Εξώφυλλο

Μελέτες για την Αρχαία Μακεδονία

Προς τη γένεση των πόλεων

Εκδότης: Δημήτριος Β. Γραμμένος

  • 3. Οικοδομικά κατάλοιπα της εποχής του Σιδήρου στο βόρειο τμήμα του δρόμου . Δεξιά διακρίνεται τμήμα από τη θεμελίωση του δυτικού τοίχου του κτιρίου Α πάνω στην επίπεδη επιφάνεια του βράχου. Στο βάθος ο δυτικός τοίχος του αψιδωτού κτιρίου Β.

  • 4. Τμήμα της λιθόκτιστης θεμελίωσης του δυτικού τοίχου του κτιρίου Α.

  • 5. ΜΚ 8607. Ωοειδής αγνύθα μεγάλου μεγέθους από το στρώμα καταστροφής του κτιρίου Α.

  • 6. ΜΚ.8428. Χειροποίητο κύπελλο από το στρώμα καταστροφής στο νότιο τμήμα του κτιρίου Α.

  • Σχ.2. Το ανασκαμμένο τμήμα της ρωμαϊκής πόλης που ερευνήθηκε σε βάθος.

Κτίριο Α

Στο βορειότερο τμήμα του δρόμου αποκαλύφθηκε σε μήκος 14 μ. και πλ. 1,60-2 μ., το βορειοδυτικό τμήμα ενός ορθογώνιου κτιρίου (κτίριο Α) κτισμένου στον άξονα Β > Ν (Σχ. 2) (Εικ. 3). Τα όρια του κτιρίου προς τα νότια δεν ήταν δυνατό να εντοπιστούν με ακρίβεια και η συνέχειά του προς τα ανατολικά είχε διακοπεί με την κατασκευή του αναλημματικού τοίχου που στήριζε τον ρωμαϊκό δρόμο.[128]

Ο τρόπος κατασκευής του ήταν ενδεικτικός για τα οικοδομήματα αυτής της περιόδου, που είχαν κτιστεί στο βραχώδες και κατηφορικό έδαφος της πλαγιάς του λόφου. Οι θεμελιώσεις του βόρειου και του δυτικού του τοίχου είχαν γίνει πάνω σε στενές, λαξευμένες, επίπεδες επιφάνειες και σε επαφή με τον κατακόρυφα λαξευμένο βράχο. Για την κατασκευή τους είχαν χρησιμοποιηθεί μεγάλες και μικρότερες αργές πέτρες, πελεκημένες στην εξωτερική τους επιφάνεια, και το πάχος τους δεν ξεπερνούσε τα 0,30 μ. Στις περισσότερες περιπτώσεις είχαν διασωθεί μία ή δύο στρώσεις λίθων και μόνο σε ένα σημείο το ύψος τους έφτανε τα 0,70 μ-0,80 μ. (Εικ. 4).

Στα δύο άκρα ενός τμήματος του δυτικού τοίχου, μήκους 3 μ., όπου το πλάτος της επίπεδης επιφάνειας θεμελίωσης ήταν κατά 0,50 μ. μεγαλύτερο από το πάχος του τοίχου, (Σχ. 2) (Εικ. 4) διαμορφώνονταν δύο εσοχές όπου, όπως φάνηκε από τις λιγοστές πέτρες που είχαν παραμείνει στη θέση τους, προσαρμόζονταν δύο εγκάρσιοι τοίχοι που χώριζαν τον εσωτερικό χώρο σε τρία δωμάτια· δύο ισομεγέθη μήκους 3 μ. στο βορειότερο τμήμα και ένα τρίτο με αδιευκρίνιστες διαστάσεις στα νότια.

Η ανωδομή ήταν κατασκευασμένη από ωμά πλιθιά και το δάπεδο στους εσωτερικούς χώρους διαμορφωνόταν από στρώσεις κιτρινωπού πηλού, που αποκαλύφθηκαν αποσπασματικά σε διάφορα σημεία.

