Εξώφυλλο

Μελέτες για την Αρχαία Μακεδονία

Προς τη γένεση των πόλεων

Εκδότης: Δημήτριος Β. Γραμμένος

  • 13. Το νότιο τμήμα του δρόμου της ρωμαϊκής εποχής ύστερα από την αποκατάστασή του.

  • 14. Το νότιο τμήμα του δρόμου και τα οικοδομικά κατάλοιπα της εποχής του Σιδήρου.

  • 15. Υπολείμματα εστίας ή φούρνου ,στο νότιο τμήμα του ορθογώνιου κτιρίου Δ.

  • 16. Το βόρειο τμήμα του κτιρίου Δ όπως αποκαλύφθηκε στα κατώτερα στρώματα της ρωμαϊκής οικίας ΙΙΙ. Στο βάθος διακρίνεται ο λαξευμένος στο βράχο υπόγειος χώρος.

  • 17. Τα δύο πιθάρια που βρέθηκαν στη θέση τους στον πιθεώνα του κτιρίου Δ.

  • 18. Το ακέραιο οξυπύθμενο πιθάρι μετά τη συγκόλλησή του.

  • 19. Οστά ζώων από το εσωτερικό του οξυπύθμενου πιθαριού.

  • 20 .Από την ανασκαφή στα κατώτερα στρώματα του ρωμαϊκού δρόμου , όπου συνεχιζόταν ο πιθεώνας του κτιρίου Δ. Μπροστά διακρίνεται το ακέραιο πιθάρι όπως βρέθηκε κατά την ανασκαφή.

  • 21. Το ακέραιο πιθάρι μετά τη συγκόλλησή του.

  • 22. Λίθινο αντικείμενο με 9 οπές από το βόρειο τμήμα του κτιρίου Δ.

  • 23. Από τον υπόγειο χώρο του κτιρίου Δ. ΥπΠΓ ΙΙΙb – YΓ Ιa .800 – 750 π. Χ.

  • 24. Τμήμα από τη συμπαγή στρώση καθαρού πηλού στο νότιο τμήμα του δρόμου. Διακρίνονται λάκκοι με πιθάρια που διακόπτονται από το ρωμαϊκό αναλημματικό τοίχο.

  • 25. ΜΚ 8430 . Μόνωτο κύπελλο με εγκοπές στο χείλος. Βρέθηκε σε λάκκο κάτω από τη στρώση του πηλού στο νότιο τμήμα του δρόμου.

  • 26. ΜΚ 8431.Τμήμα μεγάλης λεκάνης. Βρέθηκε σε λάκκο κάτω από τη στρώση του πηλού στο νότιο τμήμα του δρόμου.

  • 27. MK 9958. Τμήμα λίθινου κρατευτή με εγχάρακτη διακόσμηση.

  • Σχ.2. Το ανασκαμμένο τμήμα της ρωμαϊκής πόλης που ερευνήθηκε σε βάθος.

Κτίριο Δ

Στο νότιο τμήμα του δρόμου, αλλά και στα κατώτερα στρώματα της ρωμαϊκής οικίας ΙΙΙ, που βρισκόταν στα δυτικά του, αποκαλύφθηκε ένα δεύτερο ορθογώνιο οικοδόμημα της εποχής του Σιδήρου (Κτίριο Δ) (Σχ. 2) (Eικ. 13, 14). Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που παρατηρήθηκαν στην κατασκευή του κτιρίου, προέκυπταν κυρίως από τον τρόπο που είχε χρησιμοποιηθεί ο βράχος για να δημιουργηθούν βαθμιδωτά επίπεδα και οι αναγκαίοι χώροι.

Το κτίριο Δ χωριζόταν σε δύο περίπου ισομεγέθη τμήματα, το νότιο και το βόρειο, το καθένα από τα οποία παρουσίαζε διαφορετικά χαρακτηριστικά στην εσωτερική διάταξη και λειτουργία του. Το νότιο τμήμα ανασκάφτηκε σε έκταση 7μ. από Ν > Β και 5,50 μ. από Δ > Α, και οριζόταν στη δυτική, τη βόρεια και τη νότια πλευρά του από τοίχους που αποκαλύφθηκαν αποσπασματικά στο επίπεδο της θεμελίωσης, ενώ το ανατολικό όριο του χώρου δεν ήταν δυνατόν να εντοπιστεί εξαιτίας των μεταγενέστερων κατασκευών (Σχ. 2).

