Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαϊκή Λυρική Ποίηση

του Ι. Ν. Καζάζη (με τη συνεργασία της Μαργαρίτας Σωτηρίου)

Α3.2.2. Τραγούδια αφιερωμένα σε ανθρώπους

Υμέναιος - επιθαλάμιον: όροι που παραπέμπουν σε γαμήλια τραγούδια τα οποία αν και άδονταν σε διαφορετικές φάσεις του γαμήλιου τελετουργικού στις πηγές μας χρησιμοποιούνται και οι δύο παράλληλα και εναλλακτικά.

Ο υμέναιος αναφέρεται στο γαμήλιο άσμα που ακούγεται κατά τη μεταφορά της νύφης στο νέο της σπιτικό μέσα στην άμαξα με τη συνοδεία συζύγου και παρανύμφου. Η ονομασία Ὑμέναιος προέρχεται από την επίκληση Ὑμὴν ὦ Ὑμέναιε, που επαναλαμβάνεται στο τραγούδι και απευθυνόταν στον Ὑμένα, προστάτη-θεό των γάμων. Έτσι σιγά σιγά τα τραγούδια αυτά αποκτούν θρησκευτικό χαρακτήρα. Υμέναιοι αναφέρονται ήδη στον Όμηρο. Σημαντικά δείγματα του ποιητικού αυτού είδους διαθέτουμε από τη Σαπφώ (απόσπ. 229, 230, 231P).

Ο όρος επιθαλάμιον σημαίνει «κοντά στον γαμήλιο κοιτώνα» ή «προ του νυφικού θαλάμου». Πρόκειται για ένα πομπικό άσμα τελετουργικού χαρακτήρα αδόμενο από χορό νεαρών ανδρών και γυναικών όταν το νυφικό ζευγάρι έφτανε μπροστά στη νυφική παστάδα. Το άσμα αυτό συνδέεται πολύ συχνά με αστεϊσμούς, πειράγματα και ειρωνείες. Σε παιάνα του Πινδάρου (απόσπ. 22Sn.-M. = 52W) αναφέρεται ο «λύδιος τρόπος» σε σχέση με τα τραγούδια του γάμου. Η Σαπφώ είναι η πρώτη που έδωσε στο επιθαλάμιο λογοτεχνική μορφή. Αν και θεωρείται η κυριότερη εκπρόσωπος του ποιητικού αυτού είδους, σώζονται ελάχιστοι στίχοι από τα επιθαλάμιά της, τα οποία είναι συγκεντρωμένα στο 9ο βιβλίο των απάντων της (Σαπφώ απόσπ. 228, 224P).

 

Θρήνος (επικήδειον): άσμα αφιερωμένο στους νεκρούς. Συνιστά λογοτεχνική εξέλιξη του μοιρολογιού, είχε λατρευτικό χαρακτήρα και εκτελούνταν στο πλαίσιο τελετής που συνοδευόταν από δείπνο, είτε στο σημείο ενταφιασμού των πεσόντων (εφόσον επρόκειτο για πολεμιστές), είτε σε οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο μνημείο ή κενοτάφιο. Αποσπάσματα θρήνων που φτάνουν ως τις μέρες μας δείχνουν ότι ένας πρωτοστατεί (ἐξῆρχε γόοιο) και οι πολλοί συνοδεύουν βγάζοντας απλώς θρηνητικές κραυγές. Χαρακτηριστικά παραδείγματα θρήνου είναι το άσμα που άδουν οι επαγγελματίες τραγουδιστές πάνω από τη νεκρική κλίνη του Έκτορα ενώ οι Τρωαδίτισσες αποκρίνονται με θρηνητικές κραυγές ή όταν οι Μούσες θρηνούν σε «αμοιβαίο τραγούδι» τον νεκρό Αχιλλέα. Ο Σιμωνίδης (απόσπ. 357, 362, 371P) ήταν ο πρώτος που ανήγαγε τον θρήνο σε λογοτεχνικό είδος. Κατάλληλος για τους θρήνους θεωρούνταν στην αρχαιότητα ο «λύδιος τρόπος». Σύμφωνα με την παράδοση ο μυθικός αυλητής Όλυμπος συνέθεσε θρηνητική μελωδία για σόλο αυλό σε λύδιο τρόπο. Για το ιδιαίτερα υψηλό τονικό ύψος του, ο Πλάτωνας τον απέκλεισε από την ιδανική του πολιτεία.

