Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαϊκή Λυρική Ποίηση

του Ι. Ν. Καζάζη (με τη συνεργασία της Μαργαρίτας Σωτηρίου)

Α3.3.2. Ελεγεία

Η προέλευση και εξέλιξη του λυρικού αυτού είδους ήταν άγνωστη και για τους αρχαίους. Ωστόσο, κείμενο, περιεχόμενο και χρήση του αυλού ως μουσικού οργάνου συνοδείας υποδηλώνουν ξένη καταγωγή, ενώ διάλεκτος και στίχος μάς γυρίζουν πίσω στον ομηρικό-ιωνικό κόσμο της Μικράς Ασίας. Η λέξη ἐλεγεία ή ἐλεγεῖον πρωτοεμφανίζεται τον 5ο αι. π.Χ. για να χαρακτηρίσει τον πεντάμετρο του «ελεγειακού διστίχου» (= δακτυλικός εξάμετρος + πεντάμετρος). Συνεπώς, ελεγεία είναι η ποίηση που είναι γραμμένη σε ελεγειακά δίστιχα. Προέρχεται από τη λέξη ἔλεγος, η οποία στον Ευριπίδη και αλλού χρησιμοποιείται για το μοιρολόι, τον αδόμενο θρήνο (Πρόκλος, Χρηστομάθεια 319b), ειδικά τον θρήνο που προέρχεται από την Ανατολή (Λυδία, Φρυγία), με την οποία ήρθαν σε επαφή οι Έλληνες.

Παράβαλε την αρμενική λέξη elegn = «καλάμι», σύριγγα που μπορεί να ήταν φρυγικό γλωσσικό δάνειο. Η υπόθεση είναι πιθανή, γιατί συμφωνεί και με την αρχαία παράδοση, κατά την οποία από τους Φρύγες παρέλαβαν οι Έλληνες τον αυλό, το συνοδευτικό όργανο της ελεγείας (Θέογνις 533: ὑπ' αὐλητῆρος ἀείδων). (Αντίθετα, η συχνά υποτιθέμενη σχέση της ελεγείας τάχα με θρηνητική ποίηση δεν στηρίζεται σε επαρκή τεκμήρια).

Ωστόσο, ήδη από την πρώτη εμφάνισή της, η ελληνική ελεγεία παρουσιάζεται αποσυσχετισμένη από τη θρηνωδία -χρησιμοποιείται για κάθε λογής θέματα, χωρίς περιορισμό. Όλα τα χαρακτηριστικά αυτού του είδους είναι ιωνικά: το επιγραμματικό ύφος, η αγάπη για τον λογικό και λεκτικό παραλληλισμό και την αντίθεση, η σαφήνεια, ένας τόνος υψηλός, με γνωμική σοφία και παραινετική τάση. Αν η μονωδία συνδέεται με τον αιολικό κόσμο και τη γλώσσα, και το χορικό άσμα με τον δωρικό και λογοτεχνική δωρική, η ελεγεία είναι πέρα για πέρα ιωνικό δημιούργημα.

Ο ελεγειακός ποιητής αρχικά συνέθετε τα ποιήματά του για συνοδεία με αυλό. Συχνότερα θέματα της ελεγείας είναι η επικαιρότητα, η πολιτική, η παρότρυνση σε πόλεμο (με σκοπό την προστασία της πατρίδας και της οικογένειας), η αρετή, η γενναιότητα, ο έρωτας και ο θάνατος. Τον 5ο αι. π.Χ. η ελεγεία παίρνει τη μορφή συμποσιακής ποίησης που προσφέρει αναψυχή, παραίνεση και διδαχή. Σύντομα ή εκτενή επιγράμματα σε ελεγειακά δίστιχα συνέχισαν να γράφονται ως το τέλος της βυζαντινής εποχής, και ως τις μέρες μας αποτελούν το κατεξοχήν εκφραστικό όχημα των λογίων για όλες τις περιστάσεις.

Η αρχαία ελεγεία, από τη φύση της είδος διδακτικό και παραινετικό, απευθύνεται είτε σε μια κοινότητα (σε κύκλο φίλων, συμπολεμιστών, πολιτικών οπαδών, ή και σε ολόκληρη την πόλη) είτε σε άτομα των προηγούμενων κατηγοριών. Παρά τον συχνά προσωπικό τόνο της, αρθρώνει σε κάθε περίπτωση λόγο δημόσιο. Κατά την αρχαϊκή εποχή η ελεγεία εκτελείται προφορικά σε πολλές και διαφορετικές περιστάσεις της κοινωνικής ζωής. Στη χορεία των πιο σημαντικών ελεγειακών ποιητών ανήκουν ο Καλλίνος, ο Τυρταίος και ο Αρχίλοχος. Κυριότερος εκπρόσωπος της ερωτικής ελεγείας θεωρείται ο Μίμνερμος, ενώ ο Σόλωνας και ο Θέογνις εξέφρασαν μέσα από τα ελεγειακά τους ποιήματα τις πολιτικές τους απόψεις.

Συγγενικό προς, και κάποτε μη διακρινόμενο από την ελεγεία, αποδείχθηκε προπάντων το επίγραμμα, είδος με αξιοθαύμαστη αντοχή στον χρόνο. Συνθεμένο κατεξοχήν σε ελεγειακά δίστιχα, λιγότερο συχνά σε δακτυλικούς εξαμέτρους, σπάνια σε άλλα μέτρα. Χάρη στην απεριόριστη θεματική ελευθερία του, στο ευρύ φάσμα «λυρικών» διαθέσεων που άνετα φιλοξενεί και στην ευρηματική κατάληξη, το κριτήριο επιτυχίας του είδους, ο μικρός Πρωτέας της ελληνικής ποίησης, αφού επηρέασε τη ρωμαϊκή ποίηση, διέγραψε τροχιά μακροβιότερη από κάθε άλλο αρχαίο ποιητικό είδος: καλλιεργήθηκε σε όλο το Βυζάντιο και την Αναγέννηση, και εξακολουθεί ως σήμερα να αποτελεί το κατεξοχήν προσφιλές όχημα ποιητικής έκφρασης των λογίων και των ελληνιστών.

 

Αρχαία Κείμενα

Πρόκλος, Χρηστομάθεια 319b