη και στη Μυτιλήνη ξέσπασε εμφύλια διαμάχη. Ο Αλκαίος συνέθεσε ένα ποίημα για να καταγγείλει την αυθαίρετη κατάληψη της εξουσίας και τα δεινά που την ακολουθούν. Το ποίημα είναι αλληγορικό. Η αποκρυπτογράφησή του βασίζεται σε έναν και μόνο όρο του πρώτου στίχου. Στάσις σημαίνει «επανάσταση» και «εμφύλια διαμάχη», το αιφνίδιο σταμάτημα στη φυσική κίνηση μιας πόλης που αναστέλλει κάθε κανονική λειτουργία της:

Ακατανόητη σ᾽ εμέ η στάσις των ανέμων.

Το ένα κύμα στροβιλίζεται από δω

το άλλο από κει, κι εμείς στη μέση

πλέουμε σε μαύρο πλοίο

ταλαιπωρημένοι απ᾽ τον κακό καιρό.

Νερό καλύπτει του καταρτιού τη βάση

και ήδη τα ιστία είναι διαμπερή.

Ρακένδυτο το σκάφος.

Θυμώνουν οι άγκυρες.

Ήταν μάλλον η πρώτη φορά στην ελληνική γραμματεία που η πολιτεία παρομοιάστηκε με πλοίο. Τόσο επιτυχημένη, μάλιστα, κρίθηκε η παρομοίωση, ώστε έγινε κοινός τόπος στη μεταγενέστερη λογοτεχνία. Στην πρώτη εμφάνισή της, όμως, η εικόνα του ταλαιπωρημένου από την κακοκαιρία καραβιού χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο για να καυτηριαστεί η σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα, αλλά και για να τονωθεί το φρόνημα της αντιπιττακικής πτέρυγας, που θα μπορούσε να ανατρέψει την τυραννία. Όπως στον Τυρταίο, τον Θέογνι ή τον Αθηναίο μεταρρυθμιστή Σόλωνα, έτσι και στον Αλκαίο η πολιτισμένη ποίηση ήταν όπλο στην υπηρεσία της πολιτικής και, αν υπήρχε ανάγκη, του πολέμου - ακόμη και του εμφύλιου.

 

Η αντιπαράθεση των ποιητών δεν γινόταν πάντοτε ανοιχτά, ούτε αφορούσε μόνο την πολιτική σκηνή. Ούτως ή άλλως η τέχνη των υπαινιγμών ήταν εξαιρετικά ανεπτυγμένη. Οι ποιητές δεν χρησιμοποιούσαν μόνο αλληγορίες. Συχνότερα μεταχειρίζονταν παραδοσιακούς μύθους και τους μετασχημάτιζαν για να καταγγείλουν, να επικρίνουν ή να επαινέσουν καταστάσεις που ζούσαν οι ίδιοι, με τρόπο έμμεσο αλλά σαφή, τουλάχιστον στους μορφωμένους.

Στις αρχαίες πατριαρχικές κοινωνίες η φωνή των γυναικών ήταν ισχνή. Η Λέσβος του 6ου αιώνα παρείχε, συγκριτικά με άλλες αρχαϊκές πόλεις, μεγάλη πνευματική ελευθερία στις εύπορες γυναίκες, αφού επέτρεπε να είναι εγγράμματες και να έχουν μουσική καλλιέργεια. Η σημαντικότερη ποιήτρια της αρχαιότητας, η Σαπφώ, δημιούργησε έναν κύκλο μαθητριών όπου νέα κορίτσια μάθαιναν την ποιητική τέχνη -που ήταν τότε αξεχώριστη από τη μουσική- και μορφώνονταν τόσο αισθητικά όσο και ψυχικά. Η ίδια η Σαπφώ εξύμνησε τον έρωτα και το ψυχικό πάθος περισσότερο από οποιονδήποτε άνδρα ομότεχνό της.

Η τύχη μάς έχει διασώσει δύο ολοκληρωμένες παραλλαγές στο ίδιο μυθικό θέμα, που προέρχονται από την ίδια εποχή και από το ίδιο νησί. Ο Αλκαίος και η Σαπφώ ήταν σύγχρονοι, αλλά, επειδή διέφεραν στο φύλο και συνεπώς στη νοοτροπία, χειρίστηκαν τον ομηρικό μύθο της ωραίας Ελένης με τρόπο διαμετρικά αντίθετο (Κακριδής 2.4.Β.ii.β [σ. 64-67]).

Ο Αλκαίος, αναφερόμενος φαινομενικά στο παρελθόν, σχολίαζε ποιητικά:

Όπως το λέει ο μύθος, για τα δικά σου, Ελένη, κρίματα

βρήκε τον Πρίαμο και τους γιους του συμφορά πικρή,

κι από δικό σου φταίξιμο ο Δίας χάλασε στις φλόγες

πανίερο το Ίλιο.

Δεν ήταν τέτοια η νύφη που ο γιος του Αιακού λαμπρός,

καλώντας όλους τους μακάριους θεούς στο γάμο του,

πήγε να φέρει αβρή παρθένα απ᾽ το παλάτι

του Νηρέα

στο αρχοντικό του Χείρωνα, όπου της λύνει

την παρθενική της ζώνη. Κι έσμιξαν στης αγάπης τους

τη θέρμη η άριστη από τις Νηρηίδες κι ο Πηλέας.