 

Επινίκιον: πρόκειται για μια ιδιαίτερη μορφή εγκωμίου που εξυμνεί τους νικητές των διαφόρων αγωνισμάτων στις τέσσερις μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις της αρχαιότητας (Ολύμπια, Πύθια, Νέμεα, Ίσθμια). Οι ωδές αυτές εκτελούνταν κυρίως στην πατρίδα και πιο σπάνια στον τόπο διεξαγωγής του εκάστοτε αγώνα. Είναι γραμμένες σε τριαδική μορφή (στροφή, αντιστροφή, επωδός), πραγματεύεται συγκεκριμένα θέματα (έπαινος του νικητή, της οικογένειάς του, της πατρίδας του, προπονητή του) και έχει τυπική δομή (ιστορικές συνθήκες, μύθος, γνωμικό). Συχνότερα όργανα συνοδείας της επινίκιας ωδής είναι τα έγχορδα ενώ σπάνια χρησιμοποιείται ο αυλός. Οι κυριότεροι δημιουργοί του λυρικού αυτού είδους είναι ο Σιμωνίδης, ο Πίνδαρος (Ολ. 4 Sn.-M.) και ο Βακχυλίδης (ωδή 3 Sn.-M.). Από αυτούς ο Πίνδαρος έφερε στο επινίκιο άσμα την τελειότητα σε μορφή και έκφραση.

 

Εγκώμιον: με τον όρο εγκώμιον εννοούμε ένα εορταστικό τραγούδι προς τιμή κάποιου θνητού (κατ' αντιδιαστολή προς τον ύμνο). Ετυμολογικά η λέξη παραπέμπει στο τραγούδι που εκτελείται στο πλαίσιο μιας γιορτής ή ενός συμποσίου προς τιμή συγκεκριμένου προσώπου. Σε αντίθεση προς τον έπαινο των επινικίων, στα εγκώμια ο έπαινος του προσώπου είναι γενικός και δεν αφορμάται από κάποια αθλητική νίκη. Ωστόσο, η περίσταση εκτέλεσης του εγκωμίου δεν είναι τόσο επίσημη όσο η αντίστοιχη του επινικίου, στο πλαίσιο της οποίας ολόκληρη η πόλη γιορτάζει μαζί με τον νικητή και την οικογένειά του. Μουσικά συνοδευτικά όργανα της επινίκιας ωδής είναι η φόρμιγγα, η λύρα και ο αυλός. Στα χρόνια που ακολούθησαν και μέχρι την εποχή του Πλάτωνα τα εγκώμια υφίστανται κάποιες αλλαγές και φτάνουν να χρησιμοποιούνται όπως και ο ύμνος, προς τιμή των θεών. Έξοχο δείγμα εγκωμίου διαθέτουμε από τον Ίβυκο (απόσπ. 263P) αλλά ο Σιμωνίδης, ο Πίνδαρος και ο Βακχυλίδης είναι κυρίως οι ποιητές που επιδόθηκαν σε αυτό το ποιητικό είδος. Οι Αλεξανδρινοί συνέλεξαν, ταξινόμησαν και εξέδωσαν τα εγκώμια των παραπάνω ποιητών σε ιδιαίτερα «βιβλία».