Τα θεμέλια των τοίχων, πάχους 0,50 μ., είχαν κατασκευαστεί, όπως και στο κτίριο Α, με αργές πέτρες πάνω σε στενές, λαξευμένες οριζόντια επιφάνειες του βράχου, και στην καλύτερη περίπτωση είχαν διατηρηθεί σε ύψος που έφτανε τα 0,50 μ.

Στον εσωτερικό χώρο η επιφάνεια του βράχου ήταν σχεδόν επίπεδη και σε μικρές περιοχές εντοπίζονταν τμήματα δαπέδου με επίστρωση από καστανοκίτρινο πηλό και ίχνη καμένου χώματος. Στη βορειοδυτική γωνία, όπου ο δυτικός τοίχος σχημάτιζε εσοχή διαστάσεων 1,20 x 0,50 μ., βρέθηκαν δύο μακρόστενες πλακαρές πέτρες, τοποθετημένες σε ρηχό λάξευμα του βράχου, και σε επαφή με αυτές, υπολείμματα πήλινης ημικυκλικής εστίας ή φούρνου με ίχνη καύσης καθώς και κομμάτια από διαλυμένες πήλινες κατασκευές. (Σχ. 2) (Εικ. 15). Στην ίδια περιοχή βρέθηκαν δύο πήλινα αμφικωνικά σφονδύλια, τετράγωνο λίθινο πλακίδιο με κεντρική οπή και τριπτήρας. Στον υπόλοιπο εσωτερικό χώρο και ιδιαίτερα στο ανατολικό του τμήμα, εντοπίστηκαν λάκκοι διαφόρων διαστάσεων οι περισσότεροι από τους οποίους περιείχαν χώμα με διαλυμένους πηλούς και λίγα οστά ζώων. Ανάμεσά τους ξεχώριζε ένας μεγάλος τετράπλευρος λάκκος, με οξυκόρυφο λάξευμα στο εσωτερικό του, όπου, εκτός από το καστανόμαυρο χώμα, βρέθηκαν όστρακα από μεγάλα χειροποίητα αγγεία και πιθάρια. Στο μεγαλύτερο ποσοστό της η κεραμική που βρέθηκε στο νότιο τμήμα του κτιρίου Δ, περιλάμβανε τμήματα από πιθάρια και όστρακα από μεγάλα χειροποίητα αγγεία της εποχής του Σιδήρου.

Το βόρειο τμήμα του κτιρίου καταλάμβανε ένας υπόγειος χώρος, λαξευμένος στο βράχο, που αποκαλύφθηκε σε έκταση 7 μ. από Ν > Β και 5,50 μ. από Δ > Α. (Σχ. 2) (Εικ. 16).

Στη νότια πλευρά του υπόγειου χώρου εντοπίστηκε πιθεώνας που διαχωριζόταν από τον υπόλοιπο χώρο με ένα στενόμακρο τμήμα λαξευμένου βράχου, που είχε κατεύθυνση Δ > Α και συνεχιζόταν ανατολικότερα, στα κατώτερα στρώματα του δρόμου. (Σχ. 2) (Εικ. 16).

Ένα ακέραιο οξυπύθμενο πιθάρι, ύψους 2,10 μ., βρέθηκε στη θέση του, και τμήμα ενός δεύτερου δίπλα σε αυτό. (Εικ. 17) (Εικ. 18) Τα πιθάρια ήταν τοποθετημένα σε λαξευμένους λάκκους και στην ίδια περιοχή θα πρέπει να υπήρχαν τουλάχιστον άλλα τρία, εάν κρίνουμε από τα κυκλικά λίθινα καλύμματα που βρέθηκαν εκεί. Στο εσωτερικό του οξυπύθμενου πιθαριού βρέθηκαν οστά ζώων, κάρβουνα, μικρά όστρακα και μικρό τμήμα χάλκινης οκτώσχημης πόρπης (Εικ. 19).

