Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Ρώμη και ο κόσμος της

του Θ. Παπαγγελή
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

15.5. Εφτά συν ένας (πιθανοί) λόγοι που με ενδιαφέρουν τα λατινικά

Επειδή οι Ρωμαίοι ήταν ο πρώτος ευρωπαϊκός λαός που διαμόρφωσε την πολιτισμική του ταυτότητα με σταθερή αναφορά στην Ελλάδα και την ελληνική κουλτούρα και έτσι λειτούργησε καθοριστικά για τον τρόπο με τον οποίο οι ευρωπαϊκοί λαοί (κυρίως από την Αναγέννηση και ύστερα) έβλεπαν (και, σε μεγάλο βαθμό, βλέπουν ακόμη) την Ελλάδα.

Επειδή οι Ρωμαίοι δεν μιμήθηκαν απλώς τους Έλληνες αλλά μετέθεσαν τις θεμελιακές αξίες του ελληνικού πολιτισμού σε νέα κοινωνικά και πολιτικά πλαίσια και έτσι τις έδωσαν μια καινούργια δυναμική.

Επειδή η ρωμαϊκή αυτοκρατορία και η ρωμαϊκή κοινωνία εμφανίζουν χαρακτηριστικά που είναι, από πολλές απόψεις, πιο κοντά στη σημερινή εμπειρία του κόσμου και γι᾽ αυτό τον λόγο η μελέτη τους μεγαλώνει το εύρος της ιστορικής μας συνείδησης και μας επιτρέπει να «διαβάσουμε» με πληρέστερο τρόπο το παρελθόν που μας αφορά άμεσα.

Επειδή αυτό που ονομάζουμε «ελληνορωμαϊκός πολιτισμός» δεν αποτελεί απλώς μια χρονική αλληλουχία (πρώτα η Ελλάδα, μετά η Ρώμη) αλλά μια δυναμική αλληλεπίδραση ανάμεσα στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις αξίες δύο πολιτισμών, που δεν έχουν μόνο ομοιότητες αλλά και σημαντικές διαφορές.

Επειδή για τη νεότερη Ευρώπη, και τον δυτικό πολιτισμό γενικότερα, η Ελλάδα είναι ένας πανίσχυρος πολιτισμικός μύθος με πρακτική, συμβολική και φαντασιακή αξία, ενώ η Ρώμη (όπως διαμορφώθηκε από τη συνάντησή της με την Ελλάδα) αποτελεί την άμεση ιστορική πραγματικότητα που είναι η «μήτρα» των νεότερων ευρωπαϊκών κοινωνιών. Αν, για παράδειγμα, ο Όμηρος είναι ο πρώτος μεγάλος ευρωπαίος ποιητής, ο Βιργίλιος θεωρείται ένας από τους «Πατέρες της Ευρώπης».

Επειδή η γνωριμία με τον ρωμαϊκό κόσμο μπορεί να είναι ένα καλό «αντίδοτο» στις υπερβολές και τις αστοχίες μιας αυστηρά ελληνοκεντρικής αντίληψης που, αντί να μας κάνει καλό, μάλλον μας «μπερδεύει», αφού άλλοτε μας απομονώνει ως «ανάδελφους» και άλλοτε μας κολακεύει ως «υπερευρωπαίους».

Επειδή, στο κάτω κάτω, ως «Ρωμιοί» και «ρωμιοσύνη» είμαστε ιστορικό τμήμα του μεγάλου πολιτισμικού χώρου που για πολλούς αιώνες δημιούργησε, και με τις λεγεώνες της διαφέντεψε, η Ρώμη.

