Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαϊκή Λυρική Ποίηση

του Ι. Ν. Καζάζη (με τη συνεργασία της Μαργαρίτας Σωτηρίου)

Α3.2.1. Τραγούδια αφιερωμένα σε θεούς

Ύμνος: πρόκειται για λατρευτικό τραγούδι αφιερωμένο σε κάποιον θεό, σε αντιδιαστολή προς το ἐγκώμιον που επαινούσε κάποιον θνητό (EG 540. 46). Παλαιότερα η λέξη αναφερόταν σε αφηγηματική ποίηση γραμμένη σε δακτυλικό εξάμετρο, όπως οι ύμνοι που παραδίδονται με το όνομα του Ομήρου. Οι μικρότεροι από αυτούς λειτουργούσαν πρωταρχικά ως ένα εισαγωγικό προοίμιο στην απαγγελία ενός έπους που ακολουθούσε. Αντίθετα, στους εκτενέστερους ομηρικούς ύμνους το κομμάτι της εξιστόρησης των κατορθωμάτων του θεού αναπτύχθηκε σε αυτόνομο ποιητικό είδος.

Στον ύμνο ανήκουν επιμέρους μορφές του χορικού άσματος, όπως ο παιάν, ο διθύραμβος ή το προσόδιο. Ύμνοι απαγγέλλονταν σε διάφορες γιορτές θεών και σε αγώνες τραγουδιού. Τυπικά μέρη του ύμνου είναι: η επίκληση του θεού, η μνεία της καταγωγής και των αρετών του, η εξιστόρηση των επιφανών πράξεών του και, τέλος, η παράκληση / χαιρετισμός προς τον θεό. Ανάλογα με το περιεχόμενό του ο ύμνος διακρίνεται σε «ευκτικό» και «απευκτικό» και ανάλογα με τη μορφή του σε «κλητικό» και «υμνικό».

Οι ύμνοι που συνέθεσαν οι λυρικοί ποιητές αποτελούν ποιήματα γραμμένα με στροφική μορφή και λυρικά μέτρα που συνοδεύονταν μουσικά από κιθάρα. Αυτό ισχύει τόσο για τους ύμνους που προορίζονταν για σόλο εκτέλεση (όπως οι ύμνοι της Σαπφώς [απόσπ. 191P], του Αλκαίου και του Αρχίλοχου) όσο και για τους ύμνους της χορικής ποίησης που ακούγονταν στις λατρευτικές εκδηλώσεις προς τιμή των θεών (όπως οι ύμνοι του Αλκμάνα, του Πινδάρου και του Βακχυλίδη).

 

Νόμος: ως μουσικός όρος η λέξη νόμος συνδηλώνει τον «σκοπό» ή τη «μελωδία». Ως ποιητικό είδος παραπέμπει σε ένα μονωδικό τραγούδι που άδεται με συνοδεία κιθάρας ή αυλού είτε για χορικό άσμα προς τιμή του Απόλλωνα (όπως και ο παιάνας). Η εξέλιξη του νόμου συνδέεται με κάποιους μυθικούς μουσικούς της αρχαιότητας, όπως με τον Τέρπανδρο από τη Λέσβο που φέρεται ως ο ευρετής του κιθαρωδικού νόμου, καθώς έντυσε μελωδικά τα ομηρικά και δικά του εξάμετρα συνθέματα, με τον Κλωνά από την Τεγέα που θεωρείται ο διαμορφωτής του αυλωδικού νόμου και με τον Σακάδα από το Άργος, τον πρώτο νικητή στα Πύθια του 582 π.Χ. με έναν οργανικό αυλωδικό νόμο. Θέμα αυτού του πυθικού νόμου ήταν ο αγώνας του Απόλλωνα με τον δράκοντα Πύθωνα. Η παράδοση αναφέρει ότι η φήμη που απέκτησε ο Σακάδας από τις νίκες του σε μουσικούς αγώνες ήταν τέτοια που ακόμη και ο Απόλλωνας, όταν άκουσε την μουσική του, ξεπέρασε την απέχθεια που έτρεφε για τον αυλό.

Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ύφους του νόμου είναι η λιτότητα, η αυστηρότητα, η εμμονή στην τάσιν (= τόνο) και η απαγόρευση κάθε εναλλαγής ρυθμού και αρμονίας. Ο νόμος αποτελείται από επτά μέρη, από τα οποία τα τέσσερα πρώτα αντιστοιχούν στη «βάση» και στο «γύρισμα» (ἀρχά, μεταρχά, κατατροπά, μετακατατροπά) και ζευγαρώνουν κατ' αντιστοιχία. Ο ὀμφαλός, το μεσαίο και πιο σημαντικό μέρος του νόμου, περιέχει τη μυθολογική διήγηση· παλαιότερα η διαμόρφωσή του ήταν άμεσα εξαρτημένη από το έπος. Σφραγίς ονομαζόταν το μέρος εκείνο του νόμου, όπου ο ποιητής μιλούσε για τον εαυτό του, τις σκέψεις και τις επιθυμίες του (Τιμόθεος, Πέρσαι 202-220P). Ο νόμος έκλεινε με τον ἐπίλογο (Τιμόθεος, Πέρσαι 237-240P). Νέα πνοή και μεγαλύτερη ελευθερία στον νόμο έδωσε ο Φρύνις. Οι Πέρσες του Τιμόθεου είναι το καλύτερο δείγμα της νέας μορφής νόμου που έχουμε στη διάθεσή μας.

 

Παιάνας: πρόκειται για χορικό άσμα αφιερωμένο αρχικά στη λατρεία του Απόλλωνα θεραπευτή. Η ετυμολογία του όρου είναι άγνωστη· κάποιοι συνδέουν τη λέξη με το ρ. παίειν (= χτυπώ), άλλοι συνδέουν τον παιάνα με τον Παιάν ή Παιήων, έναν θεό της ιατρικής, ο οποίος στην Ιλιάδα αναφέρεται ως ιατρός των θεών. Αργότερα η μορφή αυτή ταυτίστηκε με τον Απόλλωνα. Τυπικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του παιάνα είναι η λατρευτική κραυγή που επανερχόταν σαν επωδός, η επίκληση του θεού ἰὴ Παιάν. Η κραυγή αυτή ακούγεται ακόμη και ανεξάρτητα από το χορικό αυτό είδος.

Το περιεχόμενο του παιάνα ήταν παρακλητικό ή ευχαριστήριο. Εκτελούνταν σε διάφορες περιστάσεις της κοινωνική ζωής, όπως κατά τη διάρκεια συμποσίων (Αλκμάν 39P), σε λατρευτικές εκδηλώσεις, πριν ή κατά τη διάρκεια πολεμικών αναμετρήσεων κ.α. Στα χρόνια που ακολούθησαν παιάνες τιμούσαν και άλλους θεούς, όπως τον Ασκληπιό, την Άρτεμη και τον Διόνυσο, ενώ σπάνια εκτελούνταν προς τιμή κάποιου θνητού. Δείγματα παιάνων διαθέτουμε από τον Αρχίλοχο, ο οποίος μιλά για το ανάκρουσμα ενός «λέσβιου παιάνα» και σαφώς περισσότερα από τον Πίνδαρο (απόσπ. 52b Sn.-M.) και τον Βακχυλίδη.

 

Διθύραμβος: χορικό άσμα αφηγηματικού περιεχομένου και λατρευτικής λειτουργίας προς τιμή του θεού Διονύσου. Ο Αρίων ήταν ο πρώτος που φέρεται ότι συνέθεσε διθύραμβο, τον τιτλοφόρησε, τον δίδαξε σε χορό και τον εκτέλεσε σε παράσταση στην Κόρινθο. Στην πιο εξελιγμένη μορφή του ο διθύραμβος θα ξεφύγει από τα όρια του διονυσιακού μύθου, θα εμπλουτιστεί με νέα στοιχεία και θα αποτελέσει τεχνικά τον προθάλαμο της τραγωδίας. Σιγά σιγά όμως το διονυσιακό χορικό τραγούδι αποσπάται από το λατρευτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ακολουθεί αυτόνομη πορεία καθώς θα καλλιεργηθεί από πολλούς ποιητές.