Δύο αβαθείς ωοειδείς λάκκοι, καλυμμένοι στο μεγαλύτερο τμήμα τους με λίθινες πλάκες, φαίνεται ότι χρησίμευαν ως βάσεις ξύλινων στύλων υποστήριξης της στέγης και την ίδια χρήση ίσως να είχε ένα τμήμα βράχου διαστάσεων 0,50 x 0,50 μ. που εξείχε από το βορειότερο τμήμα δυτικού του τοίχου (Σχ. 2).

Εκτεταμένο στρώμα καταστροφής με καμένο μαύρο χώμα, κάρβουνα, καμένους λίθους και θραύσματα πλιθιών από την ανωδομή, είχε καλύψει όλους τους χώρους. Το στρώμα συνεχιζόταν χωρίς διακοπή προς τα νότια επιβεβαιώνοντας τη συνέχεια του κτιρίου προς εκείνη την κατεύθυνση. Στο νοτιότερο τμήμα του στρώματος καταστροφής βρέθηκαν ακέραια, τέσσερα ορθογώνια πλιθιά, διαστάσεων 0,20 x 0,15 μ., ενώ αποτυπώματα πλιθιών διακρίνονταν και πάνω στη στρώση του κιτρινωπού πηλού του δαπέδου.

Βρέθηκαν αρκετά τμήματα πιθαριών, δύο μεγάλες ωοειδείς αγνύθες και δύο σφονδύλια (Εικ. 5), ακονόπετρα, δύο κέρατα ελαφιών και λιγοστά οστά ζώων, όλα ευρήματα που είχαν σχέση με τη λειτουργία ενός οικιακού χώρου. Η κεραμική περιλάμβανε κυρίως όστρακα από χειροποίητα αγγεία καθημερινής χρήσης, όπως κύπελλα (Εικ. 6), φιάλες, λεκανίδες,[129] αρκετά με εμπίεστη διακόσμηση στο χείλος,[130] και λιγότερα όστρακα από γκρίζα αγγεία, κυρίως από τροχήλατες πρόχους με στενές αυλακώσεις στο χείλος.

 

128 Η ανασκαφή των κτισμάτων της εποχής του Σιδήρου γινόταν αναγκαστικά μέσα στα όρια του δρόμου της ρωμαϊκής περιόδου, δηλαδή ανάμεσα στα ρωμαϊκά οικοδομήματα που υπήρχαν στα δυτικά και τον αναλημματικό τοίχο, που είχε κατασκευαστεί για να στηρίζει τον δρόμο από τα ανατολικά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να είναι δυνατή η ανασκαφή μόνο ενός τμήματος (του δυτικού κατά κανόνα) των κτιρίων της εποχής του Σιδήρου, ενώ η συνέχειά τους προς τα ανατολικά ανιχνευόταν στα χαμηλότερα στρώματα των ρωμαϊκών οικοδομημάτων που είχαν κατασκευαστεί ανατολικά του αναλημματικού τοίχου. Έτσι, στα χαμηλότερα στρώματα του ρωμαϊκού κτίσματος ΙΧ, ανατολικά του αναλημματικού τοίχου (σχ. 2), υπήρξαν εμφανείς ενδείξεις, όπως βαθμιδωτά επίπεδα που διαμορφώνονταν στον φυσικό βράχο και οριοθετούνταν σε αρκετές περιπτώσεις από πασσαλότρυπες και λάκκοι διαφόρων μεγεθών και σχημάτων με κεραμική της εποχής του Σιδήρου, που μαρτυρούσαν τη συνέχεια του κτιρίου Α προς τα ανατολικά. Η αναλυτική μελέτη αυτών των ευρημάτων θα δώσει περισσότερα στοιχεία για τη συνολική εικόνα του κτιρίου.

129 Hochstetter, 1984, 71, Abb. 17, 94, Abb. 24.

130 Wardle 1980, 258, fig. 17 no. 48-49. Wardle 1996, 451, fig. 9, 12.