Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαϊκή Λυρική Ποίηση

του Ι. Ν. Καζάζη (με τη συνεργασία της Μαργαρίτας Σωτηρίου)

Α3.1. Διαίρεση της λυρικής ποίησης

Το είδος του συνοδευτικού οργάνου συνιστά τη βάση για την πρωτοβάθμια διαίρεση της λυρικής ποίησης σε δύο υποσύνολα: αφενός στην κυρίως λυρική ποίηση και αφετέρου στην ιαμβογραφία και την ελεγειακή ποίηση. Τα είδη, ωστόσο, δεν οριοθετούνται με σαφή και απόλυτο τρόπο καθώς ένα όργανο προσγράφεται σε περισσότερα από ένα λυρικά είδη ή ένα λυρικό είδος συνοδεύεται μουσικά από δύο όργανα.

Η διάλεκτος συνιστά ένα ακόμη κριτήριο για τη διάκριση των ποιητικών γενών και των ειδών τους. Στον αντίποδα της διαλεκτικής ποικιλίας που χαρακτηρίζει την επική ποίηση (την οποία ακολουθούν η ελεγεία και ο ίαμβος) στη χορική ποίηση κυριαρχεί σαφώς ένας δωρικός χρωματισμός, ενώ στη λεσβιακή μονωδία εμφανέστατο είναι το αιολικό στοιχείο. Η διαλεκτική αυτή διάκριση και η αντιστοιχία προς τις τρεις γεωγραφικές περιοχές του ελληνισμού οδήγησαν στην υπόθεση της ύπαρξης τριών ξεχωριστών σχολών λυρικής ποίησης με διαφορές τεχνικές και ιδεολογικές: μιας ιωνικής, μιας αιολικής και μιας δωρικής.

    Τριπλή είναι η διαίρεση της λυρικής ποίησης και ως προς τη μετρική μορφή. Στη θέση του στιχικά επαναλαμβανόμενου δακτυλικού εξαμέτρου της επικής ποίησης, στην κυρίως λυρική ποίηση χρησιμοποιείται μια μεγάλη ποικιλία μέτρων μη απαγγελτικού αλλά τραγουδιστικού χαρακτήρα, οργανωμένα σε (ποικιλομεγέθεις) στίχους, και κάποτε σε στροφές. Στην ελεγεία, το ποίημα αποτελείται από ελεγειακά δίστιχα με μετρικό κύτταρο τον δάκτυλο. Τέλος, στην ιαμβογραφία χρησιμοποιούνται άλλοτε ίαμβοι στη μορφή ιαμβικού τρίμετρου και άλλοτε τροχαίοι στη μορφή τροχαϊκού τετραμέτρου.

Η διαίρεση δευτέρου βαθμού αφορά κατ' αποκλειστικότητα την κυρίως λυρική ποίηση, η οποία ήδη από την αρχαιότητα και την εποχή του Πλάτωνα ταξινομείται σε χορική και μονωδική. Ωστόσο, τα όρια μεταξύ χορικού λυρισμού και μονωδίας δεν είναι πάντοτε απολύτως διακριτά, αφού είδη όπως ο ύμνος ή το σκόλιο εκτελούνται είτε solo είτε από χορό.

Κείμενο, μελωδία, μουσική συνοδεία και όρχηση συστήνουν τη χορική ποίηση ως την πιο σύνθετη από τις δύο μορφές λυρικής ποίησης. Ο μεγάλος αριθμός βηματισμών της χορικής εκτέλεσης απαιτεί τη δημιουργία στροφών μακρότερων εκείνων της μονωδίας, ενώ η τάση για την αποφυγή της μονοτονίας (πιεστικότερη στις μακρότερες συνθέσεις) επιβάλλει την κατασκευή ολοένα και πιο σύνθετων μέτρων, που εξελίσσουν και ανανεώνουν ριζικά τα παραδεδομένα, με ολοένα και πιο ποικίλους συνδυασμούς. Έτσι από τις απλούστερες μετρικές μορφές που απαντούν στον πρώιμο Στησίχορο φτάνουμε στις πολυσύνθετες πινδαρικές· ούτε μία από τις χορικές ωδές του Πινδάρου και του Βακχυλίδη δεν αντιγράφει το μετρικό σχήμα άλλης (γνωστής) ωδής. Αντίθετα οι σαπφικές ή οι αλκαϊκές ωδές είναι βραχείες με σταθερά επαναλαμβανόμενη και αναλλοίωτη μετρική μορφή. Τα εξόχως περίτεχνα χορικά της τραγωδίας έγιναν δυνατά ακριβώς μετά από την, και χάρη στην τεχνική αυτή πρόοδο της λυρικής ποίησης. Το χορικό άσμα εκφράζει ως επί το πλείστον τη συλλογική συνείδηση και λιγότερο την προσωπική άποψη του δημιουργού του, όπως συμβαίνει στη μονωδία. Αυτό δεν σημαίνει ότι η μονωδία αποτελεί μέσο έκφρασης της ενδόμυχης υποκειμενικότητας. Ο ίδιος ποιητής έχει τη δυνατότητα να συνθέτει μονωδικά και χορικά άσματα ταυτόχρονα. Η Σαπφώ είναι ένα παράδειγμα γι' αυτό.

Η διαίρεση τρίτου βαθμού αφορά τα λυρικά τραγούδια και την ταξινόμησή τους σε υποκατηγορίες ανάλογα με την ταυτότητα του αποδέκτη τους. Έτσι έχουμε τραγούδια αφιερωμένα σε θεούς που είναι ο Ὕμνος, το Προσόδιον και ο Διθύραμβος, ενώ στα αφιερωμένα σε ανθρώπους τραγούδια εγγράφονται το Ἐγκώμιον με τις επιμέρους μορφές του το Ἐπινίκιον, το Σκόλιον και το Ἐρωτικόν.