Ανατολικότερα, στο τμήμα του δρόμου όπου συνεχιζόταν ο πιθεώνας, βρέθηκε ένα ακόμη ακέραιο πιθάρι (Eικ. 20, 21) μαζί με άλλα θραύσματα πιθαριών. Νοτιότερα στην ίδια περιοχή βρέθηκε λίθινο αντικείμενο με 9 οπές. Παρόμοια αντικείμενα έχουν εντοπιστεί και σε άλλες θέσεις της κεντρικής Μακεδονίας, όπως ο Καστανάς και η Σίνδος. Παρά τις διάφορες προτάσεις που έχουν γίνει ως τώρα για την ερμηνεία τους, δεν είναι ακόμη βέβαιη η χρήση τους (Εικ. 22).[135]

Στη βόρεια πλευρά του υπόγειου χώρου που βρισκόταν 1 μ. βαθύτερα από τον πιθεώνα, δεν παρατηρήθηκε κάποια ιδιαίτερη διαμόρφωση, εκτός από ένα κυκλικό λάξευμα η συνέχειά του οποίου προς τα ανατολικά δεν ήταν δυνατό να ερευνηθεί λόγω των μεταγενέστερων κατασκευών.

Εκτός από τα όστρακα χειροποίητων αγγείων, που ήταν ανάλογα με εκείνα που είχαν βρεθεί στα υπόλοιπα οικοδομήματα της ίδιας περιόδου, βρέθηκε σε μικρό ποσοστό και εισηγμένη τροχήλατη κεραμική (Εικ. 23).[136]

Τα χρονολογικά πλαίσια κατοίκησης του οικοδομήματος Δ δεν διαφέρουν από εκείνα των υπόλοιπων κτιρίων και τοποθετούνται στη διάρκεια του 8ου αι. π. Χ.

Νοτιότερα, στο υπόλοιπο τμήμα του ρωμαϊκού δρόμου (κυρίως ανατολικά του κτίσματος IV), βρέθηκε συμπαγής στρώση πορτοκαλοκίτρινου και γκρίζου καθαρού πηλού με σωζόμενο πάχος που έφθανε τουλάχιστον το 1-1,50 μ. (Σχ. 2). Η συνέχεια της στρώσης του πηλού προς τα ανατολικά είχε διακοπεί από τον αναλημματικό τοίχο (Εικ. 24), εντοπιζόταν όμως στα βαθύτερα στρώματα των μεταγενέστερων κτισμάτων ανατολικά του αναλήμματος. Σε ορισμένα σημεία, μέσα στα όρια του δρόμου, εντοπίστηκαν μεγάλοι και μικρότεροι λάκκοι που είχαν σκαφτεί στον πηλό και περιείχαν τμήματα πιθαριών και αγγείων στο εσωτερικό τους. (Εικ. 25),[137] (Εικ. 26).[138] Δεν γνωρίζουμε την ακριβή έκταση και το αρχικό πάχος της στρώσης του πηλού. Φαίνεται ωστόσο βέβαιο ότι ο πηλός είχε μεταφερθεί εκεί προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για την εξομάλυνση και τη διευθέτηση του χώρου σε όλη εκείνη την περιοχή. (Σχ. 2). Παρόμοια άνδηρα έχουν εντοπιστεί και σε άλλους σύγχρονους οικισμούς της Μακεδονίας, όπως η Σίνδος και η Τούμπα της Θεσσαλονίκης.

Αρκετά είναι τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν σχετικά με τη διαδοχή των παλαιότερων οικοδομικών φάσεων σε όλο αυτό το νότιο τμήμα του δρόμου, αλλά και ανατολικά και νότια από αυτόν, όπου η κατοίκηση ήταν συνεχής κατά την εποχή του Σιδήρου και την αρχαϊκή εποχή.

Η μερική εικόνα για την εγκατάσταση της εποχής του Σιδήρου στο Παλατιανό όπως προκύπτει από τα οικοδομήματα που αναφέρθηκαν, θα συμπληρωθεί με τη μελέτη και αξιολόγηση των οικοδομικών καταλοίπων και των ευρημάτων από τους υπόλοιπους τομείς του ανασκαμμένου χώρου (τομείς Ε-Λ) (Σχ. 2). Ενδεικτικά αναφέρουμε την ανεύρεση τμήματος λίθινου κρατευτή με εγχάρακτες μορφές ζώων στον τομέα Ι, που δημιουργεί ερωτήματα για τη σχέση που είχαν οι κάτοικοι του χώρου με τις γειτονικές τους περιοχές όπου κατοικούσαν θρακικά φύλα (Εικ. 27).[139]

