Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Ρώμη και ο κόσμος της

του Θ. Παπαγγελή
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

15.4. Δέκα παρά ένας (πιθανοί) λόγοι που δεν με ενδιαφέρουν τα λατινικά

Επειδή και οι αρχαιότεροι Έλληνες δεν καταδέχονταν να ασχοληθούν με μια γλώσσα που εξέφραζε έναν πολιτισμό τον οποίο θεωρούσαν λιγότερο σημαντικό από τον δικό τους.

Επειδή οι Ρωμαίοι ήρθαν στην Ελλάδα ως κατακτητές, και η γλώσσα των κατοχικών δυνάμεων απέκτησε αρνητικές συνδηλώσεις για τους Έλληνες.

Επειδή, περίπου μετά τον 6ο αιώνα μ.Χ., η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαχώρισε οριστικά τη θέση της από το δυτικό τμήμα του κράτους και θέλησε να τονίσει τη δική της «ταυτότητα» αφήνοντας τα (δυτικά) λατινικά στο περιθώριο.

Επειδή, μετά το Σχίσμα των Εκκλησιών κατά τον 9ο αιώνα, οι Λατίνοι αντιμετωπίστηκαν με δυσμένεια και δυσπιστία, και η επίσημη γλώσσα της παπικής εκκλησίας, δηλαδή τα λατινικά, θεωρήθηκε ένα είδος «εχθρικής» ή «ανθελληνικής» γλώσσας που ταίριαζε μόνο σε αιρετικούς και «λατινόφρονες».

Επειδή, όπως ήταν εύλογο, οι λόγιοι του νεοελληνικού Διαφωτισμού, στην προσπάθειά τους να στηρίξουν την ελληνική εθνική συνείδηση και τη δημιουργία ελληνικής ταυτότητας, ανέδειξαν κυρίως την ελληνική πλευρά του κλασικού παρελθόντος.

Επειδή οι Έλληνες, ακόμη και μετά τη δημιουργία του νεότερου ελληνικού κράτους και παρά το γεγονός ότι τα βασικά πρότυπα πολιτειακής οργάνωσης και πολιτισμικής ζωής ήταν δυτικά, συνέχιζαν με κάποιο τρόπο να ορίζουν την ιδιαίτερη ταυτότητά τους σε αντιδιαστολή προς τους «Δυτικούς» (ή τους «Φράγκους»), οι οποίοι (παρόλο που αναγνώριζαν την πρωταρχική σημασία του αρχαιοελληνικού πολιτισμού) έβλεπαν τις κοινωνικές, πολιτισμικές και πολιτικές παραδόσεις τους ως συνέχεια της Ρώμης.

Επειδή η επίσημη εκπαιδευτική πρακτική του νεότερου ελληνικού κράτους (τόσο στη μέση όσο και στην ανώτατη εκπαιδευτική βαθμίδα) διαιώνιζε την άποψη ότι ο ρωμαϊκός πολιτισμός, σε σχέση με τον αρχαιοελληνικό, είναι μιμητικός, παράγωγος και δευτερεύων, και έτσι το σύνολο σχεδόν της ρωμαϊκής γραμματείας αντιμετωπιζόταν ως ένα είδος λατινόγλωσσου συμπληρώματος της ελληνικής.

Επειδή, ως συνέπεια της εκπαιδευτικής αυτής ιδεολογίας, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ρωμαϊκού πολιτισμικού χώρου (που είναι πολλά, άκρως ενδιαφέροντα και ιστορικά απαραίτητα για να καταλάβουμε την άμεση προϊστορία και την πολιτισμική εξέλιξη της δυτικής Ευρώπης) δεν αποτέλεσαν ποτέ αντικείμενο σοβαρής μελέτης, και έτσι το ενδιαφέρον μαθητών και σπουδαστών για τη Ρώμη και τη γλώσσα της δεν ενθαρρύνθηκε αρκετά.

Επειδή, ακόμη και σήμερα, αυτό που ονομάζουμε «κλασικό πολιτισμό και παιδεία» τείνει να ταυτίζεται (στην Ελλάδα) με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμικό χώρο.