 

Σκόλιον (παροίνιον): η λέξη προέρχεται από το επίθετο σκολιός που σημαίνει «λοξός, στρεβλός». Το λεγόμενο συμποτικό τραγούδι (παροίνιον) εντάσσεται στη γενική κατηγορία του εγκωμίου. Αδόταν είτε solo είτε από ομάδα συμποσιαστών (όπως τα συμποτικά τραγούδια του Ίβυκου, του Πινδάρου και του Βακχυλίδη) με συνοδεία λύρας. Αρχαίες πηγές μαρτυρούν την ύπαρξη τριών ειδών τραγουδιού κατά το συμπόσιο: με το πέρας του τραγουδιού όλη η συντροφιά τραγουδούσε τον παιάνα, στη συνέχεια ο καθένας με τη σειρά έλεγε κάτι μόνος του (Ανακρέων απόσπ. 300P) και στο τέλος τραγουδούσαν κατ' άνδρα μόνο όσοι διέθεταν μεγαλύτερες φωνητικές, ίσως και ποιητικές, ικανότητες. Γι' αυτό και η φράση σκόλιον μέλος πιθανώς να προήλθε από αυτή την ανομοιογενή πορεία του τραγουδιού. Επιπροσθέτως πληροφορούμαστε ότι όποιος έπαιρνε τον λόγο για να τραγουδήσει κρατούσε στο χέρι του κλαδί δάφνης ή μυρτιάς, όπως επίσης και ότι όποιος επιθυμούσε συνόδευε το τραγούδι του μουσικά. Θεματικά τα σκόλια ασχολούνται είτε με την πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα είτε εκφράζουν προσωπικά συναισθήματα και απόψεις. Ο Αθήναιος στο 15ο βιβλίο των Δειπνοσοφιστών του μας διέσωσε μια μικρή συλλογή από ανώνυμα αττικά σκόλια που χρονολογούνται στα τέλη του 6ου και τις αρχές του 5ου αι. π.Χ.

 

Παρθένιον (και Παρθένειον): υμνητικό άσμα προς τιμή των θεών που άδεται από χορό νεαρών κοριτσιών αριστοκρατικών οικογενειών με συνοδεία αυλού. Κατά την εκτέλεση του άσματος οι νεανίδες συνδιαλέγονται με τον αρχηγό του χορού που τις περισσότερες φορές είναι ο ίδιος ο συνθέτης. Το ποιητικό αυτό είδος αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στην Ιωνία και την Αθήνα, στα χέρια, ωστόσο, του Αλκμάνα στη Σπάρτη απέκτησε την ιδιαίτερη μορφή του (Αλκμάν απόσπ. 12P).

 

Επίγραμμα: σύντομη επιγραφή σε ελεγειακό δίστιχο χαραγμένη στη βάση αγαλμάτων (αναθηματικό επίγραμμα), ταφόπετρες (επιτύμβιο επίγραμμα) ή άλλα αναθηματικά αντικείμενα. Στον Σιμωνίδη τον Κείο αποδίδονται πολλά από τα ανώνυμα επιγράμματα της αρχαιότητας που διασώζονται στην Παλατινή Ανθολογία (Σιμωνίδης απόσπ. 105D). Ποιητικές συλλογές επιγραμμάτων εμφανίζονται τον 4ο αι. π.Χ. όταν το επίγραμμα γίνεται λογοτεχνικό είδος που χρησιμοποιείται σε πολλές και διαφορετικές περιστάσεις της κοινωνικής ζωής.

 

Αρχαία Κείμενα

Σαπφώ 191P, Τιμόθεος, Πέρσαι 202-220, 237-240P, Αλκμάν 39P, Πίνδαρος απόσπ. 52, 1Sn.-M., Παυσανίας 4. 32. 1, Βακχυλίδης απόσπ. 11, 12, 13, 14, 15Sn.-M., Σαπφώ 229, 230, 231P, Πίνδαρος απόσπ. 22Sn.-M. = 52W, Σαπφώ απόσπ. 228, 224P, Σιμωνίδης 357, 362, 371P, Πίνδαρος Ολ. 4Sn.-M., Βακχυλίδης ωδή 3Sn.-M., Ίβυκος απόσπ. 263P, Ανακρέων 300P, Αθήναιος, Δειπνοσοφιστές 15, Αλκμάν 12P, Σιμωνίδης 105D.