Ωστόσο, παρά τον αποσπασματική εικόνα των κτισμάτων και τα ερωτήματα που έχουν προκύψει, διαπιστώθηκαν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά που φαίνεται ότι ήταν κοινά στην εγκατάσταση αυτής της περιόδου στο Παλατιανό. Δε γνωρίζουμε τη συνολική έκταση του οικισμού, στο τμήμα όμως που ερευνήθηκε, τα οικοδομήματα, ορθογώνια και αψιδωτά, είχαν μεγάλες διαστάσεις και ήταν διατεταγμένα βαθμιδωτά και σε πυκνή διάταξη στην ανατολική πλαγιά του λόφου, προστατευμένα από τους βόρειους ανέμους. Η διευθέτηση του χώρου με μεταφερμένο πηλό στο νότιο τμήμα του οικισμού δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι εγκατάσταση είχε γίνει σύμφωνα με ένα οργανωμένο σχέδιο.[140]

Ο φυσικός βράχος είχε παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση κλιμακωτών επιπέδων και κατάλληλων επιφανειών για τη θεμελίωση των τοίχων, αλλά και στη δημιουργία αποθηκευτικών και άλλων ωφέλιμων χώρων. Οι τοίχοι είχαν λιθόκτιστη θεμελίωση και πλίνθινη ανωδομή. Εγκάρσιοι τοίχοι χώριζαν τα κτίρια σε επιμέρους χώρους και το δάπεδό τους διαμορφωνόταν κατά κανόνα με στρώσεις πηλού πάνω στην επιφάνεια του βράχου. Χαρακτηριστικός ήταν ο μεγάλος αριθμός των λάκκων που χρησίμευαν κυρίως για αποθηκευτικούς σκοπούς. Εκτός από την περίπτωση μίας εστίας που εντοπίστηκε στο κτίριο Δ, υπολείμματα κινητών κατασκευών για την προετοιμασία της τροφής βρέθηκαν σχεδόν σε όλους τους χώρους.

Οι αγνύθες και τα σφονδύλια ήταν ενδεικτικά για την ενασχόληση των κατοίκων με την υφαντουργία, και τα οστά των ζώων που βρέθηκαν, έδειχναν ότι ένα μέρος της διατροφής των κατοίκων βασιζόταν στην εκτροφή ζώων και στο κυνήγι. Η κεραμική, χειροποίητη και τροχήλατη, περιλάμβανε σχήματα γνωστά από τους περισσότερους οικισμούς της ίδιας περιόδου στον μακεδονικό χώρο.

Από τα ευρήματα γίνεται φανερό ότι στην εγκατάσταση αυτής της περιόδου στο Παλατιανό, η κοινωνία ήταν καλά οργανωμένη, ευημερούσε, αποθήκευε τα παραγόμενα προϊόντα και ήταν ενταγμένη στο ίδιο πολιτιστικό περιβάλλον με τους υπόλοιπους οικισμούς της ευρύτερης περιοχής.[141]

 

135 ό.π. σημ. 134, 299-300.

136 ό.π., Abb. 33, p. 162, 156-163.

137 ό.π., σημ. 129. 71, Abb. 17.

138 ό.π., σημ. 129. 80, Αbb. 20.

139 Gerassimov 1960, 165-190, Pl. I-XIV.

140 Τις περισσότερες πληροφορίες για την οργάνωση των οικισμών της εποχής του Σιδήρου έχουμε από τους αρχαιολογικούς χώρους του Καστανά, της Ασσηρού, ό.π. σημ. 130, σημ. 133, της Φιλαδέλφειας, Μισαηλίδου-Δεσποτίδου 1995, 311-320. Μισαηλίδου-Δεσποτίδου 1998, 259-268, της Σίνδου, ό.π. σημ. 116, Τιβέριος 1996. Τιβέριος-Γιματζίδης 2002. Τιβέριος 2009. Gimatzidis 2010, 64 κ.ε. και κυρίως 81-84. Για την Τούμπα Θεσσαλονίκης βλ. Ανδρέου-Κωτσάκης 1986. Για ορθογώνια και αψιδωτά κτίρια της εποχής του Σιδήρου βλ. Mazarakis Αinian 1997.

141 Ευχαριστώ θερμά τον Στέφανο Γιματζίδη, ο οποίος έχει αναλάβει τη μελέτη της κεραμικής της εποχής του Σιδήρου από το Παλατιανό, για τις παρατηρήσεις του.