Πάνω στον ένα χρόνο

γέννησε εκείνη γιο, ημίθεο, όλβιο

καβαλάρη σε ξανθά πουλάρια. Οι άλλοι όμως

για την Ελένη χάθηκαν και πάνε, οι Φρύγες

με την τειχισμένη πόλη τους.

(μτφρ. Δ. Ν. Μαρωνίτης)

Αντίθετα, η Σαπφώ έγραφε σε τόνο πολύ πιο άμεσα προσωπικό:

Άλλοι το ιππικό, άλλοι το πεζικό, κάποιοι το ναυτικό ορίζουν πως είναι το ομορφότερο πράγμα πάνω στη μαύρη γη. Όμως εγώ εκείνο που καθένας ερωτεύεται.

Κι έχω εξήγηση απλή, όλοι νομίζω θα την ασπαστούν. Γιατί εκείνη, η αξεπέραστη στον κόσμο καλλονή, η Ελένη, παράτησε πανάριστον τον άντρα της κι ανέβηκε στο πλοίο για την Τροία. Ούτε που νοιάστηκε για το παιδί της, μήτε για τους γονείς της. Της συνεπήρε η Κύπρις το μυαλό.

Έτσι κι εγώ αναμνήστηκα την Ανακτορία απούσα. Πώς θα ᾽θελα το εράσμιο βήμα της να δω, τη φεγγοβόλα λάμψη του προσώπου. Όχι αμάξια λυδικά και πάνοπλους πεζούς να μάχονται.

(μτφρ. Δ. Ν. Μαρωνίτης)

Και τα δύο ποιήματα αφορμώνται από το παράδειγμα της ομηρικής Ελένης. Ο Αλκαίος την ψέγει για την πράξη της και τη θεωρεί αιτία δεινών, τη χρησιμοποιεί όμως ως αφορμή για να εξάρει υπαινικτικά τον δοξασμένο Αχιλλέα, που δεν κατονομάζεται ευθέως στην ωδή. Η Σαπφώ, αντίθετα, ταυτίζεται προσωπικά με την ενέργεια της Ελένης, η οποία, μεθυσμένη από έρωτα, ακολούθησε την παρόρμησή της προς το καλύτερο από όλα τα αγαθά: τον αγαπημένο της εραστή.

Ο Αλκαίος αντιπαραθέτει την Ελένη προς τη Θέτιδα, την ομορφότερη κόρη του Νηρέα και μητέρα του Αχιλλέα. Στην αντιπαράθεση αυτή η αρετή της νόμιμης συζύγου, που είναι πιστή στον άνδρα της και μένει σταθερή κολόνα του σπιτιού, αντιδιαστέλλεται προς την επαίσχυντη συμπεριφορά της μοιχαλίδας, που ακολουθεί ερωτικές παρορμήσεις και εγκαταλείπει τον οίκο της. Κατά τον Αλκαίο, το αληθινό καύχημα της ενάρετης συζύγου που εισέρχεται παρθένα στον νόμιμο γάμο της είναι ο ήρωας γιος της, ο καβαλάρης των ξανθών αλόγων.

Η Σαπφώ, αντίθετα, αδιαφορεί για την αίγλη του ιππικού και προσεταιρίζεται το παράδειγμα της Ελένης για να αναφερθεί στον δικό της πόθο για την απούσα Ανακτορία. Το ομηρικό ιδανικό για τον ήρωα που δοξάζεται στη μάχη ανατρέπεται έτσι πλήρως. Η ανδρική αγάπη για τα όπλα και για τη λάμψη του στρατού, που είτε πεζός είτε σε άλογα είτε με άρματα προχωρεί στοιχισμένος για νίκη, γίνεται απλό αντικείμενο υποκειμενικής προτίμησης. Η κοινωνική απαίτηση για έναν νόμιμο σύζυγο ως απαραίτητο συστατικό της γυναικείας ολοκλήρωσης πλαγίως υποσκάπτεται. Και σαν να μην έφταναν αυτά, αθετείται επίσης έμμεσα και η μυθική αγάπη της Ελένης για τον Πάρη. Αντικείμενο του ερωτικού πόθου της ποιήτριας είναι μια ομόφυλη. Εκείνης το πρόσωπο και την εράσμια κίνηση η Σαπφώ θέλει να εγκαταστήσει στο παρόν. Και με την έξοχη τέχνη του λόγου της η ποιήτρια που οι μεταγενέστεροι γραμματικοί θεώρησαν δέκατη Μούσα επιτυγχάνει να φέρει την αφανή Ανακτορία μπροστά στα μάτια μας - όπως θα κατόρθωνε, στο κέντρο του κύκλου των κοριτσιών που διηύθυνε, να την καταστήσει παρούσα, όποτε τραγουδούσε με τη λύρα την απουσία της.

Μέσα από το ίδιο μυθικό θέμα και την έντεχνη αξιοποίησή του διαφαίνονται ορισμένες καίριες διαφορές στην αξιολόγηση του κόσμου από άνδρες και γυναίκες. Διαγράφεται, επίσης, ο ανταγωνισμός δύο ομοτέχνων και η διαφορετική στάση που κρατούν απέναντι στην κοινή ομηρική παράδοση. Διακρίνεται, τέλος, η ορμή αυτοκατάφασης και ατομικής διαφοροποίησης που χαρακτηρίζει κάθε αληθινά πολιτισμένη κοινωνία.

Σπύρος I. Ράγκος