Και, βέβαια, επειδή η λατινική έχει πολλές (και όμορφες) θυγατέρες…

Η λατινική γλώσσα, που αρχικά απηχούσε τη σχετικά απλή αγροτική κοινωνία των παλιών κατοίκων του Λατίου, εμπλουτίστηκε από την πολιτισμική συνάντηση της Ρώμης με την Ελλάδα και μέχρι το τέλος του 1ου αιώνα π.Χ. είχε αποκτήσει νέα δυναμική, νέο λεξιλογικό πλούτο και νέες εκφραστικές δυνατότητες, ενώ δεν έχασε ποτέ τις έμφυτες αρετές της - την ακρίβεια της διατύπωσης, την οικονομία της έκφρασης, τη μεστή επιγραμματικότητα, την πειθαρχημένη συντακτική οργάνωση. Ωστόσο, παράλληλα με την «καθαρευουσιάνικη» μορφή της λατινικής, τα λαϊκά στρώματα, οι επιχειρηματίες, οι έμποροι και οι στρατιώτες που ήταν εγκατεστημένοι σε κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας, μιλούσαν μια πιο «λαϊκή» γλώσσα, που είχε πιο απλή (παρατακτική) σύνταξη αλλά διακρινόταν από ζωντάνια και δυναμισμό. Όσο η κεντρική εξουσία στη Ρώμη παρέμενε ισχυρή, οι πολιτισμικοί δεσμοί ανάμεσα στις διάφορες επαρχίες της αυτοκρατορίας ήταν αρκετά στενοί ώστε η ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα να μπορεί να διατηρεί μια σχετική ομοιογένεια. Αλλά (και μιλάμε για το δυτικό τμήμα του κράτους, αφού το ανατολικό παραμένει πιστό στην «κοινή» ελληνική γλώσσα του) όταν, μετά τον 3ο αιώνα μ.Χ., η κεντρική εξουσία στο δυτικό τμήμα ουσιαστικά κατέρρευσε, και εξαιτίας της δημιουργίας μεγάλων και σημαντικών κέντρων στις ρωμαϊκές επαρχίες της Δύσης, άρχισαν να εμφανίζονται κατά περιοχές γλωσσικές αποκλίσεις και βαθμιαία δημιουργήθηκαν λατινογενή γλωσσικά ιδιώματα που διέφεραν σημαντικά το ένα από το άλλο.

Οι γλώσσες που γεννήθηκαν από την κοινή λαϊκή λατινική γλώσσα ονομάστηκαν ρομανικές ή νεολατινικές. Η ιταλική, η ισπανική, η πορτογαλική, η γαλλική, η ρουμανική γλώσσα (αλλά κι άλλες, λιγότερο γνωστές, όπως η καταλανική, η προβηγκιανή, η σαρδηνική και η λεγόμενη κουτσοβλαχική ή αρωμουνική που μιλιέται ακόμη στην Ελλάδα από τους Βλάχους) είναι όλες τους παιδιά της λατινικής, με τον ίδιο τρόπο που η νεοελληνική γλώσσα είναι θυγατέρα της αρχαιότερης ελληνικής. Ωστόσο, η επίδραση της λατινικής υπήρξε ισχυρή και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές γλώσσες (για παράδειγμα στη γερμανική και την αγγλική) που, μέσα από διάφορους (προφορικούς, λόγιους και εκκλησιαστικούς) διαύλους ενσωμάτωσαν έναν μεγάλο αριθμό λατινικών και λατινογενών λέξεων. Λιγότερο επηρεάστηκαν οι σλαβικές γλώσσες, που όμως κι αυτές μαρτυρούν σημαντικές επιδράσεις από τα λατινικά, ενώ οι ευρωπαίοι κατακτητές, Ισπανοί και Πορτογάλοι, διεύρυναν τη νεολατινική γλωσσική σφαίρα, κάνοντας το κεντρικό και νότιο τμήμα της αμερικανικής ηπείρου «λατινικό».

Στη λόγια και γραπτή μορφή της η λατινική δεν αποτέλεσε μόνο την επίσημη γλώσσα της Δυτικής Εκκλησίας αλλά συνέχισε να χρησιμοποιείται στον επιστημονικό και ακαδημαϊκό λόγο ακόμη και μέχρι τον 19ο αιώνα. Ακόμη και σήμερα, ορισμένοι λατινομαθείς λόγιοι καταπιάνονται (για ψυχαγωγικούς και διακοσμητικούς, κυρίως, λόγους) με τη σύνθεση λατινικών στίχων, ενώ σε λατινόγλωσση έκδοση κυκλοφορούν «μπεστ σέλερ», όπως ο Αστερίξ και ο Χάρι Πότερ.

ECQUIS INTER VOS, PUERI ET PUELLÆ,

LATINE LOQUI DISCERE VULT?