Στον Λάσο τον Ερμιονέα και στη μουσική θεωρία που διατύπωσε το β' μισό του 6ου αι. οφείλει ο διθύραμβος την καλλιτεχνική διαμόρφωσή του. Κάτω από την επίδρασή του καθιερώθηκαν στην Αθήνα την εποχή του Ιππάρχου αγώνες διθυράμβου ανεξάρτητοι από αυτούς της τραγωδίας στις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές. Η εκτέλεση διθυράμβων στα Μ. Διονύσια και στα Λήναια συνιστά τη νέα έκφραση της διονυσιακής λατρείας και συμβάλλει καθοριστικά στην πολιτική και κοινωνική ζωή της πόλης με τη συμμετοχή του δήμου και την ουσιαστική υποστήριξη του τυράννου. Ολόκληροι σώζονται διθύραμβοι του Βακχυλίδη (απόσπ. 18 Sn.-M.) και σπαραγματικά του Πινδάρου (απόσπ. 1 Sn.-M.).

 

Προσόδιον: πομπικό τραγούδι που ψαλλόταν με συνοδεία αυλού καθοδόν προς τους βωμούς και τους ναούς των θεών. Ο Κλωνάς αναφέρεται ως ο πρώτος συνθέτης προσοδίων. Ο Παυσανίας (4. 32. 2) αναφέρει στίχους από πολύ πρώιμο παράδειγμα προσοδίου προς τιμή του Απόλλωνα που ανέθεσαν οι Κορίνθιοι να συνθέσει ο Εύμηλος από την Κόρινθο. Προσόδια σε «δώριο τρόπο» έγραψαν ο Αλκμάνας, ο Σιμωνίδης, ο Πίνδαρος και ο Βακχυλίδης (απόσπ. 11-12, 13 Sn.-M.). Αν και το λυρικό αυτό είδος δεν μαρτυρείται αρκετά στις γραπτές πηγές διαθέτουμε αρκετές παραστάσεις πομπικών τραγουδιών στην πλαστική τέχνη.

 

Υπόρχημα: πρόκειται για χορικό άσμα με όρχηση. Αλλιώς ονομάζεται πυρρίχη. Καθώς όλη η χορική ποίηση χορεύεται, το όνομα πρέπει να δηλώνει ότι πρόκειται για ιδιαίτερα ζωηρό τραγούδι που συνοδεύεται από μιμητικά βήματα και ερμηνευτικές χειρονομίες.

Αναφορές στο λυρικό αυτό είδος γίνονται ήδη στον Όμηρο και ειδικότερα στην ασπίδα του Αχιλλέα. Ωστόσο σε αυτή την πρώιμη φάση εκτέλεσής του το υπόρχημα δεν είχε αυστηρά χορικό χαρακτήρα, αφού στα ομηρικά ποιήματα ο Δημόδοκος τραγουδά μόνος του. Πατρίδα του υπορχήματος αναφέρεται η Κρήτη και η Σπάρτη, ενώ ο Θάλητας από την Γόρτυνα θεωρείται ως ο πρώτος συνθέτης τέτοιων τραγουδιών. Απόσπασμα υπορχήματος σώζεται με το όνομα του Πρατίνα του Φλειασίου, ενώ σπαράγματα έχουμε στη διάθεσή μας από τα υπορχήματα του Πινδάρου και του Βακχυλίδη (απόσπ. 14 και 15 Sn.-M.). Χάρη στα λείψανα που διαθέτουμε από υπορχήματα του Πινδάρου διαπιστώνουμε ότι: ο χορός του υπορχήματος ονομάζεται «κρητικός τρόπος», τα υπορχήματα είναι γραμμένα σε κρητικό μέτρο και, τέλος, έχουν μύθο και γνώμες, χωρίς να είναι σαφής η θέση τους στο ποίημα.